Έγινες η αθέατη πλευρά
π' όλο με μαστιγώνει με κύματα παλιρροιακά
τραβά από τα μαλιά κάθε πνιγμένη επιθυμία
στα βάθη του άλλου μου εγώ
ξεθάβει χορταριασμένες μνήμες,
τις πιπιλίζω κάθε μέρα με τη σκέψη
τις νοιώθω που μικραίνουν
κι απαλύνουν τις αιχμές τις πρώτες
ώσπου να γίνουν πολιφάδια.
Οι μνήμες αναλίσκουν κι αναλίσκονται.
Αν τουλάχιστο ηχογραφούσα τη φωνή σου
οι τοίχοι θα ζωντάνευαν ξανά
το σπίτι θ' αντηχούσε τ' όνομα μου
θα ράγιζαν τα τζάμια της σιωπής,
κι εσύ να βγαίνεις μέσ' απ' όλους τους καθρέφτες
κάθε καθρέφτης ένα πρόσωπο δικό σου
κι εγώ να ορίζω όλα σου τα πρόσωπα.
Αν στερεοποιούσα τη φωνή σου
να την εμφιαλώσω σε μυρωδικό
ν' αρωματίζω το γυμνό σου μαξιλάρι κάθε βράδυ
να εξορκίζω τ' όνειρο με μάγια
να ξεπουλιάσει το πρωί.
Δέκα καλύμματα σκεπάζουν τη μορφή σου
δέκα στρώματα αγωνίας την επιχωματώνουν
απολιθώνεσαι σιγά σιγά στο χρόνο
εγώ με τούτο το κεφάλι το αραχνιασμένο
πώς να σηκώσω τόσους πέπλους πίκρας
το μέσα μάτι αδυνατίζει με το χρόνο
θαμπώνει το γυαλί.
Που ν' αλητεύεις
ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή;
Γιατί επανέρχεσαι κάθε φορά μ' άλλη μορφή
γίνου τουλάχιστο κι εσύ ένα εικόνισμα
που ανάβουμε τη νύχτα κι ύστερα τίποτα.
Αποφάσισε επιτέλους που να καταταχτείς
δεν το μπορώ μέσα μου να σε κουβαλώ
και ζωντανό και πεθαμένο.
Τις ατέλειωτες νύχτες
όταν τα χέρια σου ελλείπουν
τα σεντόνια με τυλίγουν
σφίγγουν το κορμί μου ηδονικά
η κάμαρά μου γίνεται διαφανής
εκτοξεύομαι στο διάστημα
πατώ στ' αστέρια
ύστερα γκρεμίζομαι ξανά στο κιβούρι μου
γίνομαι μούμια τυλιγμένη
σ' αιώνες λευκής σιωπής.
Όταν πια έχει πέσει
κι ο τελευταίος θύλακας ελπίδας
κι όλα δείχνουν μια νέα πραγματικότητα
δίχως θεληματικές αυταπάτες
άνεμος συνεργός
φέρνει στ' αυτιά μου τη φωνή σου
μ' ανάβει τα μικρά φωτάκια
«είμαι ζωντανός, είμαι ζωντανός»
ώσπου να λαλήσει ο πετεινός
το φάντασμα αποσύρεται
να 'μαι πάλι κτυπημένη
στην πλάκα της απόγνωσης.
Η τελευταία φωτογραφία σου
μ' εκείνο το χαμόγελο σου το ακαθόριστο
στα χέρια σου το πρώτο μας παιδί
να το σηκώνεις όσο πιο ψηλά μπορείς
να το γλυτώσεις από μια θάλασσα τρικυμισμένη
που μόνο εσύ την έβλεπες,
κι αυτό να ζυμώνει τον αέρα με τα πόδια του
να ζυμώνει την κακιά του μοίρα.
Η τελευταία φωτογραφία σου
το υστερόγραφο μήνυμα σου.
Ο χρόνος μικραίνει
το δαχτυλίδι όλο και σφίγγει πιο πολύ
ούτε την ελπίδα δεν μπορεί να χωρέσει
ούτε ένα φευγαλέο όνειρο
δεν αφήνει να περάσει στην άλλη μεριά
χωρίς να του μαδήσει τα φτερά.
Εγώ περιφέρομαι γύρω του
σ' αντίθετη φόρα μεγαλώνω
μέσα στο κενό της απουσίας σου
στο διαστημικό κενό της μοναξιάς σου.
Τα κομμάτια του ʼη Βασίλη
στοιβάζονται στην ντουλάπα κάθε χρόνο
τώρα είναι δέκα στη σειρά
να καρτερούν τον στύλλον του σπιθκιού
κι αυτός να μην έρχεται ποτέ
και τα κομμάτια να πληθαίνουν
κι οι αναβολές να εναλλάσσονται η μια την άλλη
τα δάκρυα ν' αναστέλλονται
για την επόμενη Πρωτοχρονιά.
Η στεφανοθήκη στο σχήμα της καρδιάς
με τη φωτογραφία μας στη μέση
κρεμασμένη στον τοίχο από τότε
τα πρόσωπα μας κώδικας του εαυτού μας
κι εμείς ξεχάσαμε τα κλειδιά
κανένα δεν αναγνωρίζουμε δεν μας αναγνωρίζουν,
εσύ πώς έλυσες τα μάγια του καιρού
πώς ελακκίστηκες κι εχάθης
πώς έγινες μια τρύπα στη μέση της καρδιάς.
Είσαι μια ταφόπετρα αδειανή
χωρίς ένα όνομα να σε θυμίζει
θα γεμίσει δε θα γεμίσει;
θα τιναχτεί η πλάκα στον αέρα
κι ο αρχάγγελος θα πάει τη βάρδια του στον ουρανό;
Ποιος θα μου πει;
Δεν είναι άλυωτο κερί η ελπίδα.
Ο μουδιασμένος αέρας του καλοκαιριού
στρατεύει τα ξηραμένα φύλλα
κάτω από το παράθυρο μου
κι εγώ η τρελλή ακούω τα βήματα σου
όταν φορούσες τη Λαμπρή
τα τριζάτα παπούτσια σου,
διάβαινες το κατώφλι του σπιτιού
με τ' άγιο φως στο χέρι
κι έφερνες την Ανάσταση παντού.
Ανοίγει η καρδιά
η ελπίδα ξεμυτίζει για λίγο
τόσο δα
όσο κρατά στο φύσημα του ανέμου
το κερί.
Πόσο καιρό τα λόγια ν' αναβάλλουν
να γεμίζουν ένα αύριο αδειανό
το παιδί μας μεγαλώνει κι ερωτά,
τι να του κάμει μια παλιά φωτογραφία
κι όλα τα «θα έλθει»
που πέφτουνε ξερά κάθε χρόνο;
Φοβούμαι τη στιγμή που θα πάψει να ρωτά.
Το δάκρυ δεν στέρεψε
τώρα στοιβάζεται στην υπόγεια στέρνα της καρδιάς
σε περιμένει να 'ρθεις
ν' ανοίξεις τις πόρτες ν' αδειάσει
δεν αντέχει άλλο φορτίο
κάποια τοιχώματα θα ραγίσουν
μην αργείς.
Οι μέρες ανοίγουν τα πέταλά τους
από μέσα προβάλλουν χιλιάδες πρόσωπα
με την μορφή σου σε παραλλαγές.
Σε ποιο χώρο γυροφέρνεις
και μου στέλλεις αντικατοπτρισμούς
δίχως έλεος.
Τα χνάρια μιας παλιάς αφής
βαθαίνουν λίγο λίγο στο κορμί μου,
διυλίζονται, βγαίνουν στο φως
σταγόνες μνήμης αιχμηρής,
έγινα βάρκα χιλιότρυπη
εκτεθιμένη σ' όλους τους ανέμους
γυρεύω σωσίβιο να μη βουλιάξω
κι εσύ δε φαίνεσαι.