Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαμπής Γιάννος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαμπής Γιάννος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Πέμπτη 1 Ιουνίου 2023
Κυριακή 11 Απριλίου 2021
Νεκροτομή μιας λέξης: Ποιητική Συλλογή του Γιάννου Λαμπή που εκδόθηκε το έτος 2021
[...] ανθίζουμε μόνο σ΄ άνυδρη γη
και μετά από κάθε μας στίχο τα χείλη μας στάζουν αίμα
γιατί κάθε μας λέξη, είναι όμοια με θανάτου βογγητό.
Ένοχος
[...]γιατί σπατάλησα τόσα δειλινά
κι όμως δεν έχω τίποτα δικό μου, για να σας διηγηθώ.
Λένε
[...] Λένε πως αν θέλεις να μάθεις
πρέπει να μελετάς τους τάφους
Ο νεκρός
[...] Κανείς δεν κατάλαβε, κανείς δεν γνοιάστηκε
πόσες φορές είχε πεθάνει πριν
Ο ήχος της μοναξιάς
Τα βράδια η μοναξιά ηχεί αλλιώτικα
σαν φωνή γυναίκας που έφυγε χωρίς να πει αντίο
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021
[ Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε] / Λαμπής Γιάννος
Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε
έρημη απέμεινε η πόλη
ύπνος βαθύς σκέπασε τα μάτια μας
κουβαλώντας αλλοπαρμένα όνειρα,
κάπου, κάποιο σκυλί αλυχτά
μαρτυρώντας έτσι την αληθινή όψη της ζωής
τα κέρινα πρόσωπα με τα ψεύτικα χαμόγελα
και τους κίβδηλους ανθρώπους που μας αφεντεύουν
και το φεγγάρι, με μάτι άγρυπνο κι αφτί ασκημένο
στους αναστεναγμούς και στους ψιθύρους
γράφει στο δευτέρι του την ιστορία της οικουμένης
σκοντάφτοντας στα σάπια κόκαλα αυτών π’ άδικα χάθηκαν
τους εξόριστους, τους δολοφονημένους και τους κατατρεγμένους
στο αίμα των γεννημένων και των αγέννητων
στο κλάμα αυτών που ζούνε μοναχοί και των ορφανεμένων,
φεγγάρι, πες μας, ποιος άδικος θεός ή δαίμονας
μας αφήνει γυμνούς, νηστικούς και διψασμένους
μας ρήμαξε το έρεβος και τα σπλάχνα μας τρέμουν, πονά το κορμί μας.
πες μας, φεγγάρι μου για τους ωραίους ναυαγούς
που πεθαίνουν για τον έρωτα
για αυτούς που πίστεψαν στον άνθρωπο
αντισταθήκανε στο άδικο, πάλεψαν
και με το αίμα τους γράψανε το ‘ αγάπη’,
μίλησε μας, για την κοινή μας μήτρα και την μοίρα που μας δένει
φεγγάρι, μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις
γιατί εμείς, τόσα χρόνια, τίποτα δε μάθαμε και ψάχνουμε ακόμα
να βρούμε την ατίμωση και το θάνατο που μας ταιριάζει.
Παρασκευή 10 Ιουλίου 2020
Γιάννος Λαμπής: …ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά, λέω δυνατά καλημέρα και επιστρέφω στο όνειρο μου.
Στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
δεν μου απάντησε κανείς,
έγραφα πως κάθε βράδυ με σταύρωναν οι λέξεις
και πως ο κήπος που ήταν γεμάτος λουλούδια
δεν ήταν διόλου κήπος
αλλά κοιμητήριο με σπασμένους σταυρούς
και πως αυτός που τον φρόντιζε
βρέθηκε να κρέμεται νεκρός στο κυπαρίσσι
από τον σπάγκο ενός αναμμένου καντηλιού
και πως γύρω του μαζεύονταν οι χήρες κάθε βράδυ
κι έπιναν μαζί του καφέ,
στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
μ’ απάντησε χθες ο φροντιστής,
μού ’γραφε πως βαριά είναι της λήθης η θηλιά
και να φροντίζω του κυπαρισσιού τα κλώνια
για να ξαποσταίνουν τα πουλιά.
δεν μου απάντησε κανείς,
έγραφα πως κάθε βράδυ με σταύρωναν οι λέξεις
και πως ο κήπος που ήταν γεμάτος λουλούδια
δεν ήταν διόλου κήπος
αλλά κοιμητήριο με σπασμένους σταυρούς
και πως αυτός που τον φρόντιζε
βρέθηκε να κρέμεται νεκρός στο κυπαρίσσι
από τον σπάγκο ενός αναμμένου καντηλιού
και πως γύρω του μαζεύονταν οι χήρες κάθε βράδυ
κι έπιναν μαζί του καφέ,
στο γράμμα εκείνο που δεν έστειλα ποτέ
μ’ απάντησε χθες ο φροντιστής,
μού ’γραφε πως βαριά είναι της λήθης η θηλιά
και να φροντίζω του κυπαρισσιού τα κλώνια
για να ξαποσταίνουν τα πουλιά.
**
..μικρός φοβόμουν να περάσω έξω απ’ το νεκροταφείο
ακόμα και την μέρα,
τώρα, βγαίνω συχνά τα βράδια απ’ το σπίτι,
προσεκτικά ανοίγω την πόρτα που τρίζει
και αφού βεβαιωθώ πως δεν με ακολουθεί κανείς
πάω και κάθομαι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, καπνίζω και
καρτερώ να ηχήσει η φυσαρμόνικα που κάποιος νεκρός
ξεγέλασε τους ζωντανούς και την πήρε μαζί του,
ακούω τα τραγούδια των πεθαμένων
και τα λουλούδια που μιλάνε μεταξύ τους,
μένω εκεί μέχρι το χάραμα που τελειώνει η γιορτή, κι όλοι,
αποκαμωμένοι απ’ τον χορό να επιστρέψουν στους τάφους τους
και μετά, αφού γυαλίσω τα μάρμαρα, να μην μείνουνε σημάδια,
αλλάζω τα φυτίλια στα καντήλια για να πάψουν να τσιρίζουν
μαζεύω τα χρώματα της αυγής και στολίζω τις προτομές
ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά
λέω δυνατά καλημέρα
και επιστρέφω στο όνειρο μου.
ακόμα και την μέρα,
τώρα, βγαίνω συχνά τα βράδια απ’ το σπίτι,
προσεκτικά ανοίγω την πόρτα που τρίζει
και αφού βεβαιωθώ πως δεν με ακολουθεί κανείς
πάω και κάθομαι κάτω απ’ τα κυπαρίσσια, καπνίζω και
καρτερώ να ηχήσει η φυσαρμόνικα που κάποιος νεκρός
ξεγέλασε τους ζωντανούς και την πήρε μαζί του,
ακούω τα τραγούδια των πεθαμένων
και τα λουλούδια που μιλάνε μεταξύ τους,
μένω εκεί μέχρι το χάραμα που τελειώνει η γιορτή, κι όλοι,
αποκαμωμένοι απ’ τον χορό να επιστρέψουν στους τάφους τους
και μετά, αφού γυαλίσω τα μάρμαρα, να μην μείνουνε σημάδια,
αλλάζω τα φυτίλια στα καντήλια για να πάψουν να τσιρίζουν
μαζεύω τα χρώματα της αυγής και στολίζω τις προτομές
ταΐζω με κόλλυβα τα πουλιά
λέω δυνατά καλημέρα
και επιστρέφω στο όνειρο μου.
**
Είμαι κι εγώ ένας περαστικός
ένα όνομα γραμμένο πάνω στην άμμο
που μ’ ένα φύσημα του αέρα αναδεύεται
σβήνει και τίποτα πια δεν μένει,
μια ματαιότης, μια ψευδαίσθηση, μια κίνηση στο κενό,
ρέω συνέχεια μέσα σε μια κλεψύδρα
γεμίζω – αδειάζω μετρώντας το χρόνο
σαν μια μνήμη χάνομαι
που δεν μπορείς να κρατήσεις,
πριν η επόμενη ριπή του αέρα
για πάντα με σκορπίσει
προλαβαίνω να ζήσω ολάκερη ζωή,
γιατί μέσα από εσένα έμαθα ν’ αγαπώ!
ένα όνομα γραμμένο πάνω στην άμμο
που μ’ ένα φύσημα του αέρα αναδεύεται
σβήνει και τίποτα πια δεν μένει,
μια ματαιότης, μια ψευδαίσθηση, μια κίνηση στο κενό,
ρέω συνέχεια μέσα σε μια κλεψύδρα
γεμίζω – αδειάζω μετρώντας το χρόνο
σαν μια μνήμη χάνομαι
που δεν μπορείς να κρατήσεις,
πριν η επόμενη ριπή του αέρα
για πάντα με σκορπίσει
προλαβαίνω να ζήσω ολάκερη ζωή,
γιατί μέσα από εσένα έμαθα ν’ αγαπώ!
Κυριακή 8 Μαρτίου 2020
Λένε πως αν θέλεις να μάθεις / Λαμπής Γιάννος
Λένε πως αν θέλεις να μάθεις
πρέπει να μελετάς τους τάφους,
ακόμα λένε πως τη νύχτα ξυπνούν οι θύμησες
και πως η ημέρα είναι η θηλή της λησμονιάς,
ποιανού Θεού μισθωμένος τα λέει όλα αυτά
εγώ δεν ξέρω
δεν ξέρω καν να διαβάζω μα ούτε και να γράφω,
σταλάζω μόνο κάτι κόκκινες σταγόνες
πάνω σε λευκό χαρτί
κι όταν βάλω και μια σταγόνα θλίψης
αρχίζουν τότε να σαλεύουν και να ηχούν,
κι ο ήχος τους μοιάζει με σπασμούς οργασμού
ή μαρτυρικού θανάτου
κι είμαι συνέχεια στην αρχή κάποιου ονείρου
που ζω μέσα του, μέρα και νύχτα,
είμαι συνέχεια σ’ ένα λιβάδι, ίσως όμως
και στον κήπο κάποιου νοσοκομείου, δεν ξέρω στ’ αλήθεια
γιατί οι τόποι μαρτυρίου, μου είναι πλέον όλοι ίδιοι,
στο λαχάνιασμα όμως του τελευταίου ανηφοριού
ψηλαφίζω τις επιγραφές,
δεν τις προλαβαίνω όμως ποτέ μου
γιατί οι λέξεις αρρωσταίνουν
κι απ’ τις κρύες πλάκες αιμορραγούν.
πρέπει να μελετάς τους τάφους,
ακόμα λένε πως τη νύχτα ξυπνούν οι θύμησες
και πως η ημέρα είναι η θηλή της λησμονιάς,
ποιανού Θεού μισθωμένος τα λέει όλα αυτά
εγώ δεν ξέρω
δεν ξέρω καν να διαβάζω μα ούτε και να γράφω,
σταλάζω μόνο κάτι κόκκινες σταγόνες
πάνω σε λευκό χαρτί
κι όταν βάλω και μια σταγόνα θλίψης
αρχίζουν τότε να σαλεύουν και να ηχούν,
κι ο ήχος τους μοιάζει με σπασμούς οργασμού
ή μαρτυρικού θανάτου
κι είμαι συνέχεια στην αρχή κάποιου ονείρου
που ζω μέσα του, μέρα και νύχτα,
είμαι συνέχεια σ’ ένα λιβάδι, ίσως όμως
και στον κήπο κάποιου νοσοκομείου, δεν ξέρω στ’ αλήθεια
γιατί οι τόποι μαρτυρίου, μου είναι πλέον όλοι ίδιοι,
στο λαχάνιασμα όμως του τελευταίου ανηφοριού
ψηλαφίζω τις επιγραφές,
δεν τις προλαβαίνω όμως ποτέ μου
γιατί οι λέξεις αρρωσταίνουν
κι απ’ τις κρύες πλάκες αιμορραγούν.
Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020
[Μου λείπεις] / Λαμπής Γιάννος
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
κι ο ήχος της απουσίας σου με ξεκουφαίνει,
τίποτα δεν μοιάζει πια το ίδιο
και συνεχώς βυθίζομαι στην απουσία σου,
ακροβατώ στη μνήμη σου
αλλά μου ξεφεύγει η εικόνα καθώς κυνηγώ τα χρώματα.
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
και το μόνο που μοιάζει το ίδιο
είναι τα σάπια δοκάρια της οροφής
τα κρύα κι ατσαλάκωτα σεντόνια
κι η πόλη που μουλιάζει αδιάκοπα κι αδειάζει συνεχώς.
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
στηρίζομαι μόνο σε ότι μου έχει απομείνει από εσένα
και με τις λέξεις προσπαθώ να ράψω στίχους
αλλά συνεχώς ματώνω τα δάκτυλα μου,
ίσως αυτό να είναι κι η λύτρωση μου.
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
μόνο εσύ μου απόμενες
και μέσα από εσένα αντλώ ζωή.
κι ο ήχος της απουσίας σου με ξεκουφαίνει,
τίποτα δεν μοιάζει πια το ίδιο
και συνεχώς βυθίζομαι στην απουσία σου,
ακροβατώ στη μνήμη σου
αλλά μου ξεφεύγει η εικόνα καθώς κυνηγώ τα χρώματα.
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
και το μόνο που μοιάζει το ίδιο
είναι τα σάπια δοκάρια της οροφής
τα κρύα κι ατσαλάκωτα σεντόνια
κι η πόλη που μουλιάζει αδιάκοπα κι αδειάζει συνεχώς.
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
στηρίζομαι μόνο σε ότι μου έχει απομείνει από εσένα
και με τις λέξεις προσπαθώ να ράψω στίχους
αλλά συνεχώς ματώνω τα δάκτυλα μου,
ίσως αυτό να είναι κι η λύτρωση μου.
Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ
μόνο εσύ μου απόμενες
και μέσα από εσένα αντλώ ζωή.
Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019
[Κίτρινο το Φθινόπωρο] / Λαμπής Γιάννος
Κίτρινο το Φθινόπωρο
τα φύλλα νεκρά
και τα κατάρτια χορεύουν στο λιμάνι,
κοιτάζομαι στον καθρέπτη
κι ανοίγω κουβέντα μονάχος,
κρυώνω,
πως παγώνει η σιωπή!
Στο αδειανό μισό κρεββάτι μου
η φωτογραφία σου
σαν ανοικτή αγκαλιά με προσκαλεί,
γέρνω να κοιμηθούμε μαζί
κρυώνω,
πως παγώνει η μοναξιά!
τα φύλλα νεκρά
και τα κατάρτια χορεύουν στο λιμάνι,
κοιτάζομαι στον καθρέπτη
κι ανοίγω κουβέντα μονάχος,
κρυώνω,
πως παγώνει η σιωπή!
Στο αδειανό μισό κρεββάτι μου
η φωτογραφία σου
σαν ανοικτή αγκαλιά με προσκαλεί,
γέρνω να κοιμηθούμε μαζί
κρυώνω,
πως παγώνει η μοναξιά!
Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019
Γιάννος Λαμπής: Δύο Ποιήματα
Κάποτε υπήρχε φως στη ζωή μου
τώρα όμως, σκοτάδι πηχτό,
καταρρέω και μέσα του βυθίζομαι δίχως τελειωμό,
μονάκριβη αγάπη μου
δεν μπορώ να ξεχάσω τη θλίψη στα μάτια σου
όταν μακριά σου έφευγα, αφού η μοίρα μού ’ταξε ταξίδι μακρινό,
από τότε οι μέρες μου είναι άδειες
κι οι νύχτες μου οδυνηρά μεγάλες και νεκρές,
δεν μπορώ να ζω μακριά σου
κι αν είναι να ζω χωρίς εσένα, καλύτερα να μην ζω,
αναγκαία κι αναντικατάστατη γυναίκα μου
κλείσε τα μάτια, νοιώσε με κοντά σου
σχημάτισε στον αέρα το σώμα μου κι αγκάλιασε με,
έστω και νοερά άγγιξε με, κράτησε με σφιχτά
και κόντρα στη βούληση των άπονων Θεών,
άσε τα βήματα της καρδιάς να μας πάνε
εκεί όπου το όνειρο μας ζει, εκεί όπου τα σκοτάδια
σκορπίζουν απ’ της αγάπης μας, το φως.
**
Χαρίζω στη μοναξιά το ζεστό μου πανωφόρι
για να μην κρυώνει μονάχη
και στο κρεβάτι χαρίζω την απουσία μου,
φοβάμαι μην τσαλακώσω τα όνειρα που κοιμούνται
κάτω απ’ τα κρύα σεντόνια
ανασαίνοντας βαριά μέσα σ’ άγραφες σελίδες
ημερολογίου που ποτέ δεν κράτησα!
τώρα όμως, σκοτάδι πηχτό,
καταρρέω και μέσα του βυθίζομαι δίχως τελειωμό,
μονάκριβη αγάπη μου
δεν μπορώ να ξεχάσω τη θλίψη στα μάτια σου
όταν μακριά σου έφευγα, αφού η μοίρα μού ’ταξε ταξίδι μακρινό,
από τότε οι μέρες μου είναι άδειες
κι οι νύχτες μου οδυνηρά μεγάλες και νεκρές,
δεν μπορώ να ζω μακριά σου
κι αν είναι να ζω χωρίς εσένα, καλύτερα να μην ζω,
αναγκαία κι αναντικατάστατη γυναίκα μου
κλείσε τα μάτια, νοιώσε με κοντά σου
σχημάτισε στον αέρα το σώμα μου κι αγκάλιασε με,
έστω και νοερά άγγιξε με, κράτησε με σφιχτά
και κόντρα στη βούληση των άπονων Θεών,
άσε τα βήματα της καρδιάς να μας πάνε
εκεί όπου το όνειρο μας ζει, εκεί όπου τα σκοτάδια
σκορπίζουν απ’ της αγάπης μας, το φως.
**
Χαρίζω στη μοναξιά το ζεστό μου πανωφόρι
για να μην κρυώνει μονάχη
και στο κρεβάτι χαρίζω την απουσία μου,
φοβάμαι μην τσαλακώσω τα όνειρα που κοιμούνται
κάτω απ’ τα κρύα σεντόνια
ανασαίνοντας βαριά μέσα σ’ άγραφες σελίδες
ημερολογίου που ποτέ δεν κράτησα!
Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019
[Κάποτε υπήρχε φως στη ζωή μου..] / Λαμπής Γιάννος
Κάποτε υπήρχε φως στη ζωή μου
τώρα όμως, σκοτάδι πηχτό,
καταρρέω και μέσα του βυθίζομαι δίχως τελειωμό,
μονάκριβη αγάπη μου
δεν μπορώ να ξεχάσω τη θλίψη στα μάτια σου
όταν μακριά σου έφευγα, αφού η μοίρα μού ’ταξε ταξίδι μακρινό,
από τότε οι μέρες μου είναι άδειες
κι οι νύχτες μου οδυνηρά μεγάλες και νεκρές,
δεν μπορώ να ζω μακριά σου
κι αν είναι να ζω χωρίς εσένα, καλύτερα να μην ζω,
αναγκαία κι αναντικατάστατη γυναίκα μου
κλείσε τα μάτια, νοιώσε με κοντά σου
σχημάτισε στον αέρα το σώμα μου κι αγκάλιασε με,
έστω και νοερά άγγιξε με, κράτησε με σφιχτά
και κόντρα στη βούληση των άπονων Θεών,
άσε τα βήματα της καρδιάς να μας πάνε
εκεί όπου το όνειρο μας ζει, εκεί όπου τα σκοτάδια
σκορπίζουν απ’ της αγάπης μας, το φως.
τώρα όμως, σκοτάδι πηχτό,
καταρρέω και μέσα του βυθίζομαι δίχως τελειωμό,
μονάκριβη αγάπη μου
δεν μπορώ να ξεχάσω τη θλίψη στα μάτια σου
όταν μακριά σου έφευγα, αφού η μοίρα μού ’ταξε ταξίδι μακρινό,
από τότε οι μέρες μου είναι άδειες
κι οι νύχτες μου οδυνηρά μεγάλες και νεκρές,
δεν μπορώ να ζω μακριά σου
κι αν είναι να ζω χωρίς εσένα, καλύτερα να μην ζω,
αναγκαία κι αναντικατάστατη γυναίκα μου
κλείσε τα μάτια, νοιώσε με κοντά σου
σχημάτισε στον αέρα το σώμα μου κι αγκάλιασε με,
έστω και νοερά άγγιξε με, κράτησε με σφιχτά
και κόντρα στη βούληση των άπονων Θεών,
άσε τα βήματα της καρδιάς να μας πάνε
εκεί όπου το όνειρο μας ζει, εκεί όπου τα σκοτάδια
σκορπίζουν απ’ της αγάπης μας, το φως.
Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019
Γράμμα για σένα / Λαμπής Γιάννος
Αγάπη μου, σήμερα βρέχει. Κάθομαι κοντά στο παράθυρο και παρακολουθώ τη βροχή. Πέφτει απαλά και βυθίζεται τρυφερά μέσα στη γη και η σκέψη μου τρέχει κοντά σου. Θα ήθελα να ήσουν εδώ πλάι μου. Να γείρεις το κεφάλι σου στο στήθος μου κι εγώ να σου χαϊδεύω τα μαλλιά και κάθε τόσο να σκύβω και να στα φιλώ. Ν’ ακούω το τραγούδι της ανάσας σου. Να νοιώθω τα ανεπαίσθητα μικρά τινάγματα του κορμιού σου και να μυρίζομαι το άρωμα σου. Να γέρνεις στο πλάι και να ακουμπάς το ένα σου πόδι στο στέρνο μου. Το άλλο να ταξιδεύει στο περίγραμμα των χειλιών μου. Να σου φιλώ το μικρό δακτυλάκι, τον αστράγαλο και το βλέμμα μου να χάνεται στο σγουρό άλσος που σβήνει στο κάτω μέρος της άσπρης σου κοιλιάς. Αγαπημένη μου, είναι τόσο όμορφο να σ’ αγαπώ, α! ξέχασα να σου πω, ακόμα βρέχει,,,,,
Σάββατο 25 Μαΐου 2019
Και τώρα; / Λαμπής Γιάννος
Και τώρα;
μόνο μια αναμονή, μια ατέρμονη, κρύα αναμονή,
καρτερώ κοιτάζοντας απέναντι
χωρίς να ξέρω τι περιμένω να δω,
ο ήλιος κρύβεται πίσω από πρόσωπα
που χωρίς να ξέρουν γιατί, χαμογελούν,
οι λέξεις χάνονται στα στόματα ανθρώπων
που πλέον δεν μιλούν μεταξύ τους.
Και τώρα;
τι καρτερώ;
ευνουχισμένος πλέον από μια απέραντη σιγή,
εξαπατημένος ακόμα και από τον ίδιο τον Θεό μου
χαζεύω απέναντι, χωρίς να ξέρω το γιατί,
ο κόσμος με προσπερνά αδιάφορα
κι όλα, εικόνες, μουρμουρητά και μυρωδιές
ρέουν ακατάπαυστα προς τα μέσα μου
και με πλημμυρίζουν με ένα αβάσταχτο βάρος
που ανεβοκατεβαίνει συνέχεια
απ’ την κοιλιά, στον λαιμό
Και τώρα;
απλά παρακαλώ,
όσα μου χάρισες, όσα μου πήρες,
σκόρπισε τα σε μέρη γνώριμα
σκόρπισε τα σε τόπους που πηγαίναμε μαζί,
έτσι, για να έχω να περιμένω
πως θα σε συναντήσω έστω ακόμα μια φορά.
μόνο μια αναμονή, μια ατέρμονη, κρύα αναμονή,
καρτερώ κοιτάζοντας απέναντι
χωρίς να ξέρω τι περιμένω να δω,
ο ήλιος κρύβεται πίσω από πρόσωπα
που χωρίς να ξέρουν γιατί, χαμογελούν,
οι λέξεις χάνονται στα στόματα ανθρώπων
που πλέον δεν μιλούν μεταξύ τους.
Και τώρα;
τι καρτερώ;
ευνουχισμένος πλέον από μια απέραντη σιγή,
εξαπατημένος ακόμα και από τον ίδιο τον Θεό μου
χαζεύω απέναντι, χωρίς να ξέρω το γιατί,
ο κόσμος με προσπερνά αδιάφορα
κι όλα, εικόνες, μουρμουρητά και μυρωδιές
ρέουν ακατάπαυστα προς τα μέσα μου
και με πλημμυρίζουν με ένα αβάσταχτο βάρος
που ανεβοκατεβαίνει συνέχεια
απ’ την κοιλιά, στον λαιμό
Και τώρα;
απλά παρακαλώ,
όσα μου χάρισες, όσα μου πήρες,
σκόρπισε τα σε μέρη γνώριμα
σκόρπισε τα σε τόπους που πηγαίναμε μαζί,
έτσι, για να έχω να περιμένω
πως θα σε συναντήσω έστω ακόμα μια φορά.
Κυριακή 12 Μαΐου 2019
[Ποιος είμαι εγώ,...] / Λαμπής Γιάννος
Ποιος είμαι εγώ, κι από πού έρχομαι;
αθέατο είναι το σώμα μου, να το αγγίξω δεν μπορώ
όμως είμαι εδώ, και δεν είμαι εδώ, είμαι όμως παντού
έρχομαι απ’ το σκοτάδι, είμαι η σκιά του πεθαμένου φεγγαριού,
γι’ αυτό μην με ρωτάς αν φοβάμαι
της νύχτας το παχύ σκοτάδι,
γιατί θα σ’ απαντήσω, όχι, το σκοτάδι αγαπώ,
είναι της μοίρας μου γραφτό,
από το σκοτάδι γεννήθηκα και το έρεβος κυοφορώ
αόρατο κι άπιαστο το πνεύμα μου
μην τρομάζεις που δεν μπορείς μέσα στο σκότος να με δεις
εκεί μέσα ζω, μέσα στον κόσμο των αμίλητων σκιών
κι αν καταδεχτείς στο μαύρο μου βασίλειο να κατέβεις
τότε, θα σμίξουμε άγρια και δυνατά,
η ανάσα σου θα σμίξει με την ανάσα μου
και θα γενεί τέλειο μελωδικό τραγούδι,
το φως σου θα σβήσει μέσα στο σκοτάδι μου
και θ’ ανθίσει σαν μονάκριβο λουλούδι,
φύλλα πικροδάφνης θά ’χει
και στου σκότους τις αποχρώσεις, βαμμένους τους ανθούς,
γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα, ο πιο όμορφος καρπός,
η μυρωδιά του θα έχει γλώσσα ανθρώπινη κι αληθινή
θά ’ναι βελούδινη, γαλήνια, και δεν θα ξέρει ψέμα να σου πει
θα σε μυήσει σε μυστήρια και σε αλήθειες που δεν χωράει ο νους
στην γαλήνη της απόλυτης σιωπής θα βυθιστείς
και δεν θα τρομάξεις άλλη φορά, αν είναι αλήθεια ή ψέμα,
καλό ή κακό, κι αν είναι απ’ τους ανθρώπους ανήθικο ή αμαρτωλό.
αθέατο είναι το σώμα μου, να το αγγίξω δεν μπορώ
όμως είμαι εδώ, και δεν είμαι εδώ, είμαι όμως παντού
έρχομαι απ’ το σκοτάδι, είμαι η σκιά του πεθαμένου φεγγαριού,
γι’ αυτό μην με ρωτάς αν φοβάμαι
της νύχτας το παχύ σκοτάδι,
γιατί θα σ’ απαντήσω, όχι, το σκοτάδι αγαπώ,
είναι της μοίρας μου γραφτό,
από το σκοτάδι γεννήθηκα και το έρεβος κυοφορώ
αόρατο κι άπιαστο το πνεύμα μου
μην τρομάζεις που δεν μπορείς μέσα στο σκότος να με δεις
εκεί μέσα ζω, μέσα στον κόσμο των αμίλητων σκιών
κι αν καταδεχτείς στο μαύρο μου βασίλειο να κατέβεις
τότε, θα σμίξουμε άγρια και δυνατά,
η ανάσα σου θα σμίξει με την ανάσα μου
και θα γενεί τέλειο μελωδικό τραγούδι,
το φως σου θα σβήσει μέσα στο σκοτάδι μου
και θ’ ανθίσει σαν μονάκριβο λουλούδι,
φύλλα πικροδάφνης θά ’χει
και στου σκότους τις αποχρώσεις, βαμμένους τους ανθούς,
γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα, ο πιο όμορφος καρπός,
η μυρωδιά του θα έχει γλώσσα ανθρώπινη κι αληθινή
θά ’ναι βελούδινη, γαλήνια, και δεν θα ξέρει ψέμα να σου πει
θα σε μυήσει σε μυστήρια και σε αλήθειες που δεν χωράει ο νους
στην γαλήνη της απόλυτης σιωπής θα βυθιστείς
και δεν θα τρομάξεις άλλη φορά, αν είναι αλήθεια ή ψέμα,
καλό ή κακό, κι αν είναι απ’ τους ανθρώπους ανήθικο ή αμαρτωλό.
Παρασκευή 26 Απριλίου 2019
Τρία (3) ποιήματα του Γιάννου Λαμπή
Νοσταλγία
Μια ανοιχτή αγκαλιά απόψε η νύχτα,
γιομάτη γνώριμες μυρωδιές και φωνές από παλιά
και το φεγγάρι, σαν έφηβο αγόρι γλιστρά απ’ τα σπασμένα παντζούρια
και ζωγραφίζει φιλιά πάνω στους τοίχους,
μένουν εκεί για λίγο κι έπειτα γλιστρούν κτυπώντας στο πάτωμα,
σαν βήματα ηχούν πού ’ρχονται από μακριά
κι ολοένα σμίγουν με το κλάμα του κεριού
που σιγοκαίει στο προσκέφαλο μου,
κοιτώ στο ρολόι τις ώρες που ολοένα φεύγουν κι αλαργεύουν
κουβαλώντας στους δείκτες τους αναμνήσεις και θύμησες
που ίσως και κάποιες να μην συνέβησαν ποτέ,
κι όμως, αυτή η μυσταγωγία των ανύπαρκτων μυρωδιών και ήχων
μου θυμίζει εσένα, κι η νοσταλγία
σκάβει με τα νύχια της στα στήθη μου, πικρές πληγές.
γιομάτη γνώριμες μυρωδιές και φωνές από παλιά
και το φεγγάρι, σαν έφηβο αγόρι γλιστρά απ’ τα σπασμένα παντζούρια
και ζωγραφίζει φιλιά πάνω στους τοίχους,
μένουν εκεί για λίγο κι έπειτα γλιστρούν κτυπώντας στο πάτωμα,
σαν βήματα ηχούν πού ’ρχονται από μακριά
κι ολοένα σμίγουν με το κλάμα του κεριού
που σιγοκαίει στο προσκέφαλο μου,
κοιτώ στο ρολόι τις ώρες που ολοένα φεύγουν κι αλαργεύουν
κουβαλώντας στους δείκτες τους αναμνήσεις και θύμησες
που ίσως και κάποιες να μην συνέβησαν ποτέ,
κι όμως, αυτή η μυσταγωγία των ανύπαρκτων μυρωδιών και ήχων
μου θυμίζει εσένα, κι η νοσταλγία
σκάβει με τα νύχια της στα στήθη μου, πικρές πληγές.
**
Τα μάτια της
Καρτέρι στήνω στη νυχτιά και της φωνάζω,
έλα νύχτα κι άπλωσε το μαύρο σου σεντόνι
έλα και σκέπασε με, έλα μην αργείς
πλέον δεν σε φοβάμαι,
μέσα στην μαύρη σου αγκαλιά
και την σκληρή σου σιγαλιά
θα ακούσω το τραγούδι,
εκείνο που πλέκουν τα μάτια της τα δυό τα μελισσιά
πού ΄ναι ωραία σαν νυχτολούλουδα
γλυκά σαν θυμαρίσιο μέλι,
έλα νύχτα και σκέπασε με, έλα μην αργείς
πλέον δεν σε φοβάμαι,
γιατί όταν τα δυο της μάτια με κοιτούν
γεμίζω φως, ακούω τη φωνή τους,
πού ’ναι σαν τραγούδι Θεϊκό, γλυκό
κι όλο μου μηνούν,
η αυγή δεν αργεί, σε λίγο, ξημερώνει!
έλα νύχτα κι άπλωσε το μαύρο σου σεντόνι
έλα και σκέπασε με, έλα μην αργείς
πλέον δεν σε φοβάμαι,
μέσα στην μαύρη σου αγκαλιά
και την σκληρή σου σιγαλιά
θα ακούσω το τραγούδι,
εκείνο που πλέκουν τα μάτια της τα δυό τα μελισσιά
πού ΄ναι ωραία σαν νυχτολούλουδα
γλυκά σαν θυμαρίσιο μέλι,
έλα νύχτα και σκέπασε με, έλα μην αργείς
πλέον δεν σε φοβάμαι,
γιατί όταν τα δυο της μάτια με κοιτούν
γεμίζω φως, ακούω τη φωνή τους,
πού ’ναι σαν τραγούδι Θεϊκό, γλυκό
κι όλο μου μηνούν,
η αυγή δεν αργεί, σε λίγο, ξημερώνει!
**
Το ημιτελές ποίημα
Όλη τη νύχτα το κορμί μου ήταν μπλεγμένο
σε σάπια ανθρώπινα κόκαλα
με στιγμιαίες σιωπηρές αναλαμπές σωμάτων,
μάζευα, λέει, τα νεκρά κύτταρα
και τά ΄βαζα στη γραμμή για να τελειώσω
ένα βαθιά ανθρώπινο κι αληθινό ποίημα
αλλά συνέχεια σκορπούσαν,
κι εγώ, λέει, τα σαλαγούσα, και τ’ άρπαζα
αλλά συνέχεια κυλούσαν μέσα απ’ τα χέρια μου
σαν χάντρες από κλωστή πού ΄χε πια σπάσει
και πάλι, φτου απ’ την αρχή τα κυνηγούσα
βρίζοντας με που πιο σφιχτά δεν τα κρατούσα
κι όλη τη νύχτα τ’ όνειρο κρεμόταν άδειο
μέχρι που με βρήκε η αυγή να θρηνώ
για ακόμα ένα ημιτελές ποίημα.
σε σάπια ανθρώπινα κόκαλα
με στιγμιαίες σιωπηρές αναλαμπές σωμάτων,
μάζευα, λέει, τα νεκρά κύτταρα
και τά ΄βαζα στη γραμμή για να τελειώσω
ένα βαθιά ανθρώπινο κι αληθινό ποίημα
αλλά συνέχεια σκορπούσαν,
κι εγώ, λέει, τα σαλαγούσα, και τ’ άρπαζα
αλλά συνέχεια κυλούσαν μέσα απ’ τα χέρια μου
σαν χάντρες από κλωστή πού ΄χε πια σπάσει
και πάλι, φτου απ’ την αρχή τα κυνηγούσα
βρίζοντας με που πιο σφιχτά δεν τα κρατούσα
κι όλη τη νύχτα τ’ όνειρο κρεμόταν άδειο
μέχρι που με βρήκε η αυγή να θρηνώ
για ακόμα ένα ημιτελές ποίημα.
Τρίτη 16 Απριλίου 2019
Το πρόσωπο της υποκρισίας΄/ Λαμπής Γιάννος
Κάθε βράδυ υφαίνω το κουκούλι μου
κλείνομαι, και καρτερώ να μεταμορφωθώ,
κι όταν ξημερώσει, βγαίνω και στέκομαι μπροστά στο καθρέπτη
ποτέ μου όμως δεν τόλμησα να δω το πρόσωπο μου
ίσως από φόβο μήπως νά ΄μεινα πάλι μια κάμπια,
τότε, σαν αράχνη στήνω το δίκτυ μου
μέσα από των τάφων τις χαραματιές,
και καρτερικά περιμένω το θήραμα μου,
μετρώντας πόσα μικρά φίδια γεννάει μια οχιά.
κλείνομαι, και καρτερώ να μεταμορφωθώ,
κι όταν ξημερώσει, βγαίνω και στέκομαι μπροστά στο καθρέπτη
ποτέ μου όμως δεν τόλμησα να δω το πρόσωπο μου
ίσως από φόβο μήπως νά ΄μεινα πάλι μια κάμπια,
τότε, σαν αράχνη στήνω το δίκτυ μου
μέσα από των τάφων τις χαραματιές,
και καρτερικά περιμένω το θήραμα μου,
μετρώντας πόσα μικρά φίδια γεννάει μια οχιά.
Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019
[Με βρήκε η νύχτα ...] / Λαμπής Γιάννος
Με βρήκε η νύχτα έξω από ένα μικρό καφενείο,
απογοητευμένο που δεν βρήκα κάτι όμορφο για να σας διηγηθώ
κάτι αληθινό που να με κάνει να γράψω έστω κι ένα στίχο,
ήπια καφέ με τους θαμώνες, κι όπως καθόμουν σιωπηλός
κάποια τσιγγάνα με ρώτησε αν ήθελα να μου διαβάσει τον καφέ
μα όταν γύρισα να την κοιτάξω, και πριν καν να της μιλήσω
πέταξε τρομαγμένη στο δρόμο το φλιτζάνι
κι απομακρύνθηκε βιαστικά, μουρμουρίζοντας,
- πώς να πεις το μέλλον σε κάποιον πού ’ναι προ πολλού πεθαμένος;
άκουσα τότε κάποιο τρένο να σφυρίζει από μακριά,
δεν είμαι και σίγουρος,
ίσως να ήτανε και πλοίο που έφευγε, πάντως με καλούσε,
τότε έτρεξα στη μοναξιά της κάμαρας μου
και με χέρι τρεμάμενο ξεκίνησα να γράφω,
όταν τελείωσα τον πρώτο μου στίχο
τον κρέμασα στα σαγόνια της νύχτας
φόρεσα μια καινούργια φορεσιά
κι έτρεξα στο νεκροταφείο να συναντήσω
τους φίλους τους παλιούς,
και μες στην σιγαλιά της νύχτας τους απάγγειλα,
τίποτε στον κόσμο ετούτο δεν είναι αληθινό
μονάχα ο θάνατος κρύβει μέσα του αλήθεια
κι είναι πάνω απ’ όλα αληθινός
απογοητευμένο που δεν βρήκα κάτι όμορφο για να σας διηγηθώ
κάτι αληθινό που να με κάνει να γράψω έστω κι ένα στίχο,
ήπια καφέ με τους θαμώνες, κι όπως καθόμουν σιωπηλός
κάποια τσιγγάνα με ρώτησε αν ήθελα να μου διαβάσει τον καφέ
μα όταν γύρισα να την κοιτάξω, και πριν καν να της μιλήσω
πέταξε τρομαγμένη στο δρόμο το φλιτζάνι
κι απομακρύνθηκε βιαστικά, μουρμουρίζοντας,
- πώς να πεις το μέλλον σε κάποιον πού ’ναι προ πολλού πεθαμένος;
άκουσα τότε κάποιο τρένο να σφυρίζει από μακριά,
δεν είμαι και σίγουρος,
ίσως να ήτανε και πλοίο που έφευγε, πάντως με καλούσε,
τότε έτρεξα στη μοναξιά της κάμαρας μου
και με χέρι τρεμάμενο ξεκίνησα να γράφω,
όταν τελείωσα τον πρώτο μου στίχο
τον κρέμασα στα σαγόνια της νύχτας
φόρεσα μια καινούργια φορεσιά
κι έτρεξα στο νεκροταφείο να συναντήσω
τους φίλους τους παλιούς,
και μες στην σιγαλιά της νύχτας τους απάγγειλα,
τίποτε στον κόσμο ετούτο δεν είναι αληθινό
μονάχα ο θάνατος κρύβει μέσα του αλήθεια
κι είναι πάνω απ’ όλα αληθινός
Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019
Ο χρόνος σβήνει στο εκκρεμές /Λαμπής Γιάννος
Ο χρόνος σβήνει στο εκκρεμές
κι εγώ καρτερώ μέχρι τα μεσάνυχτα
κρατώντας στα χέρια την τελευταία μου αίτηση
για να καταχωρήσω στο ληξιαρχείο κι επίσημα πλέον,
τον θάνατο ενός ακόμα – του τελευταίου, ίσως, – ονείρου μου.
Με λάμπες σβηστές κι αποτσίγαρα ατελείωτα ριγμένα στο πάτωμα
ανάμεσα σε σκιές και φαντάσματα
που χαμογελούν παραμονεύοντας το τέλος μου,
με τσαλακωμένο το πρόσωπο και με ξένα ρούχα
επαιτώ μια υπογραφή
από πρόσωπα με παγωμένα χαμόγελα
κι ενώ περιμένω στη σειρά,
απλώνω τη χούφτα μου στη βροχή
να ’ρθούν να ξεδιψάσουν τα πουλιά.
κι εγώ καρτερώ μέχρι τα μεσάνυχτα
κρατώντας στα χέρια την τελευταία μου αίτηση
για να καταχωρήσω στο ληξιαρχείο κι επίσημα πλέον,
τον θάνατο ενός ακόμα – του τελευταίου, ίσως, – ονείρου μου.
Με λάμπες σβηστές κι αποτσίγαρα ατελείωτα ριγμένα στο πάτωμα
ανάμεσα σε σκιές και φαντάσματα
που χαμογελούν παραμονεύοντας το τέλος μου,
με τσαλακωμένο το πρόσωπο και με ξένα ρούχα
επαιτώ μια υπογραφή
από πρόσωπα με παγωμένα χαμόγελα
κι ενώ περιμένω στη σειρά,
απλώνω τη χούφτα μου στη βροχή
να ’ρθούν να ξεδιψάσουν τα πουλιά.
Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018
Πριν γνωρίσω εσένα αγάπη μου / Λαμπής Γιάννος
Πριν γνωρίσω εσένα αγάπη μου
δεν ήξερα τι φοβόμουν περισσότερο,
την ζωή ή τον θάνατο;
Μα όταν ήρθες εσύ
ανάσανε η ψυχή μου,
μ’ έμαθες ν’ αγαπάω και τα δύο,
χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς οιμωγές
παρά μόνον με απλά πράγματα
όπως μια γλυκιά κουβέντα, ένα σφίξιμο στο χέρι,
ένα ηλιοβασίλεμα, μια ξαφνική βροχή ή ένα φιλί
κι αυτά μόνον ήταν αρκετά για να μου αλλάξουν όλο τον κόσμο
και να μάθω πως αυτοί που αγαπούν, ζουν μονάχα
όταν πεθάνουν κι αναστηθούν ξανά
μέσα στην αγκαλιά της γυναίκας που λατρεύουν
δεν ήξερα τι φοβόμουν περισσότερο,
την ζωή ή τον θάνατο;
Μα όταν ήρθες εσύ
ανάσανε η ψυχή μου,
μ’ έμαθες ν’ αγαπάω και τα δύο,
χωρίς πολλές κουβέντες, χωρίς οιμωγές
παρά μόνον με απλά πράγματα
όπως μια γλυκιά κουβέντα, ένα σφίξιμο στο χέρι,
ένα ηλιοβασίλεμα, μια ξαφνική βροχή ή ένα φιλί
κι αυτά μόνον ήταν αρκετά για να μου αλλάξουν όλο τον κόσμο
και να μάθω πως αυτοί που αγαπούν, ζουν μονάχα
όταν πεθάνουν κι αναστηθούν ξανά
μέσα στην αγκαλιά της γυναίκας που λατρεύουν
Τετάρτη 16 Μαΐου 2018
Γιάννος Λαμπής (βιογραφικά στοιχεία)
O Γιάννος Λαμπής γεννήθηκε στη Λεμεσό, Κύπρος, το 1962. Είναι πρόεδρος του «Πολιτιστικού Ομίλου Ζακακίου», Λεμεσού, γραμματέας του Πολιτιστικού Ομίλου « Νέοι Ορίζοντες » και μέλος της γραμματείας της Πολιτιστικής Εταιρείας «Πνευματική Συντροφιά», Λεμεσού. Ποιήματα και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στον ημερήσιο τύπο, σε διάφορα περιοδικά και ανθολογίες. Θεατρικά έργα του έχουν ανεβεί στη σκηνή από θεατρικούς ομίλους. Έχει διακριθεί και τιμηθεί σε παγκόσμιους και πανελλήνιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς, μεταξύ των οποίων Α’ Βραβείο διηγήματος από την ΠΕΛ, Α΄ Βραβείο ποίησης από τον Ελληνοαυστραλιανό σύνδεσμο Μελβούρνης, τον Δήμο Σκοπέλου, την Παγκόσμια Αμφικτιονία Ελληνισμού κ.ά., Β’ Βραβείο συγγραφής δοκιμίου από την ΠΕΛ.
Εκδοτικό έργο
«Ιοκάστη», μυθιστόρημα, 2009, εκδότης «Αναζητήσεις»
« Ψάξε μέσα στη σιωπή μου», μυθιστόρημα, 2010, εκδότης «Αναζητήσεις»
«Καταραμένο Πάθος», μυθιστόρημα, 2013, εκδότης «Αναζητήσεις»
« Search within my silence», μετάφραση του Β’ μυθιστορήματος του στα Αγγλικά, 2013
«Το σημάδι του ταύρου», μυθιστόρημα, 2015, εκδότης «ΟΣΤΡΙΑ»
«Αποχρώσεις μοναξιάς», ποιητική συλλογή, 2016
«Οδός ανέμων», ποιητική συλλογή, 2017
Κυριακή 13 Μαΐου 2018
[Ψιχαλίζει] / Γιάννος Λαμπής
Ψιχαλίζει
κι η θλιμμένη Ανοιξιάτικη σελήνη κάτι πασχίζει να μου πει,
δεν καταλαβαίνω όμως
και μια ανείπωτη γλυκιά μελαγχολία
σαν μαύρο ρούχο τυλίγει τη δική μου τη ψυχή.
Μου λείπεις
κι εδώ στη ξένη γη που δεν μου χαμογελά κανείς
μου λείπεις ακόμα πιο πολύ,
κλείνω τα μάτια να σε δω
και μέσα απ’ την γκρίζα ομίχλη
προβάλει ο βαρκάρης,
τ’ απλώνω το χέρι κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
μα δεν το παίρνει ποτέ κι όλο απομακρύνομαι,
φτάνω στην απέναντι όχθη κι όταν κοιτάζω πίσω
η θολούρα σχεδιάζει στα μάτια μου
την δικιά σου, οδυνηρά γλυκιά μορφή,
μου λείπεις και δεν ξέρω αν θα μου φτάσει ο χρόνος
κι όμως ήθελα αγαπημένη μου
να σου χαρίσω τόση αγάπη,
όσες είναι κι οι σταγόνες στον ανάμεσα μας ωκεανό.
κι η θλιμμένη Ανοιξιάτικη σελήνη κάτι πασχίζει να μου πει,
δεν καταλαβαίνω όμως
και μια ανείπωτη γλυκιά μελαγχολία
σαν μαύρο ρούχο τυλίγει τη δική μου τη ψυχή.
Μου λείπεις
κι εδώ στη ξένη γη που δεν μου χαμογελά κανείς
μου λείπεις ακόμα πιο πολύ,
κλείνω τα μάτια να σε δω
και μέσα απ’ την γκρίζα ομίχλη
προβάλει ο βαρκάρης,
τ’ απλώνω το χέρι κρατώντας ένα κόκκινο τριαντάφυλλο
μα δεν το παίρνει ποτέ κι όλο απομακρύνομαι,
φτάνω στην απέναντι όχθη κι όταν κοιτάζω πίσω
η θολούρα σχεδιάζει στα μάτια μου
την δικιά σου, οδυνηρά γλυκιά μορφή,
μου λείπεις και δεν ξέρω αν θα μου φτάσει ο χρόνος
κι όμως ήθελα αγαπημένη μου
να σου χαρίσω τόση αγάπη,
όσες είναι κι οι σταγόνες στον ανάμεσα μας ωκεανό.
Ανάστασης ανατολή / Λαμπής Γιάννος
Μη διερωτάσαι
αδερφέ, αν σε ξεγέλασαν
τα λούλουδα
και τ’ αηδόνια της ¨Άνοιξης
ακόμα
περισσότερο μην απορείς που δεν κατεβαίνει ο Εσταυρωμένος,
ανάμεσα μας με
μια χούφτα γεμάτη ελπίδα και φως
Ψάξε τον,
σίγουρα σε κάποια ρυτίδα πόνου και απόγνωσης έχει κρυφτεί
πάλι ίσως τον
βρεις στην αλμύρα των δακρύων ενός μικρού παιδιού
ή μιας μάνας
χαροκαμένης, κάποιας αγαπημένης ή αδελφής
Άκουσε, θα
αναγνωρίσεις τη φωνή του ανάμεσα
στους σταυρούς
που λυγάνε και στις πλάκες που σπάνε,
αφήνοντας τους
τάφους ανοικτούς,
κι άκουσε τον
καθώς κλαίνε οι πεθαμένοι, βλέποντας σε
σαβανωμένο
ζωντανό απ’ τους Ιούδες, με των ανθρώπων τις ψευτιές
Κοίταξε γύρω
σου, δεν σε ξεγέλασαν,
κοκκινίσανε οι
παπαρούνες, κι ήρθαν κουβαλώντας
στη πλάτη την
Άνοιξη, και την κοινωνούν
με κλώνια
φτέρης, από Θείο ποτήρι ψηλά στο σταυρό
μεθούν τ’
αηδόνια και υμνολογούν την Ανάσταση
Κρίνος λευκός
ας γίνει κ΄η ψυχή μας
κι ας μάθουμε
πως είναι ν’ αγαπάς,
πως ευωδιάζουν
τα φιλιά στο στόμα
και πως έχει
τέλειωμα ο κάθε Γολγοθάς.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)