Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικολάου Θεοδόσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νικολάου Θεοδόσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΑΠΟΓΡΑΦΗ / Θεοδόσης Νικολάου

 

Το προηγούμενο βράδυ έβρεξε βατράχους.
Κραυγή της φύσης για να υπενθυμίσει, το άλλο πρόσωπό της
Που αναπνέει μέσα στο σκοτάδι.

Ο άνεμος σηκώνει το νερό από τις λίμνες
Ταξιδεύοντάς το μέσα σε αόρατο κι απέραντο δοχείο
Πάνω από τα βουνά, τους κάμπους και τις πολιτείες.
Σηκώνει το νερό εξαντλημένο από τη νοσταλγία
Της περιπέτειας, μαζί με τους ενοίκους του
Και όταν τα δάχτυλά του κουραστούν το αφήνει
Και πέφτει βροχή με μάτια που πηδά και που κοάζει.

Ό διαφωτισμός έχει εγκαθιδρύσει παντού τις ηλεκτρικές του
εγκαταστάσεις.
Στρίβεις το διακόπτη και ικανοποιείς την περιέργειά σου.
Το πνεύμα σου σαν πολυέλαιος πάμφωτος
Από εκατό κεριά, τον ύπνο περιμένει να τα σβήσει.
Και όμως ό τυφλός του ευαγγελίου δεν αμάρτησε
Ούτε αυτός, ούτε οι γονείς του για να γεννηθεί τυφλός.
Ήταν μονάχα για να μεγαλυνθεί η δόξα του Κυρίου.

Τα παγώνια στολίζουν τα βυζαντινά μας χειρόγραφα.
Ελαφρύνουν το βάρος της ομορφιάς τους ακατάπαυστα
Σκύβοντας μέσα στο νερό.
Τη δίψα τους δεν μπορούν να ξεδιψάσουν.
Είναι φορές που δεξιπλώνουν τη δόξα τους
Και λάμπουν τα πράσινα και τα γαλάζια βλέμματά τους
Ανάμεσα σε ερείπια, οραμάτων και προσευχών
Ακρωτηριασμένα ανθέμια και κολόνες σπασμένες
Που δεν βυθίστηκαν ακόμα μες στο χώμα.

Όταν όμως έρθει η νύχτα κωπηλατούν με τα φτερά τους
Αποσείουν τη σκόνη και τη μυρωδιά του καιρού
Και με αντιπαροχή την ανέσπερη δόξα τους
Γίνονται κραυγές μέσα στο σκοτάδι.
Οι κραυγές σχίζουν τί νύχτα όπως ο υφασματοπώλης
Τα παλιά τα χρόνια τραβώντας μια κλωστή
Έσχιζε το ύφασμα σε δυο κομμάτια.

Τί θέλουν μέσα στο σκοτάδι; Τί ψηλαφούν μέσα στο σκοτάδι;
Το σκότος δεν μπορούν να το τρομάξουν
Τρομάζουν μόνο την ψυχή μας και δεν την αφήνουν
Να κλείσει μάτι έστω και για μια στιγμή.

Τρεις μέρες στη Θεσσαλονίκη, πρέπει εν κατακλείδι να αναφέρω
Πως έπεφτε ψιλή, γλυκιά, χρωματιστή βροχή
Πάνω στο πρόσωπό μας και μέσα στα μαλλιά μας.
Αίσθημα οικείο όσο παράδοξο κι ανεξήγητο.
Σκίρτημα ζαρκαδιού μες στην ψυχή μας
Που μας έκαμνε να περπατούμε
Πάνω στις στέγες των σπιτιών αντί στους δρόμους.

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Από τη συλλογή Εικόνες του Θεοδόση Νικολάου


Δ'
Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν' αλλάξουν τις όψεις του προσώπου της.
Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερκχειλίζει η αγάπη.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν'αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018

Το Σπίτι : Ποιητική Σύνθεση του Θεοδόση Νικολάου εκδοθείσα το έτος 2002

ΠΕΠΡΑΓΜΕΝΑ: Ποιητική Συλλογή του Θεοδόση Νικολάου εκδοθείσα το έτος 1980

ΔΟΚΙΜΟΣ

Οι άλλοι γύρευαν τον ήλιο
Εκούσιοι αιχμάλωτοι της θαλπωρής του.
Αυτός αναζητούσε την ομίχλη
Και τη σκοτεινή της ελευθερία.
Έλεγε-
Αυτό το φως πού κατεβαίνει από ψηλά
Αυτό το φως που ποταμίζει προς το σκότος
Δεν είναι για μάς.
Είναι γι’ αυτούς
Πού κρατούν στο ένα χέρι
Το εκμηδενισμένο βάρος της Τροίας
Και στο άλλο
Το χαμόγελο το υγρό του Αστυάνακτα.
Είναι γι’ αυτούς που έχουν τελειώσει την προσευχή
Και είναι έτοιμοι πια για να πεθάνουν.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ένα ποτάμι κουρασμένο
Που έχασε το δρόμο του
Μες στους κορμούς των δέντρων
Και ξενυχτάει παγωμένο
Μες στο δάσος
Η ζωή τους.

Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οί φλόγες της ρομφαίας κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα άγρυπνα
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Πού στιλβώνει ένα χάλκινο σκεύος.

ΔΑΜΙΑΝΟΣ

Το χαμόγελο τούτο είναι οικείο
Το γνωρίζω
Το χαμόγελο τούτο είναι το δικό μας χαμόγελο.
Λησμονημένο σε συντρίμματα ήμερων
Εγκαταλελειμμένο σε κάποια αγορά, κάποιες πλατείες
Μέσα σε τόση πάλη για να φτάσουμε ως εδώ.
Σε τόσους συμβιβασμούς τόσες υποχωρήσεις
Για να μπορέσουμε να χαμηλώσουμε τις κραυγές της μοίρας μας.
Το χαμόγελο τούτο είναι το δικό μας χαμόγελο
Κι επιστρέφει και πάλι σ’ εμάς
Ύστερα από μια περιπλάνηση
Αλλά γράφεται στο πρόσωπο του παιδιού.


H REBECCA JESSIE ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Ο κάτω κόσμος αν δεν έκλεβε
Για μια στιγμή μονάχα
Το φως του απάνω κόσμου
Αν δεν δανειζόταν την αυτοκρατορική χλαμύδα της νυχτός
Προ πάντων αν δεν άνθιζε εκείνο το χαμόγελο
Στα χείλη της αβύσσου
Δεν θ’ αντηχούσε με χαρά το πρώτο βήμα
Μέσα στις κάμαρες
Όπου το σκότος το πικρό
Μετρά το Χρόνο.

Εικόνες : Ποιητική Συλλογή του Θεοδόση Νικολάου εκδοθείσα το έτος1998

Από την Συλλογή αυτή το ποίημα :


ΟΙ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ

Στον Φοίβο Σταυρίδη

Α

Γελούν όσοι δεν άκουσαν την ηχώ
Των σταθερών βημάτων. Μα ποιός θ’ ακούσει
Μέσα στην ταραχή και τις φωνές του κόσμου;
Ασθμαίνουμε για ν’ αυξήσουμε την αγάπη μας
Για ό,τι θηρεύει η αίσθηση κι αιχμαλωτίζει.
Και η ψυχή συντετριμμένη σαν κοχύλια πάνω στα λάφυρά μας,
Που η θάλασσα στο τέλος, με ακατάπαυστη κίνηση ελαφρύνει
Και στην άμμο εναποθέτει.
Ἢ το ενισχυμένο χέρι άλλες φορές
Με στρίψιμο επιδέξιο
Αποσπά μ’ ευκολία από το βράχο.
Είδα τον καπετάνιο να γελά
Με την πίπα του στο στόμα να καπνίζει
Ενώ το καράβι του βούλιαζε.
Γελούν ακόμα γιατί δεν έχουν κατεβεί
Σκαλί σκαλί τη σκάλα
Και δεν λεηλατήθηκε η ακοή τους
Από τα σκουριασμένα σιδερικά καθώς χτυπούσαν
Σε σιδερικά. Δεν έχουν ακούσει τα κλειδιά
Να γυρίζουν δυο και τρεις φορές στις κλειδαριές.
Κι εκείνες τις φωνές του πόνου να μαυρίζουν
Μέσα στις απέραντες κάμαρες το σκότος
Δεν άκουσαν.
Αν ξέραμε
Ίσως πάνω στα χείλη μας θ’ άνθιζε
Ένα πικρό μικρό χαμόγελο μονάχα
Όπως αυτό που βλέπεις στο πρόσωπο των αγαλμάτων
Γραμμένο από τους Έλληνες τεχνίτες
Τον καιρό που ερωτεύονταν τις πέτρες.

Β

Ο ήλιος ρίχνει τα μαλλιά του από ψηλά
Και οι πέτρες κοκκινίζουν από τις γλώσσες της φωτιάς·
Λιποθυμά το χόρτο και γέρνει μέσα στον καπνό.
Όμως αυτή την κώχη δεν την πιάνει.
Όπως ο σπουργίτης διατηρεί απόσταση ασφαλείας
Από το πλησίασμα παιδιού με το πέταγμά του
Έτσι οι έλικες στην άμιλλα τους προχωρούν
Και βρίσκουν τόπο για ν’ απλώσει τα φύλλα του το αμπέλι
Τόπο για τη στερεομετρία της ταξιανθίας
Και ύστερα δροσιά για τον καρπό
Στην αιώρα των ανέμων. |
Δροσιά ακόμα και για την οχιά
Όταν τυλίγεται επάνω του με φρόνηση.
Άλογα τρέχουν χρεμετίζοντας
Κι ανάμεσα τους το πιο ευγενικό και ωραίο
Το τριανταφυλλί άλογο διακρίνεις.
Τόσο ελαφρό
Ελευθερωμένο τώρα από το βάρος της σοφίας
Που λες δεν τρέχει αυτό
Αλλά πετά.

Γ

Η γνώση διδάσκει την ταπείνωση
Κρούοντας αθέατες χορδές
Και γεμίζοντας τον αιθέρα με ήχους
Που μήτε το ρεύμα που τρέχει,
Μήτε το φύλλο που ψιθυρίζει
Μήτε και το κρυφό αηδόνι
Έχει γνωρίσει.
Συλλαβίζουμε και τα χρόνια περνούν
Κι εμείς μαθητές ανεπίδεκτοι μαθήσεως
Δεν μπορούμε να πάμε στην άλλη σελίδα.
Για να εκτιμήσουμε το μέγεθος του φωτός
Πρέπει στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς να βάλουμε
Την ίδια ποσότητα του σκότους.
Έτσι για να χαρούμε τη χάρη της χορηγίας
Πρέπει τα δάκτυλά μας
Να ψηλαφήσουν το περίγραμμα της απουσίας της.
Αυτό το μάθημα
Είναι το μέγιστον μάθημα.

Δ

Τα τέσσερα σημεία της οικουμένης
Άρκτος, Δύση, Ανατολή και Μεσημβρία
Είναι οι δρόμοι των ανέμων που κυλούν
Για ν’ αλλάζουν τις όψεις του προσώπου της.
Αινίγματα για την απογείωση του λογισμού
Φτερά στα όνειρα για να βιάζουν
Τις κλειστές θύρες.
Αν σας απογυμνώνω
Είναι γιατί μέσα στην ψυχή μου υπερεκχειλίζει η αγάπη
Αν σας απογυμνώνω
Είναι για ν’ αποζητήσετε τη λαμπρή στολή,
Για τη μεγάλη γιορτή που πλησιάζει.

Ε

Ιδού λοιπόν και η λίμνη.
Χωρίς επιθυμίες, χωρίς όνειρα
Για να ξυπνά τις μυστικές επιθυμίες
Και όνειρα παλαιά ν’ ανακαινίζει.
Η λίμνη αφήνει γύρω τα βουνά και το τοπίο
Να κατοικούν μες στα νερά της.
Ποιο είναι το είδωλο, και ποιο είναι το αντικείμενο
Ποιο είναι αυτό που υπάρχει και ποιά η σκιά του;
Δεν μπορείς να πεις
Ούτε ακόμα και στη φωτογραφία
Που τη γυρίζεις πάνω κάτω μες στα χέρια σου.
Σύννεφο κυλά τριανταφυλλί
Ταράζει την επιφάνεια τού νερού
Κι ευθύς διαμελίζεται σ’ αμέτρητα πουλιά
Που κοιμούνται και ονειρεύονται ταξίδια,
Σκύβεις διψασμένος
Μα το νερό
Ξεφεύγει από τα δάχτυλα αλμυρό.
Όμως αυτή η ωραία μορφή που ενατενίζεις
Είναι το πρόσωπό σου
Που το βλέπεις τώρα μέσα στην ομορφιά του ουρανού
Και είναι ανάγκη να το αγαπήσεις
Για ν’ απαλείψεις έτσι τις ρυτίδες και τα σημάδια της φθοράς.
Γιατί και η λίμνη φεύγει με την αποδημία των πουλιών
Και απομένει μια λευκή έκταση
Που αστράφτει και τυφλώνει, την δράση.
Γι’ αυτό βύθισε το βλέμμα σου μέσα στο γαλάζιο
Καθώς ξεδιπλώνεται απαλό πάνω από την κεφαλή σου
Κι άφησε τούς υιούς των υποζυγίων
Συντρίβοντας τον καθρέφτη που σκληρύνεται
Να τρυγούν με υπομονή τον λευκό καρπό της.

Νικολάου Θεοδόσης (βιογραφία)

Γεννήθηκε στην Πάφο. Mεγάλωσε στην Aμμόχωστο όπου απεφοίτησε από το Eλληνικό Γυμνάσιο Aμμοχώστου. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Aθηνών και Παιδαγωγικά στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου.
Δούλεψε ως φιλόλογος και ως Λυκειάρχης στην Aμμόχωστο και Λάρνακα ως το 1990.
Eξέδωσε τα παρακάτω λογοτεχνικά έργα:
  • Pίζες στο χώμα, διηγήματα, Kύπρος 1958 
  • Παπαδιαμάντης, σύντομο σχεδίασμα βίου και θεωρίας του έργου του, Kύπρος 1961 
  • Πώς αναλύουμε αισθητικά ένα ποίημα, Eστία, Aθήνα 1966 
  • O ποιητής T.S. Eliot, Kύπρος 1969 
  • Πεπραγμένα, ποιήματα, Kύπρος 1980. (Kρατικό Bραβείο Ποίησης) 
  • H πνευματική φυσιογνωμία της Aμμοχώστου, 1983 
  • Eικόνες, ποιήματα, Kύπρος 1988 
  • Tο σπίτι, ποιητική σύνθεση, Nεφέλη, Aθήνα 2002
Aπεβίωσε στις 8 Φεβρουαρίου του 2004.

Έρωτας / Νικολάου Θεοδόσης


Ο έρωτας είναι ένα μαρτύριο κι ένας καημός που δεν αναπνέει
Πυρπολεί την ψυχή μας και τη γεμίζει με στάχτες.
Δέντρο που φλέγει και κατατρώγει την κόκκινη ομορφιά του
Μέσα στο καλοκαίρι.
Η νύχτα ξεφορτώνει την οδύνη της πάνω στο μέτωπό μας.
Ο ύπνος ετοιμάζει τραγικά προσωπεία που θα φορέσουν τα
όνειρα.
Μας ξεφεύγει ο σπάγκος
Κι ο χαρταετός μας
Άθυρμα στη συνομιλία των ανέμων.

Στα χέρια μας στάχτες, στο κορμί μας αιθάλη.
Κι όμως πρέπει ν’ αντέξουμε να δούμε το φεγγάρι.
Απόψε ο κύκλος του τριακοσίων εξήκοντα μοιρών.

Ένα ζευγάρι ερωτευμένων με το κεφάλι μέσα στο Γαλαξία
Εγκάθειρκτοι στη φυλακή των χεριών τους
Περιφρονούν τις στιγμές και μιλούν για αιώνες
Κι όμως η άλλη μέρα τούς τοποθετεί σε χωριστούς δρόμους.

Το φεγγάρι ανεβαίνει τις σκάλες τ’ ουρανού.
Ανάβει στον μικρό σκαντζόχοιρο το μονοπάτι.
Χορδίζει τα τριζόνια.
Θα μας σκεπάσει με σεντόνια
Που στάζουν αρμύρα και γαλάζιο
Και θ’ αγρυπνήσει στο στρώμα μας.

Το σπίτι (απόσπασμα) / Νικολάου Θεοδόσης


β΄

Το πότε χτίστηκε το σπίτι δεν μπορώ να το ξέρω.
Η χρονολογία στο υπέρθυρο φθαρμένη
Και σε γλώσσα ίσως ακατάληπτη.

Ξέρω μονάχα πως τα θεμέλιά του
Είναι στρώματα από κόκκαλο 
Αγίων, πορνών, καλλιμαρτύρων, ηρώων και φαύλων,
Στρώματα από κόκκαλο
Ψαριών και άλλων εναλίων ζώων
Όστρακα αγγείων και ονείρων
Μαζί με αίμα πολύ που έπηξαν και έγιναν ένα. 
Γιατί ποταμοί παπαρούνες
Χύνονται από τις γύρω πλαγιές
Διαρρέουν τον κάμπο
Και το πολιορκούν στα στενά με τον ερχομό της ανοίξεως.

Οι άνεμοι και η θάλασσα 
Αφρίζουν, φυσούν, αλλά το σεβάζονται.
Και το μαύρο σύγνεφο που τη στέγη του απειλεί
Τα χελιδόνια το ξεσχίζουν με το ράμφος σε λωρίδες
Και με θριάμβου αλαλαγμούς τις διαλύουν
Μέσα στο γαλάζιο του ουρανού. 
Το σπίτι δεν είναι παρά ένας εξώστης
Λίγο πιο πάνω από τη γη
Λίγο πιο πάνω από τα κύματα
Διαρκώς αιωρούμενος.
Και μέσα στον καύσωνα, σχεδόν πάντα, 
Ο Δυτικός άνεμος έρχεται κινώντας αργά
 τις πτέρυγές του,
Σαλεύει τις κουρτίνες των δωματίων
Σαλεύει τα γιασεμιά,
Τα κόβει
Και στολίζει το καιόμενο μέτωπο των ενοίκων. 
Εδώ γεννήθηκα.

Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου* / Νικολάου Θεοδόσης



Μεγάλη η δόξα του Αρχιεπισκόπου της Κύπρου.
Φορεί σάκο σαν αυτοκράτορας
Κρατεί σκήπτρο σαν αυτοκράτορας
Και υπογράφει σαν αυτοκράτορας
Δια κινναβάρεως. 

Η φήμη του όμως δεν είναι μόνο Αρχιεπίσκοπος πάσης Κύπρου
Αλλά Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου.
Πρώτα το Νέας Ιουστινιανής
Που πολλές φορές παραλείπεται
Χάριν συντομίας 
Ή και από άγνοια.

Νέα Ιουστινιανή… Νέα Ιουστινιανή…
Πού είναι η παλιά και πού η νέα;
Μήτε παλιά υπάρχει, μήτε νέα.
Εκεί που ήταν, άλλες πολιτείες τώρα ζουν 
Με ξένα ονόματα και ξένους ανθρώπους,
Ή μονάχα το σίδερο αναταράζει τη μνήμη
Καθώς ανοίγει τα καινούρια αυλάκια.
Μνήμη που καίει χωρίς να καίγεται
Καημός που δεν δροσίζει. 

Νέα Ιουστινιανή…
Σκόλοπας* που ακατάπαυστα διατρυπά
Τις φτερούγες της αυτοκρατορικής δόξας
Ασήκωτη άγκυρα στην έπαρση.



* Η Νέα Ιουστινιανή ήταν πόλη στην Αρτάκη του Ελλή- σποντου, όπου όρισε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄ να μετοικήσουν Κύπριοι (691-699 μ.Χ.), κυρίως από την περιοχή της Κωνσταντίας (δηλ. της Σαλαμίνας), κατά τη διάρκεια των αραβικών επιδρομών. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί στον τίτλο του Αρχιεπισκόπου η φράση «Νέας Ιουστινιανής»

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Το σαλιγκάρι / Νικολάου Θεοδόσης



Από το σπίτι μου πέταξα τα πάντα
Όσα στην ευτυχή έκβαση του ταξιδιού μου δεν συμβάλλουν
Κι από το σώμα μου κράτησα τη γύμνωσή μου μόνο.

Αυτά που λέγονται για μας μην τα πιστεύεις
Πως μας καίγουν κι εμείς τραγουδούμε 
Κι όλα τα άλλα τα ψευδή και τα εμπαθή.
Κατάκτησα το ύψος μου πολεμώντας νύχτα και μέρα
Κατάκτησα το ύψος μου μετρώντας τη διαδρομή μου
Με το μέγεθός μου.
Γιατί βέβαια θα το ξέρεις 
Πως ο δικός σας κόσμος είναι το σκοτάδι
Και πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός
Σ’ όλες του τις κινήσεις
Ενώ η περιπέτεια η δική μου μια συνεχής αποταμίευση φωτός.

Κι όμως όση προσοχή και σύνεση κι αν καταβάλλω 
Έκθετο είμαι σ’ όλους τους κινδύνους
Και τίποτα άλλο δεν προβάλλω
Παρά την ελικοειδή σιωπή μου κι αναμένω
Μέσα στο χέρι το μεγάλο του Θεού.
Η φτέρνα σου βέβαια γνωρίζει 
Τον άδειο ήχο της εύθραυστης βασιλείας μου.

Μνήμη / Νικολάου Θεοδόσης


Όταν ήμαστε παιδιά μάς έλεγαν πως πρέπει να σιωπούμε
Για να μπορούν ν’ ακούονται οι μεγάλοι
Που συζητούν για υποθέσεις σοβαρές.

Μας έλεγαν να μη μιλούμε στο τηλέφωνο
Γιατί δεν είναι το τηλέφωνο παιχνίδι για παιδιά· 
Είναι κι αυτό αναγκαίο για τους μεγάλους
Και μάλιστα για πράγματα ουσιώδη.

Και άλλα πολλά μας έλεγαν
Που εστένευαν την απεραντοσύνη του κόσμου.
Ο λυγμός κατέβαζε τα βλέφαρα βαριά 
Ενώ ο ύπνος στέγνωνε στο μάγουλο μια βούλα από δάκρυα.

Μιλήσαμε τέλος στο τηλέφωνο όταν μάθαμε τα περί ήχου·
Ότι δηλαδή ο ουρανός είναι μια άλλη θάλασσα
Με κύματα που σπάζουν ή που σβήνουν κι αυτά στην ακοή.
Μιλήσαμε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής 
Δεν μπορούσε να είναι ούτε ο λύκος
Ούτε η αρκούδα, ούτε ο πρίγκιπας
Ούτε ο Αϊ-Βασίλης με το μυροβόλο ραβδί
Και τα περδίκια αγαπημένα με τα λευκά περιστέρια
Να σμίγουν τους κελαηδισμούς τους.

Τώρα που μάθαμε τι λέγουν οι μεγάλοι
Αφού γίναμε κι εμείς μεγάλοι πια,
Καταλάβαμε ακόμα και γιατί δεν μπορεί ο κόσμος
Να ησυχάσει μια στιγμή.
Και είναι τώρα πράγματι η ώρα για να κλαις 
Αν δεν έχουν αδειάσει οι πηγές των δακρύων από τότε.

Έκθεση ζωγραφικής / Νικολάου Θεοδόσης


Οι επισκέπτες τριγυρίζουν μες στην αίθουσα·
Βλέπουν στους τοίχους τις εικόνες
Συνομιλούν και σχολιάζουν.

«Ο τεχνίτης πρέπει να δίνει σάρκα και οστά στα οράματά του·
Από τα έργα απουσιάζει παντελώς η φρίκη του θανάτου. 
Τι θέση έχουν τα πουλιά, τα δέντρα, τα τοπία αυτά τα ειδυλλιακά
Την ώρα που η βία ωμή περνά και μας καταπατά;»

Μα όταν το βράδι σβήσει τα φώτα ο φύλακας
Και στερεώσει το μοχλό στην πόρτα
Ανοίγουν το ράμφος τα πουλιά 
Και η άδεια αίθουσα αντηχεί από ένα κλάμα
Σα να μοιρολογούν όλα μαζί την Αντριανόπολη.
Κι ακόμα όταν σηκώνεται ο άνεμος τη νύχτα
Την αίθουσα αυτή δεν αγνοεί. Πνέει
Και σείει τα φύλλα των δέντρων στις εικόνες. 
Ένας στεναγμός ακούεται μέσα στους τέσσερις τοίχους
Ίδιος με τον θρήνο της Εκάβης
Που μαζί με τις άλλες Τρωαδίτισσες ζητούσαν
Μέσα στη λεηλατημένη Τροία τα παιδιά τους.


Φαίνεται πως δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς.

Η εργασία του ποιητή / Νικολάου Θεοδόσης


Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οι φλόγες της ρομφαίας  κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα αγρυπνά
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Που στιλβώνε ένα χάλκινο σκεύος.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2014

Aμήχανον κάλλος (απόσπασμα) / Νικολάου Θεοδόσης

Kαι τι θα γίνει με τον Aνθέμιο Kαλοκαίρη;
Aν λογαρίασουμε το έτος που βγήκε μες στον κόσμο
Xωρίς αμφιβολία μέσα στην πιο παλιά γενιά ταξινομείται
Όμως από το χρόνο που κάνει την ουσιαστική του παρουσία
Στη νέα γενιά των ποιητών συναριθμείται.

Mεσήλιξ με γκρίζα μαλλιά και γκρίζα σκέψη
Aναπαλαιώνει τα καινούρια κι ανανεώνει τα παλιά
Aλλά μέσα στο έαρ των εφήβων, μέσα στα τερετίσματα των ρόδων
Aκούεται η φωνή του αν όχι βέβαια παράφωνη
Oπωσδήποτε όμως κάπως ξένη.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Kρυφή ἐνασχόληση / Νικολάου Θεοδόσης

Φώτης Κόντογλου ὁ Κυδωνιεὺς
Ἄριστος τεχνίτης τοῦ λόγου κατὰ τοὺς ζωγράφους
ἀλλ’ ὄχι καὶ ζωγράφος
Ἐξαίσιος ζωγράφος κατὰ τοὺς τεχνίτες τοῦ λόγου
ἀλλ’ ὄχι καὶ τεχνίτης τοῦ λόγου
Ὁπωσδήποτε ὅμως ὀχληρὸς καὶ γιὰ τὶς δυὸ τάξεις
Ἦταν ὁ ἐλάχιστος ἀδελφὸς
Ποὺ τὸ μέγεθος τῆς ἀγάπης του γιὰ τὸ κύριο ἀλλὰ
καὶ τὸ οὐτιδανὸ
Ἔφερνε σὲ ἀμηχανία αὐτοὺς ποὺ ἔχουν τὴ μανία
Νὰ διαιροῦν καὶ νὰ ταξινομοῦν.
Γιατί ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ παρεμφερῆ
Πάνοπλος μὲ ὅλα τὰ σύνεργα τῆς κηπευτικῆς
Ἔπαιρνε τοὺς ἐρημικοὺς λοφίσκους τῆς Ἀττικῆς
Καὶ φρόντιζε τὰ μυρίπνοα καὶ ποικιλόχρωμά τους ἄνθη.
Ἦταν φορὲς ποὺ ἄνοιγε μονοπάτια γιὰ εὔκολη πρόσβαση
Ἢ μὲ τὴν παλάμη του ἔκοβε τὸ κρύο, τὸν ἄνεμο, τὴ ζέστη,
Παραμέριζε τοὺς ἀκανθώδεις θάμνους καὶ ἄνοιγε
Χαραμάδες μυστικὲς γιὰ τὴ σαύρα, τὴν ἀράχνη
Τὸ χελιδόνι, τὴ μέλισσα καὶ τ’ ἄλλα.
Ἄνθρωποι καὶ κτήνη
Ζουζούνια καὶ μαμούνια
Κι ὅλα τὰ φτερωτά·
Ἀγγέλοι κι ἀρχαγγέλοι.
Μιλῶ γιὰ κάτι ρημοκλήσια ξεχασμένα
Καταφυγὴ γιὰ καθετὶ ποὺ ὑπάρχει κι ἀναπνέει
Ραντίδα γλυκασμοῦ στὴν ἄνυδρη τὴ γῆ καὶ τὴν ψυχή μας.