Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

Ανδρέου Ειρήνη: Εμείς θα πάμε κόντρα στον καιρό

 


Εμείς θα πάμε κόντρα στον καιρό
 
Τι κι αν μας πνίγουνε προβλήματα σωρό
και μες στα πρέπει και στα μη δεινοπαθούμε
κι αν ξεπουλάνε την ψυχή μας και το βιός
και ψάχνουμ' ένα χέρι να πιαστούμε .
 
Τι κι αν κρυώνει η ψυχή και σπαρταρά
σαν το πουλί που του χαλάσαν την φωλιά του
και μια θεσούλα στον ήλιο λαχταρά
να ζεσταθεί να ξεμαρκώσουν τα φτερά του.
 
Τι κι αν δεν στάθηκ' η ζωή με όλους δίκια...
μοίρες ρατσίστριες ορίζουν τα όνειρα μας.
Κι αν τα μετάξια που μας τάξαν ήταν φύκια
και μας γυμνώσαν την ψυχή και την καρδιά μας.
 
Εμείς θα πάμε κόντρα στον καιρό
κι αν πέσουμε , ξανά θα σηκωθούμε.
Φοράμ΄ένα χαμόγελο και μοίρες στο καλό.
τα πιο ωραία πράγματα τζάμπα μωρέ τα ζούμε....
 
**
Πόση αναίδεια...
 
Κι αυτές οι στάλες της βροχής στα κεραμίδια
πώς σου ξυπνούν τον οίστρο για χάδια κάτω από ζεστά σκεπάσματα
μ' ολόλευκα σεντόνια που μυρίζουνε σαπούνι Μασσαλίας
μα φτιάχνεις ένα καφέ και λες υπάρχουν άνθρωποι
που ακούν αλλιώς τις στάλες στα χάρτινα κασόνια τους
και κάποιοι μετανάστες μες στις λέμβους τους
τις νιώθουνε σαν απειλή σφίγγοντας τα σωσίβια τους
μη και γίνουνε ολέθρια καταιγίδα και βρεθούν μαζί μ' αυτές
να σχηματίζουν μπουρμπουλήθρες στο απέραντο το πέλαγος προτού προλάβουν ένα καφέ σε μια φιλόξενη στεριά
και τ' όνειρο για ένα χάδι κάτω από ζεστά σκεπάσματα
μ' ολόλευκα σεντόνια που μυρίζουνε σαπούνι Μασσαλίας με τις στάλες της βροχής πάνω από ένα δικό τους κεραμίδι.
Ω, πώς τόλμησαν αλήθεια τέτοιο όνειρο κι ολόλευκα σεντόνια
με το χρώμα που έχουνε; Πόση αναίδεια.......
 
**
Στον σκύλο και στην πένα
 
Αν στην ψυχή σου κουβαλάς
πληγές απ' τη ζωή σου
γι αυτές ποτέ σου μη μιλάς
ούτε στους κολλητούς σου.
 
Γιατί θα έρθει μια στιγμή
απάνω τους να φτύσουν
να στάξουν όξος και χολή
σαν τσακωθούν μαζί σου.
 
Κι αν θέλεις κάπου να τα πεις
πέστα εις το σκυλί σου
στοργή πολλή σ΄αυτό θα βρείς
ν' απαλυνθεί η πληγή σου.
 
Τα πιο βαθιά μου μυστικά
κρατώ πια φυλαγμένα
κι ανοίγω μόνο την καρδιά
στον σκύλο και στην πένα!

Πηλαβάκη Δέσπω: Σέρνει η μνήμη τις στιγμές απ το παλιό ντουλάπι...

 


ΠΟΙΟΣ
 
Ποιός τη ψυχή μου έκλεψε
και αγκαλιά κοιμάται
με μάγια θα την έδεσε
και μένα δεν θυμάται
 
Τα μάτια γίναν ποταμός
στη θάλασσα κυλάει
αλί τον που παιδεύεται
και μόνος κολυμπάει
 
Δεν εξαντλείται το νερό
ατέλειωτο το βάθος
μα πώς λογαριασμό ξοφλάς
για ένα μεγάλο λάθος
 
Με νανουρίζει η μοναξιά
μου τραγουδά ο πόνος
μαζί μου είσαι στα όνειρα,
ξυπνώ και είμαι μόνος
 
**
ΚΛΕΦΤΕΣ
 
Ακούει ο κόσμος ξιστικός
στ αφκιά του εν πιστέφκει
Μες των σκαντάλων τον χορόν
παπάς ήντα γυρέφκει
 
Εβρέθησαν πολιτικοί
ποθκιάντροποι τζιαι κλέφτες
που ο κόσμος τους εδόξαζεν
μα ήτουν μουσουπέττες
 
Ακόμα τζιαι στην εκκλησιάν
έφτασεν τούτη η χάρη
που κάμαν τον ππαράν Θεόν
του σατανά κουμπάροι
 
Τον τόπον επουλούσασιν
κάμναν την μέραν νύκτα
τζι ύστερις που τον άμβωναν
το δίκαιον κηρύτταν
 
Να ρίψει ο Θεός φωθκιάν
τζιαι ούλλους να τους κρούσι
γιατί κολάζουνται οι πιστοί
με τούτα που ακούσιν
 
**
ΜΝΗΜΗ
 
Σέρνει η μνήμη τις στιγμές
απ το παλιό ντουλάπι
κεντά σεντόνι της ζωής
με περισσή αγάπη
 
Άραγε με τι χρώματα
να φτιάξει τη συγνώμη
για όσους την επλήγωσαν
και την πονούν ακόμη ;
 
Κεντά και λύπη και χαρά
και βελονιές αλλάζει
Η καταιγίδα πώς μοιάζει
και το πυκνό χαλάζι
 
Πώς να κεντήσει τ άδικο
που όνειρα σκοτώνει
Πώς να χωρέσει μια ζωή
σ ένα μονό σεντόνι ;

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2021

Το χαμόγελο της ελπίδας / Παντελή Χριστόφορος

 Καί είναι του χειμώνα η φυση,

γραφοντας κι' αυτή τη δική της σελίδα
ζωγραφιζοντας τον ουρανό
περιδιαβάζει το πρασινο πέπλο της
και σ' αφήνει να αγναντέψεις
να φτιαξεις το δικο σου παραμύθι
τις δικες σου αλήθειες να πιστέψεις
να δημιουργησεις το όνειρο
αυτό που σου στέρησαν
να κτίσεις ξανά την ελπίδα
οχι για σενα τωρα πιά
αλλά για τους επερχόμενους
να τους βγάλεις από τον λίθαργο
να τους οδηγήσεις σε φωτεινά μονοπάτια
αυτά που εσυ ονειρευτηκες
και δεν πρόλαβες να νοιώσεις
παρα μόνο τό βαθύ νόημα της αγάπης
ενός ασυγκράτητου ρομαντισμού
ενός ερωτα με πάθος
με αυτα συνέχισε να ζωγραφίζεις
με αυτά συνέχισε να ζεις
μέσα στο συννεφο του σήμερα
όπου θα φεξει μια ηλιακτίδα
και το χαμόγελο θα είναι αληθινό.

Τα χέρια σου / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

 


 

Πόσο καλά τα ξέρω!

Τ’αναγνωρίζω  ανάμεσα

από χιλιάδες άλλα χέρια∙

τα ξεχωρίζω ανάμεσα από

χιλιάδες άλλα χέρια και

τα λέω ‘’δικά σου’’!

Τα χέρια σου μείναν τελευταία

να μου πουν το ‘’αντίο’’.

Με τίποτα δε θέλαν  να μ ‘αποχωριστούν.

Με σφίγγαν πάνω τους με την απελπισία

του πνιγμένου ή την αποφασιστικότητα

του εγκαταλειμμένου.

Μείναν ακόμα να μου γνέφουν κι όταν

το παραπέτασμα που έπεσε μπροστά μας,

δε μας επέτρεπε άλλο να βλεπόμαστε.

Και όμως, τα ένιωθα πίσω από το παραπέτασμα

αγωνιωδώς να γδέρνουν τον αέρα,

πεισματικά να σπρώχνουν το σκοτάδι,

να μη θέλουν να λυθούν από πάνω μου.

Τα χέρια σου , τα χέρια σου πόσο καλά

τα ξέρω!

Έτσι να κάνω κι η αφή τους κάνει τα χέρια μου

να τρέμουν από πυρετό!

Έτσι να κάνω κι όλο το σώμα μου

παίρνει φωτιά!

Τα χέρια σου ,τ ‘αγαπημένα χέρια

που, και τώρα ακόμα,  μπορούν να μ’ ακουμπούν

και να μου λένε με τα χείλη τους

‘’αγαπημένε!’’

 

Από την ποιητική συλλογή ΄΄  Μικρά  Δοκίμια ή και ποιήματα ΄΄   ΕΚΔΟΣΗ   2013

Χριστίνα Χριστοφή: Μικροί αποχωρισμοί

 




Υπομονή

 

Οι Αλκυονίδες πιστές στον μύθος τους.

Μα ο Γεννάρης ένας άλλος γόης Άδωνης, μεσ'την ανεκπλήρωση της υποσχόμενής του ομορφιάς, φλερτάρει, θαρρώ, μ'όλες της εποχές.

Μα είμαστε κι εμείς, με την έλξη μιας ανέκαθεν ρετρώ εποχής, που επιμένουμε να ποθούμε τον χειμώνα με τα σωστά του ρούχα.

Είμαστε κι εμείς, που για να εισπνεύσουμε εώς και της καρδιάς το μεδούλι τη γύρη της νέας άνοιξης, βιώνουμε πρώτα τις αγριάδες της βαρυχειμωνιάς στης ψυχής τα έγκατα...

Είμαστε κι εμείς που για να μαδήσουμε έστω και ένα πέταλλο κίτρινου στους αιθέρες της νέας εποχής, καρτερούμε το γκρι πρώτα να βάψει ό τι ξέβαψε με της οπώρας τις αποχρωματισμένες ανταύγειες...

Ας θυμίζει μπανάλ ημέρες η καρτερικότητα... είν'η υπομονή μια αγέραστη κυρία που όποτε κείνη επιθυμεί ανοιγοκλείνει τα ματόκλαδά της...

 

*

Οίνος

 

Μια έστω γουλιά κρασί, αρκούσε και περίσευε να τη ζαλίσει και πάλι

Τόσο της είχε λείψει το πορφυρό του έρωτά του

Τα αρώματα που ανέβλυζαν στο κάθε του φιλί

Η βελούδινη υφή που άφηνε το άγγιγμά του

Μα πιότερο ποθούσε να ακούσει ξανά το χρώμα της φωνής του

Κείνο που σαν πρόποση σηκωνόταν ατόφιο στον αέρα, τσακίζοντας κάθε προηγούμενη ευχή.

Ποθούσε την κάθε του λέξη

Μα, ίσως, πιότερο να ποθούσε την απουσία της

Κείνη την αδάμαστη σιωπή που'ταν ικανή να ραγίσει το όποιο ωστικό κύμα, ανίκανο να σωπάσει με τον αντίλαλο του τελευταίου του φιλιού...

 

*

Αποχωρισμοί

 

Ο ουρανός, θαρρώ, μοιάζει να φλέγεται το δείλι ετούτο που ο χρόνος γερασμένος και ολίγον τι κατάκοπος μας αποχαιρετά. Οι ημέρες που διάβησαν έχουν κρύψει βαθιά στις καρδιές τους τις ανυπεράσπιστες πληγές και αδέξια κοψίματα... Συμβάντα απρόσμενα και σκηνές πρωτοθώρετες στα μάτια των ανθρώπων, των άστρων και των κυμμάτων των κάθε εποχής θαλασσών... κι όμως ο χρόνος μόλις διάβηκε... η σελίδα γύρισε, μα το παράξενο κεφάλαιο ακόμη γράφεται... κάπου θαρρώ κι ετούτο θα κλείσει...

Σα ρθει η πάροδος του χρόνου και δεν θα'χουμε παραδώσει αμαχητί τα πολυτιμότερά μας όπλα... οι δοκιμασίες έχουν πια ντυθεί με περίεργα υφάσματα...

Υφάσματα που η υφή τους πότε τσούζει, πότε γραντσουνά, πότε τρυπά κατευθείαν στα πιο ευάλωτα σημεία...

Ας κρατά τουλάχιστον η ψυχή κείνο το ωραιότερό της ντύσιμο...

Τ'αέρινο, το διαφανές, το πεντακάθαρο...

Κείνο π'αφήνει την πίστη να φανεί και ό τι αμφίβολο πάει να φυτρώσει, να ξηρανθεί σα ζιζάνιο π'αδυνατεί να βρει τη στράτα του...

 

*


Χειμωνιά

 

Το κουφάρι μιας ξηρής αράχνης παιδοχορεύει, λυπημένο ταίρι του παγωμένου αέρα.

Στο στόμα η στυφή γεύση της αμφιβολίας.

Το ψιλόβροχο να επιμένει μήπως, ακόμη και την υστάτη, καταφέρει να πείσει το βλαστό να σύρει ύψος.

Μα πού να χουν κρυφθεί οι ανά γης ονειροπόλοι αφήνοντας το φεγγάρι να γεμίζει ολομόναχο εκεί πάνω.

Μια γλυκιά θλίψη τη φέρει ο χειμώνας ετούτος, δίχως να'ναι απαραίτητα βαρύς...

Βαρύναν ίσως οι καρδιές μας, απ' τα λαθεμένα ζυγίσματα των ανθρώπων και του κάθε τιμήματος.

Να βάζαμε τη ψυχή αντίβαρο...

Θα ισορροπούσε η ζυγαριά εν τέλη.

Του χειμώνα το μένος θα' μοιαζε και πάλι με ρετρώ καρτ ποστάλ παρμένη από  αθώα εποχή...

 

*

Σ'αγαπώ

 

Σ'αγαπώ γιατί κάθε ξημέρωμα ανάβεις τον ήλιο μου και δεν τον σβήνεις παρά μόνον σα φανεί το πρωταστέρι στον ουρανό της εσπέρας 

Σ'αγαπώ γιατί ετούτο το γιασεμί που χεις φυτέψει στον κήπο μου τείνει να βάφει με λευκό ό τι σκοτεινιάζει τη σκέψη μου

Σ'αγαπώ γιατί σα ψιθυρίζεις τ'όνομά μου, θαρρώ γεννιέται η ψυχή μου ξανά

Σ'αγαπώ γιατί δεν υπάρχει γιατί

Το χεις πάρει εσύ απ'το χέρι

Το κρατάς έκτοτε και το κακομαθαίνεις

Δε μεγαλώνει

Παραμένει ένα αιώνιο μικρό... και το γιατί του μια σταλιά

Μια τόση δα σταλίτσα

Ίσα που τη θωρώ

Μα όσο υπάρχει τίποτα, θαρρώ, δε θα ρωτώ

 

*

Τάσεις χειμερινές

 

Έχει μια τάση ο ήλιος ο χειμερινός να ενισχύει τη ψυχή μου

Θαρρείς οι πολύτιμες αχτίνες του εισροούν άπλετα μα αθόρυβα εις τα υγραμμένα ενδόμυχά μου, ξηραίνοντας ό τι εισέβαλε προτού σαν ύπουλη μούχλα καταφάγει τα έγκατά μου

Έχει μια τάση ετούτος ο γενναιόδωρος ήλιος να φωτίζει ό τι ωραίο έχει απλωθεί γύρω μου, μα ώρα ώρα τα γήινα σκοτάδεια το κρύβουν απ'τη θωριά μου

Μια τάση την έχει ο ευλογημένος ήλιος, καθώς υγραίνουν τα μάτια της καρδιάς να τα στεγνώνει πριν καν εισπνεύσουν τον πόνο της γης

Μια τάση τείνει να γεννιέται παντού

Αρκεί κι εσύ να εγκυμονείς μόνο το καλό που σπάρθηκε μέσα σου!

 

Ιανουάριος / Χριστοφή Χριστίνα



Ένας χρόνος που υπνοβάτησε μα κανείς δε θέλησε να  ξυπνήσει...
Μη τρομάξει και φύγει άξαφνα προτού εκπληρώσει το έργο του.
Κι ίσα που αχνοφαίνεται να γεννιέται ο καινούργιος, νάσου πάλι τα αργοκίνητα βήματα του περσινού φαντάσματος να χαράσσουν τ'αχνάρια τους στις καθάριες και νέες μας ευχές...
Μα χουν ήδη οι ευχές τραβήξει τη μοίρα τους.
Και μεις κωπηλάτες σε άγριες θάλασσες δεν έχουμε παρά να αρπάξουμε και πάλιν κουπί.
Εξάλλου το φεγγάρι θα γεμίσει και πάλι πάνω απ'τις ολόλπιδες μας καρδιές, θα χαρίσει και πάλι τη χαρά μιας παλλίροιας, κι η όποια άμπωτη π' αφήσαμε να μας πάρει τη χαρά, δε θα'ναι παρά ύδωρ που πέρασε...
Στάχτη ανασηκωμένη ανάμεσα σε στροβίλια και ψευτανέμους του μεσημεριάτικου θέρους...
Σκόνη που πρωτού ακουμπήσει τη γη, χάθηκε ανάμεσα στ'αστέρια...

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

[ Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε] / Λαμπής Γιάννος

 Νύχτωσε, τα ζωντανά κι οι άνθρωποι λουφάξανε

έρημη απέμεινε η πόλη
ύπνος βαθύς σκέπασε τα μάτια μας
κουβαλώντας αλλοπαρμένα όνειρα,
κάπου, κάποιο σκυλί αλυχτά
μαρτυρώντας έτσι την αληθινή όψη της ζωής
τα κέρινα πρόσωπα με τα ψεύτικα χαμόγελα
και τους κίβδηλους ανθρώπους που μας αφεντεύουν
και το φεγγάρι, με μάτι άγρυπνο κι αφτί ασκημένο
στους αναστεναγμούς και στους ψιθύρους
γράφει στο δευτέρι του την ιστορία της οικουμένης
σκοντάφτοντας στα σάπια κόκαλα αυτών π’ άδικα χάθηκαν
τους εξόριστους, τους δολοφονημένους και τους κατατρεγμένους
στο αίμα των γεννημένων και των αγέννητων
στο κλάμα αυτών που ζούνε μοναχοί και των ορφανεμένων,
φεγγάρι, πες μας, ποιος άδικος θεός ή δαίμονας
μας αφήνει γυμνούς, νηστικούς και διψασμένους
μας ρήμαξε το έρεβος και τα σπλάχνα μας τρέμουν, πονά το κορμί μας.
πες μας, φεγγάρι μου για τους ωραίους ναυαγούς
που πεθαίνουν για τον έρωτα
για αυτούς που πίστεψαν στον άνθρωπο
αντισταθήκανε στο άδικο, πάλεψαν
και με το αίμα τους γράψανε το ‘ αγάπη’,
μίλησε μας, για την κοινή μας μήτρα και την μοίρα που μας δένει
φεγγάρι, μόνο εσύ μπορείς να ξέρεις
γιατί εμείς, τόσα χρόνια, τίποτα δε μάθαμε και ψάχνουμε ακόμα
να βρούμε την ατίμωση και το θάνατο που μας ταιριάζει.

ΑΠΟΝΙΑ / ΔΕΣΠΩ ΠΗΛΑΒΑΚΗ


Μια πεταλούδα με πολύχρωμα φτερά
του κήπου τα λουλλούδια χαιδεύει
σαν τ ορφανό που μεσ´σε κάθε αγκαλιά
τη μάνα του που έχασε γυρεύει
Τι κι αν παιχνίδια του χαρίζουνε σωρό
και τ αγοράζουνε καινούργια ρουχαλάκια
τη μυρωδιά ψάχνει της μάνας ,το μωρό
και τα δικά της τα ολόγλυκα λογάκια
Ένα σπουργίτι το παράθυρο κτυπά
έξω χιονίζει και φυσά ,θα ξεπαγιάσει
μα την καρδιά μας ποιος θα μάθει ν αγαπά
να του ανοίξει να μπει μέσα να φωλιάσει
Ένας Χριστός κουρελιασμένος,νηστικός
ο κάθε άνθρωπος που τσάκισε ο πόνος
βαρύς κι ασήκωτος της φτώχιας ο σταυρός
μα δυστυχώς τον κουβαλά καθένας μόνος