Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σόφας Πέτρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σόφας Πέτρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

Πέτρος Σόφας (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Πέτρος Σόφας γεννήθηκε στην Λεμεσό το 1933. Τα πραγματικό του όνομα είναι Ρένος Χριστοφίδης. Σπούδασε στο Διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου και μετεκπαιδεύτηκε σε αγγλικό πανεπιστήμιο. Εργάστηκε ως Δάσκαλος και στη συνέχεια ως καθηγητής της αγγλικής γλώσσας σε σχολεία της μέσης εκπαίδευσης. Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, κυρίως με την ποίηση. Τα πρώτα ποιήματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Κυπριακά Γράμματα το 1951, το οποίο διηύθυνε ο Νίκος Κρανιδιώτης, αλλά και σε άλλα λογοτεχνικά έντυπα της εποχής και σε εφημερίδες. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην αγγλική και στην τουρκική γλώσσα.

Έργα του:

Πορεία στον χρόνο – Μικρογραφίες (1971),
Ποιήματα 1972-1975 (1976, τιμήθηκε με έπαινο του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου),
Διαχρονικό (1979)
Ο Ποιητής Ανάμεσα στους Γαιανθρώπους(1984) ποίηση 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟ / Σόφας Πέτρος

Το Παλομάρες στρογγυλοκάθησε στο σπίτι μας
και μας κοιτάζει με τα πύρινα μάτια του......
Όταν χαιδεύουμε τα παιδιά μας
νοιώθουμε στα δάκτυλα την αφή της στάχτης. 

Ο δρόμος (απόσπασμα) / Σόφας Πέτρος



Ο δρόμος ξεκινά από την καρδιά του σπηλιανθρώπου
απλώνεται μπροστά μας νιόβγαλτος
κατραμωμένος με μια νέα ψευδαίσθηση
να μη φαίνονται οι ερπύστριες
και τον ακολουθούμε
χωρίς κανένα στεναγμό
μιαν απολιθωμένη τύψη.

Αν καμιά φορά στα μισά του δρόμου
μας πιάσουν κρίσεις συνείδησης
τότε προσβλέπουμε στην άλλη στροφή
με τους απομονωτικούς τοίχους
κι από τις δυο μεριές.

Διαβαίνουμε μέσα στα σκάφανδρα μας
κουβαλώντας μαζί μας όλο τον εξοπλισμό
για ένα αξιοπρεπή θάνατο.
Μιλάμε στους εαυτούς μας
ή στους εαυτούς που θα θέλαμε να είμαστε
(τι να μιλήσουμε στους άλλους
ο καθένας έχει το σιγαστήρα του
τη σιγουριά της μοναξιάς του)
κι αν υπάρχουν παρεμβολές
είναι από τους αόρατους πομπούς
που θα σταματήσουν οπωσδήποτε
στην επόμενη στροφή του δρόμου.

Την επόμενη στροφή του δρόμου
δε θα την πάρουμε ποτέ
θέλουμε πάντα να την έχουμε μπροστά μας
κι όταν πλησιάσουμε επικίνδυνα
προσποιούμαστε πως έχουμε κάτι ξεχάσει
ανοίγουμε πάλι τις αποσκευές μας
ενώ ξέρουμε πως δε λείπει τίποτα
ψάχνουμε για κάτι χαμένο που δε χάθηκε
γυρίζουμε πίσω τάχα βιαστικοί
πηγαίνουμε ως τα μέσα της πορείας
κι επιστρέφουμε ευχαριστημένοι
πως ξεγελάσαμε τουλάχιστο τους άλλους
σφίγγοντας στα χέρια ένα κουτί αδειανό.
Οι άλλοι που έρχονται με αντίθετη φόρα
είναι διαφανείς
περνούμε από μέσα τους χωρίς τριβή

κι ούτε ρωτούμε για την επόμενη στροφή.

Μια κηλίδα του Πέτρου Σόφα

Μια κηλίδα είμαστε
στο χάρτη του κόσμου
…………………………..
κι εσείς μας οροθετήσετε
από ‘δω Ελληνες από ‘κει Τούρκοι
πέστε μου
μπορείτε να οροθετήσετε την αγάπη
από ‘δω ελληνική από ‘κει τουρκική;
Μπορείτε να οροθετήσετε την καρδιά;
Από ‘δω η χαρά από ‘κει ο πόνος;
Μπορείτε να οροθετήσετε το θάνατο
από ‘δω ο δικός μας από ‘κει ο δικός σας

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Η γυναίκα του αγνοουμένου / Σόφας Πέτρος


Έγινες η αθέατη πλευρά
π' όλο με μαστιγώνει με κύματα παλιρροιακά
τραβά από τα μαλιά κάθε πνιγμένη επιθυμία
στα βάθη του άλλου μου εγώ
ξεθάβει χορταριασμένες μνήμες,
τις πιπιλίζω κάθε μέρα με τη σκέψη
τις νοιώθω που μικραίνουν
κι απαλύνουν τις αιχμές τις πρώτες
ώσπου να γίνουν πολιφάδια.
Οι μνήμες αναλίσκουν κι αναλίσκονται.

Αν τουλάχιστο ηχογραφούσα τη φωνή σου
οι τοίχοι θα ζωντάνευαν ξανά
το σπίτι θ' αντηχούσε τ' όνομα μου
θα ράγιζαν τα τζάμια της σιωπής,
κι εσύ να βγαίνεις μέσ' απ' όλους τους καθρέφτες
κάθε καθρέφτης ένα πρόσωπο δικό σου
κι εγώ να ορίζω όλα σου τα πρόσωπα.
Αν στερεοποιούσα τη φωνή σου
να την εμφιαλώσω σε μυρωδικό
ν' αρωματίζω το γυμνό σου μαξιλάρι κάθε βράδυ
να εξορκίζω τ' όνειρο με μάγια
να ξεπουλιάσει το πρωί.

Δέκα καλύμματα σκεπάζουν τη μορφή σου
δέκα στρώματα αγωνίας την επιχωματώνουν
απολιθώνεσαι σιγά σιγά στο χρόνο
εγώ με τούτο το κεφάλι το αραχνιασμένο
πώς να σηκώσω τόσους πέπλους πίκρας
το μέσα μάτι αδυνατίζει με το χρόνο
θαμπώνει το γυαλί.
Που ν' αλητεύεις
ανάμεσα στο θάνατο και στη ζωή;

Γιατί επανέρχεσαι κάθε φορά μ' άλλη μορφή
γίνου τουλάχιστο κι εσύ ένα εικόνισμα
που ανάβουμε τη νύχτα κι ύστερα τίποτα.
Αποφάσισε επιτέλους που να καταταχτείς
δεν το μπορώ μέσα μου να σε κουβαλώ
και ζωντανό και πεθαμένο.

Τις ατέλειωτες νύχτες
όταν τα χέρια σου ελλείπουν
τα σεντόνια με τυλίγουν
σφίγγουν το κορμί μου ηδονικά
η κάμαρά μου γίνεται διαφανής
εκτοξεύομαι στο διάστημα
πατώ στ' αστέρια
ύστερα γκρεμίζομαι ξανά στο κιβούρι μου
γίνομαι μούμια τυλιγμένη
σ' αιώνες λευκής σιωπής.

Όταν πια έχει πέσει
κι ο τελευταίος θύλακας ελπίδας
κι όλα δείχνουν μια νέα πραγματικότητα
δίχως θεληματικές αυταπάτες
άνεμος συνεργός
φέρνει στ' αυτιά μου τη φωνή σου
μ' ανάβει τα μικρά φωτάκια
«είμαι ζωντανός, είμαι ζωντανός»
ώσπου να λαλήσει ο πετεινός
το φάντασμα αποσύρεται
να 'μαι πάλι κτυπημένη
στην πλάκα της απόγνωσης.

Η τελευταία φωτογραφία σου
μ' εκείνο το χαμόγελο σου το ακαθόριστο
στα χέρια σου το πρώτο μας παιδί
να το σηκώνεις όσο πιο ψηλά μπορείς
να το γλυτώσεις από μια θάλασσα τρικυμισμένη
που μόνο εσύ την έβλεπες,
κι αυτό να ζυμώνει τον αέρα με τα πόδια του
να ζυμώνει την κακιά του μοίρα.
Η τελευταία φωτογραφία σου
το υστερόγραφο μήνυμα σου.

Ο χρόνος μικραίνει
το δαχτυλίδι όλο και σφίγγει πιο πολύ
ούτε την ελπίδα δεν μπορεί να χωρέσει
ούτε ένα φευγαλέο όνειρο
δεν αφήνει να περάσει στην άλλη μεριά
χωρίς να του μαδήσει τα φτερά.
Εγώ περιφέρομαι γύρω του
σ' αντίθετη φόρα μεγαλώνω
μέσα στο κενό της απουσίας σου
στο διαστημικό κενό της μοναξιάς σου.

Τα κομμάτια του ʼη Βασίλη
στοιβάζονται στην ντουλάπα κάθε χρόνο
τώρα είναι δέκα στη σειρά
να καρτερούν τον στύλλον του σπιθκιού
κι αυτός να μην έρχεται ποτέ
και τα κομμάτια να πληθαίνουν
κι οι αναβολές να εναλλάσσονται η μια την άλλη
τα δάκρυα ν' αναστέλλονται
για την επόμενη Πρωτοχρονιά.

Η στεφανοθήκη στο σχήμα της καρδιάς
με τη φωτογραφία μας στη μέση
κρεμασμένη στον τοίχο από τότε
τα πρόσωπα μας κώδικας του εαυτού μας
κι εμείς ξεχάσαμε τα κλειδιά
κανένα δεν αναγνωρίζουμε δεν μας αναγνωρίζουν,
εσύ πώς έλυσες τα μάγια του καιρού
πώς ελακκίστηκες κι εχάθης
πώς έγινες μια τρύπα στη μέση της καρδιάς.

Είσαι μια ταφόπετρα αδειανή
χωρίς ένα όνομα να σε θυμίζει
θα γεμίσει δε θα γεμίσει;
θα τιναχτεί η πλάκα στον αέρα
κι ο αρχάγγελος θα πάει τη βάρδια του στον ουρανό;
Ποιος θα μου πει;
Δεν είναι άλυωτο κερί η ελπίδα.

Ο μουδιασμένος αέρας του καλοκαιριού
στρατεύει τα ξηραμένα φύλλα
κάτω από το παράθυρο μου
κι εγώ η τρελλή ακούω τα βήματα σου
όταν φορούσες τη Λαμπρή
τα τριζάτα παπούτσια σου,
διάβαινες το κατώφλι του σπιτιού
με τ' άγιο φως στο χέρι
κι έφερνες την Ανάσταση παντού.
Ανοίγει η καρδιά
η ελπίδα ξεμυτίζει για λίγο
τόσο δα
όσο κρατά στο φύσημα του ανέμου
το κερί.

Πόσο καιρό τα λόγια ν' αναβάλλουν
να γεμίζουν ένα αύριο αδειανό
το παιδί μας μεγαλώνει κι ερωτά,
τι να του κάμει μια παλιά φωτογραφία
κι όλα τα «θα έλθει»
που πέφτουνε ξερά κάθε χρόνο;
Φοβούμαι τη στιγμή που θα πάψει να ρωτά.

Το δάκρυ δεν στέρεψε
τώρα στοιβάζεται στην υπόγεια στέρνα της καρδιάς
σε περιμένει να 'ρθεις
ν' ανοίξεις τις πόρτες ν' αδειάσει
δεν αντέχει άλλο φορτίο
κάποια τοιχώματα θα ραγίσουν
μην αργείς.

Οι μέρες ανοίγουν τα πέταλά τους
από μέσα προβάλλουν χιλιάδες πρόσωπα
με την μορφή σου σε παραλλαγές.
Σε ποιο χώρο γυροφέρνεις
και μου στέλλεις αντικατοπτρισμούς
δίχως έλεος.

Τα χνάρια μιας παλιάς αφής
βαθαίνουν λίγο λίγο στο κορμί μου,
διυλίζονται, βγαίνουν στο φως
σταγόνες μνήμης αιχμηρής,
έγινα βάρκα χιλιότρυπη
εκτεθιμένη σ' όλους τους ανέμους
γυρεύω σωσίβιο να μη βουλιάξω

κι εσύ δε φαίνεσαι.

ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ / Σόφας Πέτρος

Έτσι που μας συνήθισες 
με τα χίλια σου πρόσωπα 
ανάμεσα στους καθρέφτες, 
δυσκολευόμαστε ν΄αναγνωρίσουμε 
το πραγματικό.
Κι΄ όταν σου μιλούμε 
έχουμε την αίσθηση πως γελοιοποιούμαστε 
μιλώντας σ΄ ένα είδωλο.