Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Κουκούλι





Κτύπησα την πόρτα
ήταν λες κι άκουσα
την 5η του Μπετόβεν να μου τρυπάει τ’ αυτιά.

Ανοικτή• εκείνος μέσα
πίσω από παραπέτασμα ανθρώπινης κοπριάς
ξέρασα αλλά είπα δε φεύγω.

καλυμμένος από χοντρό στρώμα λίπους
κι η τηλεόραση ν’ ατμίζει απ’ την υπερχρήση
– πάνε έξι μήνες αφότου χώθηκε στο χαράκωμα –

έκανε μια επαναλαμβανόμενη κίνηση [θύμιζε κατανασκασμό]
έλεγε φτιάχνω κουκούλι, να ‘μπω μέσα,
κουκούλι μεταξένιο, ν’ αποδημήσω εντός του.

Την επόμενη μέρα εγώ πάλι εκεί
να μην πω πως δεν προσπάθησα.

Αλλά κουκούλι πουθενά, ούτε καν εκείνος
μονάχα το δέρμα του εκεί αφημένο
προφανώς τ’ άλλαξε κι έφυγε φορώντας άλλο.

Η μπαλκονόπορτα ανοικτή, ίσως και να ‘φυγε _
έρποντας.

Πλησίασα το δέρμα, γλώσσα ακατανόητη γραμμένη απάνω.

Τι ‘ναι αυτά; Ιερογλυφικά; Μα εγώ σχεδόν ούτε αγγλικά δεν ξέρω.
Πρέπει να φέρουμε ειδικούς αιγυπτιολόγους, πεπειραμένους ψυχαναλυτές,
και μια γλυκιά κοινωνική λειτουργό να ερμηνεύσουν.
Να δούμε τι κάνουμε αποδώ και πέρα.

Ίσως κι όχι.
Αμέτρητες φορές μου λένε πως δεν μπορούν όλοι να σωθούνε:
«Εξάλλου αυτός έφυγε, πάει πια. Νόημα κανένα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου