Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοράρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μοράρης Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022

Γιώργος Μοράρης (μικρή αναφορά)



Ο Γιώργος Μοράρης γεννήθηκε στη Λεμεσό της Κύπρου το 1946 και απεβίωσε το 2022.  Απόφοιτος της Φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως καθηγητής φιλόλογος στην Αθήνα. 


Ποιητικές συλλογές, 
  • Συναναστροφές σιωπής το 1991,
  •  Άνθη Ράμνου το 1999 και 
  • Ροσμαρίνος το 2008, όλα στις Εκδόσεις Καστανιώτη. 
Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και σε ποιητικές ανθολογίες. Έχει τιμηθεί με το πρώτο κρατικό βραβείο ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου και από την Ακαδημία Αθηνών.

Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2020

«ΑRS MORIENDI» / Μοράρης Γιώργος


Η χορεύτρια που έβλεπε τη ζωή
ένα παιχνίδι στον αέρα
ξετυλίχτηκε σαν ένα κύμα
να διαγράψει στον αέρα το ανεπανάληπτο τόξο της.
Πριν ζευγαρώσει ξανά με το κορμί της
η αυλαία έκλεισε για πάντα
αφήνοντας ανοιχτή μόνο μια γωνιά στα χείλη της.
Από ένα μικρό πέρασμα μας έδωσε την ψυχή της.
Την έβαλαν στη στάση εμβρύου
σαν να ‘ταν η μέρα του πένθους μέρα τοκετού.
Το τελευταίο επιφώνημα ζωγράφισε στην όψη
που έσπασε το σφυγμό της σαν χορδή άρπας.
Ο ελεγειακός ποιητής κλείστηκε στη νεκρή
να γίνει εκείνος το όνειρο της νύχτας της.
Ακόμα χορεύει
βγαίνει από το σώμα της σαν φάντασμα
και μαθαίνει την τέχνη του θνήσκειν.

Ο ΛΟΙΜΟΣ / Μοράρης Γιώργος

Ακόμα και τα μάτια των ψαριών γέμισαν δάκρυα
όταν οι Αθηναίοι
άναψαν την πυρά μπροστά στη θάλασσα
χτυπημένοι από τον μαύρο όλεθρο.
Πήραν φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
το πέταγμα της σκιάς μου
ενώθηκε με τη νύχτα
η ψυχή ναυάγιο του κορμιού μου
κάτι λιγότερο από καπνό και από άνεμο.

Θαμμένος σ’ έναν τάφο
γεμάτος ανεξιχνίαστα μυστικά.
Πάνω στη στάχτη μου πλαγιάζουν
οι νεκροί του λοιμού.
Για το σκοτάδι που κρύβει μέσα του ο κόσμος
ο ήλιος ας με έκαιγε στο άπειρο
να μην βρείτε την τέφρα μου στη γη.

Ροσμαρίνος: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Μοράρη από τις Εκδόσεις Καστανιώτη / 2008

Εραστής της ανυπαρξίας το κενό
σαν παιδιά τους αγκάλιασε.
Από τον Φαέθοντα κατέβασε
το χρυσό προσωπείο
πως ήταν γιος του ήλιου.
Αφαιρώντας από τον Ίκαρο
αυτό που δεν ήταν
και τα φτερά που τον σκεπάζανε μανδύας ……

***
Στην κόψη του πεπρωμένου
τα βλέμματα τους έτρεξαν σαν αύρες
και συναντήθηκαν στο άπειρο.
ο θάνατος μιλούσε
με τα στοιχειά της φύσης

***

 Θέρος είναι και ο θάνατος δροσίζεται
κάτω από τους ίσκιους του
φυλάγοντας στη σαρκοφάγο το τρόπαιό του
η κιβωτός που διασώθηκε
περιέχει την νικημένη ζωή

**
Η Δήλος

Η Δήλος με τις σπασμένες πέτρες
οστεοφυλάκιο των αγαλμάτων.
Αγγίξαμε τρυφερά τις υγρές τους κόγχες
που τυφλωθήκαν από το απολιθωμένο φως.
Ανάμεσα του ο έρωτας φαίνεται να κοιμάται
τον ύπνο της πρώτης παιδικής ηλικίας
Όμως η ψυχή του
και με τον σβησμένο πυρσό της
βρίσκεται στην αγρύπνια.

***

Ταφική Απομόνωση


Καμιά εκπλήρωση
δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίσει
τα μάτια μας που έπλεαν 
και χάθηκαν μακριά. 
Κάτω από την επιφάνεια της λίμνης 
γλιστρούσαν οι χελώνες 
σχημάτιζαν ερωτική πομπή 
και χόρευαν στο υδάτινο μισόφωτο. 
Εκεί που τα γλυκά νερά της αλμύριζαν 
πρόβαλε το φάντασμα της αρχαίας θάλασσας 
με τα κύματα των άπειρων υποσχέσεών της. 
Βγήκαν φεγγάρια 
που καταδύθηκαν για το λουτρό τους
και ξανάνιωσαν 
κεφάλια Νηρηίδων
στήθη που τέμνουν το πέλαγος. 

Το πόδι του χρόνου κρινόταν 
στους βραχίονες μιας ζυγαριάς
χωρίς αντίβαρο.
Ταλαντεύτηκε μπροστά μας η θέα
και το φάντασμα της αρχαίας θάλασσας 
αναδιπλώθηκε να διαλυθεί
στο σάβανο της ομίχλης. 
Οι χελώνες άκουγαν κραδασμούς
που δεν τους εννοούσαμε
μας οδηγούσαν 
τα πηδάλια των ποδιών τους 
εκεί που μετατοπίσθηκαν όλα 
στην αρχική θέση τους.
Όπως άνοιξαν 
έκλεισαν οι πύλες του τοπίου 
ενταφιάζοντας  απομεινάρια
μιας ακινητοποιημένης ζωής.

Έρμαιο στη ναυτία των αιώνων 
εκείνος π’ αφήνει 
την αρχαία θάλασσα ν’ αναπαύεται

μέσα στην ψυχή του.

Νιόβη 1974 (Τουρκική Εισβολή στην Κύπρο '74)

Μοράρης Γιώργος

Δεν έχασε μόνο τη μάχη
Έχασε περισσότερα από τη μάχη.
Μια Νιόβη δίχως δάκρυα.
Πέταξαν αίμα και ζωή
πίσω από τον άπιαστο τοίχο του σκοταδιού.
Ξέθαψαν τα παιδιά της απ' το πηγάδι
μ' ορθάνοιχτα τα στόματά τους
έτοιμα να τη φωνάξουν.
Κράτησε τη ψυχή τους με το φιλί της.
Να ζωντάνευαν στην αγέννητη κραυγή τους
με τη διορία μιας μέρας.
Το ακτινοβόλο μικρό όραμα
από καπνό και παραλήρημα.
Είναι στην ανημποριά των ηττημένων,
να τους ξεγελούν
πλάσματα με χέρια αλαβάστρινα
μορφές μιας γλυπτικής που τους σκότωσαν.
Όταν δεν ξεπλένουν το κακό
με δάκρυα συντριβής
άσβεστη μένει η φωτιά στα μάτια.
Η δύναμη τους ακατάργητο πένθος.

ΣΤΗΝ ΟΔΟ ΑΧΑΡΝΩΝ / Μοράρης Γιώργος


Στην οδό Αχαρνών
περνά το καραβάνι των νεκρών.
Ο Κέρβερος που ξέφυγε μόλις από το σκυλόσπιτο
βγάζει από τα τρία στόματα τον αφρό του
στους αποδιοπομπαίους από τον Άδη.

Στο τέρμα του δρόμου η Σφίγξ πτερωθείσα
από το μακρινό της χθες για το μακρινό της αύριο
η μητέρα του τρόμου
αναμένει σαν αράχνη τα έντομα.

Κανένα δεν ξεμπλέκει μια κλωστή
Χωρίς ν’ αγγίξει τον ιστό της.
Ο άνεμος λικνίζει την υφάντρα και τα νανουρίζει
αφιερωμένα από τις Μοίρες στο δίχτυ της.

ΜΙΜΟΖΑ / Μοράρης Γιώργος

Πόση φενάκη στη μαρμαρυγή του στολισμού της
περιβάλλει τα βαθιά της θέλγητρα
και τα μαλλιά να πέφτουν
νιφάδες από μετάξι
σε δέρμα από αλάβαστρο.
Δεν σε κοιτάζει μόνο με αυτό το βλέμμα
σου δίνει τα μάτια της
να γευτείς τα μήλα των Εσπερίδων.

Εύθραυστη κα φευγαλέα σαν τη Μιμόζα
Διαλύεται μόλις την αγγίζεις, μια οφθαλμαπάτη.
Πόσο δεν είναι μακρινοί συγγενείς
η ομορφιά και η πλάνη.

Παρασκευή 28 Απριλίου 2017

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ΄/ Μοράρης Γιώργος



Ένα νησί ταξιδεύει
με την ψυχή στην άπνοια
κοντά στον φάρυγγα του Λεβιάθαν.
Η κιβωτός τον λησμόνησε
ωσότου βρήκε τον κρυψώνα του
στον κατακλυσμό.
Κύματα που κάποτε παίζαν
με την ανάσα τ’ ουρανού
κλωσσώντας στην άμμο
την πεμπτουσία τους,
ζωγράφιζαν την αστάθειά τους
επίορκοι στο κάλλος εγγυητές του
κύματα, κορυφές και βάραθρα.

Το λουτρό / Το Ικρίωμα : Δύο Ποιήματα του Γιώργου Μοράρη

ΠΤΗΣΗ / Μοράρης Γιώργος



Σαν τις χελώνες δεν είμαστε
που με τα βήματά τους
ο μέγας χρόνος τους αθροίζεται
στον μοναχικό τους δρόμο.
Μοιράζεται μ’ άλλους
ο δικός μας χρόνος ο βραχύς.
Κάποτε πέφτει πάνω τους σκιά
και κατεβαίνει η βουή του ανέμου
κι αυτές με τα ιερογλυφικά στην πλάτη
σέρνουν το καβούκι τους, έτοιμο τάφο
όταν αετοί τις αρπάζουν

προς ένα ουρανό
στεγνό κι αδάκρυτο.
Γύρω σμήνη των άστρων με το βόμβο τους
χλευάζουν
το περιορισμένο διάστημα της ύπαρξης.

Για κείνους που ιππεύουν αετούς
είναι το άπειρο μια τεράστια φάρσα.

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015

Ο ΦΑΥΝΟΣ / Μοράρης Γιώργος



Πίσω τους άφησαν οι λουόμενες
φορέματα από χλόη
και τ’ άπλωσαν όαση στην ερημιά.
Παίζουν τα μαλλιά στον τράχηλό τους
ουρά της αλεπούς
εγερτήριο για το παλιρροϊκό μας αίμα.
Σε θάλασσα λεία σαν τη λεκάνη τους
η σωματική μας αιχμαλωσία λύνεται
μόνο με τον γάμο των πνευμάτων.

Εκείνος αναδύθηκε
μέσα από τα στρώματα του χρόνου
Έγιναν τα ρούχα διάφανα
που σχεδόν ενώθηκαν με το δέρμα του.
Βγάζει μόνο τα σάνδαλα
κι ορθώνεται στις οπλές.
Είναι Φαύνος.
Το δαιμόνιο ψάχνει το πνεύμα μας
να γίνει ταίρι.

ΣΤΗ ΜΗΤΡΙΚΗ ΕΛΙΑ / Μοράρης Γιώργος



Ελιά ετοιμόγεννη
χάρισε τον καρπό στη γη
κι άσε το λάδι σου να φτάσει
στα τραύματα των αγαλμάτων.
Ριγούν τα νέα κλαδιά
που ενώνονται με τον αρχαίο κορμό σου.

Σε κάποιο χρόνο που δεν έδυε ποτέ
τελείωναν εκείνοι
φροντίζοντας τη μακρινή ζωή σου.
Όταν στην ανάσα τους οι ουρανοί κλείναν
ανάγκαζαν τη θάλασσα να γίνει
πεδίον της τόλμης τους ταξιδεύοντας για τους γάμους
του ανέστιου δαίμονα.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Ταφική απομόνωση / Μοράρης Γιώργος



Καμιά εκπλήρωση
δεν μπορούσε ν’ αναχαιτίσει
τα μάτια μας που έπλεαν
και χάθηκαν μακριά.
Κάτω από την επιφάνεια της λίμνης
γλιστρούσαν οι χελώνες
σχημάτιζαν ερωτική πομπή
και χόρευαν στο υδάτινο μισόφωτο.
Εκεί που τα γλυκά νερά της αλμύριζαν
πρόβαλε το φάντασμα της αρχαίας θάλασσας
με τα κύματα των άπειρων υποσχέσεών της.
Βγήκαν φεγγάρια
που καταδύθηκαν για το λουτρό τους
και ξανάνιωσαν
κεφάλια Νηρηίδων
στήθη που τέμνουν το πέλαγος.
Ενωθήκαμε με τα είδωλα
που δεν επέστρεφαν
στον απαλό καθρέφτη του νερού.
Το πόδι του χρόνου κρινόταν
στους βραχίονες μιας ζυγαριάς
χωρίς αντίβαρο.
Ταλαντεύτηκε μπροστά μας η θέα
και το φάντασμα της αρχαίας θάλασσας
αναδιπλώθηκε να διαλυθεί
στο σάβανο της ομίχλης.
Οι χελώνες άκουγαν κραδασμούς
που δεν τους εννοούσαμε
μας οδηγούσαν
τα πηδάλια των ποδιών τους
εκεί που μετατοπίσθηκαν όλα
στην αρχική θέση τους.
 Όπως άνοιξαν
έκλεισαν οι πύλες του τοπίου
ενταφιάζοντας
απομεινάρια
μιας ακινητοποιημένης ζωής.
Έρμαιο στη ναυτία των αιώνων
εκείνος π’ αφήνει
την αρχαία θάλασσα ν’ αναπαύεται
μέσα στην ψυχή του.