Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μόντης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μόντης Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

Ανθρώπινες / Μόντης Κώστας



Φαίνεται πως η επιβίωσή μας δεν είν’ δική μας υπόθεση,
φαίνεται πως κάποιον άλλον πρωτίστως ενδιαφέρει,
εκείνον που τόσο προσεχτικά
φρόντισε να επικολλήσει ανταμοιβή
ακόμα και στα πιο ασήμαντα
που θα ‘πρεπε να κάνουμε για να ζήσουμε,
κάποιον που ήξερε καλά
πόση εμπιστοσύνη θα μπορούσε να μας έχει
χωρίς αυτές τις ανταμοιβές.

Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής: Ποιητική Συλλογή του Κώστα Μόντη εκδοθείσα το έτος 1954




ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλιώτικα
το πέρασες το καλοκαίρι.
Δεν χρειάζεται μεγάλα πράματα
κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσεις,
μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
ένα καλοκαιράκι του Θεού.
Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνει
που να τος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
και μήνυσε πως έρχεται;
Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
για να περάσεις τον χειμώνα.
Και δεν την έχεις τη χαρά αυτήν εσύ.

ΑΛΓΕΒΡΑ

Λοιπόν, τo λυσες τόσο απλά
το πρόβλημά σου, φίλε μου.
Κι’ όσο που σκέφτομαι πως στο γυμνάσιο
δεν τα κατάφερνες καθόλου στα προβλήματα.
Αλήθεια πως δεν είναι τα σχολεία
μα η κοινωνία που τ’ απονέμει τα βραβεία.
Εγώ ο κουτός, ο πρώτος σας στις άλγεβρες,
ποχα γραμμή πάρει όλα τα αριστεία,
έκανα μια καταγραφή περίεργη
μ’ άγνωστους χίλιους δυο
που μου τα μπέρδεψαν.
Ενώ τι θετικός εσύ!
Ένα άγνωστο κατέγραψες μονάχα,
τον κεντρικό πυρήνα της δικής μου εξίσωσης,
το πρώτο προαπαιτούμενο,
την πέτρα του σκανδάλου.
Κι ήταν το πρόβλημα σου τέτοιο, μάλιστα,
που ούτε χρειαζόταν να το λύσης
ως προς αυτόν τον άγνωστο.


ΕΞΙΣΩΣΗ

Μπορεί κάποια φορά
Να χε μεγάλη διαφορά
μπορεί μια τέτοια εξίσωση να ταν γελοία
την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία
αγάπη και φιλοσοφία
Μα τώρα πια…
Μα τώρα πια…
Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες
πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες
σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη
την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,
πως θάρχονταν μια μέρα που
-όπως είχες σκεφτεί για τον παππού-
για εσένα που καυχόσουνα
να δείξεις και να κάνης
θα ταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου
να ζεις ή να πεθάνεις.

ΕΙΝ’ ΛΙΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

Είν’ λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους του Καβάφη
Μ’ όση δραματικότητα κι αν σου το περιγραφή,
γιατί επιτέλους είν’ μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι’ αυτοί οι βάρβαροι θ’ αλλάξουν πια την ζωή σου.

Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένεις,
μ’ άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένεις,
ξένος σ’ ερημικό δρομάκι ξένο
σαν φύλλο του φθινόπωρου απ’ τον άνεμο ριγμένο

και να κοιτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζεις τη φωνή σου,
να χει κοπή του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου

και το χειρότερον απ’ όλα ακόμα,
να μη βλέπεις τη λύση στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύονται και άρπουν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρεις αν δεν σου είναι το ίδιο κ´ οι τάφοι ξένοι.

ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ

Συγχωρέσε με, φίλε μου,
που ενώ είχαμε μαζί,
σαν από κάποια συμφωνία μας μυστική,
κινήσει για τη νευροπάθεια
κ’ είχαμε προχωρήσει κι’ αρκετά
στα σκοτεινά της μονοπάτια θαρρετά,
έδειξα τόσην εγώ αστάθεια
που την αποφύγα και σ’ άφησα μονάχο
να γίνω οικογενειάρχης νουνεχής,
ενώ να εσύ τι συνεπής
έγινες πρώτης τάξεως
νευροπαθής.
Ντράπηκα που σ’ αντίκρυσα
προχτές στον δρόμο
με τον σταυρό της μοίρας της γενιάς μας
στον κοκκαλιάρικο ώμο,
σ´ όλη τη φόρμα σου,
στο πλέριο φτιάξιμό σου.
Είχε το βλέμμα σου που μού ρριξες
μεγάλη δόση, βέβαια, θρίαμβο
μα ωστόσο διάβασα με πόνο στη γωνιά του
κάποιου κρυφού παράπονου τον ίαμβο,
γι’ αυτό σου λέω πως ντράπηκα.
Σε γέλασα, καλέ μου φίλε, και συγχωρέσε με,
αν και, για να με ειλικρινής,
-μην υποθέσης που στο λέω για παρηγόρια-
δεν ξέρω, αλήθεια, κι ορισμένως,
ποιος απ’ τους δυο είν’ ο γελασμένος.

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Παραλλαγή / Μόντης Κώστας



Κανονικά δεν είχε τίποτα να πει ο Όμηρος
για την Κυπριακή συμμετοχή.
Και δίχως άλλο θα την παρέλειπε ολότελα
αν δε συνέβαινε να ‘ν’ Κύπριος κι ο ίδιος
κι ήταν πια δύσκολη η θέση του
και πια δε γινόταν έπρεπε να βρει αφορμή να ενδιατρίψει
όσο κι αν καταλάβαινε πως δεν ήταν για να τραγουδήσουν
ένα θώρακα οι στίχοι του,
όσο κι αν καταλάβαινε πως παρεξέκλινε.

Ένα παλιό αυτοκίνητο / Μόντης Κώστας

Ήταν ένα παλιό, σακατεμένο αυτοκίνητο. Η μια του ρόδα διπλωμέ-
νη, σπασμένα τα πλευρά του, τρύπιο τ’ αδιάβροχό του. Βροχές πολλές 
κι ατέλειωτος καλοκαιριάτικος ήλιος θα το χτύπησαν ανυπεράσπιστο 
και του πήραν το γαλάζιο του χρώμα και το γέμισαν ασπροκίτρινες 
ρυτίδες. Τα φανάρια του έχασκαν άδεια. Κάποιος τούς είχε ξεριζώσει 
τις μικρές λαμπίτσες, ίσως ο ίδιος που τα ’πλενε πριν κάθε μέρα και τα 
σκούπιζε απαλά σα να τα χάιδευε. Με το χάδι του στην καρδιά προ-
σπαθούσαν κι αυτά οληνύχτα να του δείχνουν τα χαντάκια, τις πέτρες, 
τα στριψίματα, τον κίνδυνο. Ακούραστα (κουράζεσαι όταν αγαπάς;) 
ψηλαφούσαν το σκοτάδι να ξεδιαλύσουν το καλό απ’ το κακό χωρίς ο 
ύπνος να μπορεί να τα κλείσει (κοιμάσαι όταν αγαπάς;)
Και δεν ήταν μονάχα τις λαμπίτσες, ήταν και τα στολίδια τ’ αρα-
διασμένα τόσο σοφά μπροστά στο τιμόνι που είχαν ξεριζώσει: τους 
κόκκινους δείχτες, τ’ άσπρα χερούλια, το μιλίμετρο που καθώς έδειχνε 
με το δαχτυλάκι του τα πενήντα, τα εξήντα μίλια σάστιζε πλάι του το 
ρολόι και σταματούσε στην τρελή, απέραντη στιγμή τού μεθυσιού του 
τον χρόνο.
Ήταν αραγμένο, πεταμένο, κοντά στο παράθυρό μου. Παραπέρα, 
μισό βηματάκι παραπέρα, γκρεμνιζόταν σχεδόν κατακόρυφη η χαρά-
δρα. Και τ’ αυτοκίνητο ακουμπούσε στο χαμηλό πετρόχτιστο τοίχο 
που οροθετούσε* το χάος της.
Δεν είχα ρωτήξει ποιου ήταν, πώς βρέθηκε εκεί. Το παραδέχτηκα 
χωρίς ιστορία. Τι να την κάνεις τώρα την ιστορία; Ωστόσο σκεφτόμου-
να το στερνό του κύλημα πόσο φοβερό θα ’ταν.
– Σπρώχτε, σπρώχτε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο.
Έπρεπε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο για να νιώθει καλύτερα πως 
άγγιξε το σκληρό πέτρινο τέρμα, πως δεν είχε πια ούτε τόσο δα κομ-
ματάκι δρόμου μπροστά του.
Έκανε το τελευταίο αυτό ανήμπορο βήμα άθελά του, χωρίς ψυχή, 
χωρίς φωτιά. Στο μηδενικό οι κόκκινοι δείχτες, όλοι οι κόκκινοι δεί-
χτες στο μηδενικό. Κι ήταν βέβαια, πολύ παραξενεμένο και τρομαγ-
μένο μα δεν νομίζω να είχε φανταστεί πως το ’χωναν αυτού ώσπου να 
λιώσουν τα σίδερά του. Θα ’ταν δύσκολο να το φανταστεί.
Ποιος ξέρει πόσο καιρό ήταν έτσι ακουμπημένο στον τοίχο. Απο-
κάτω είχαν μαζευτεί ένας σωρός σκουπίδια. Και τ’ αυτοκίνητο τους 
επέτρεψε και τα προστάτεψε.
– Εντάξει, μείνετε, κανείς δεν θα σας πειράξει.
Μικρή υπηρέτρια, ε μικρή υπηρέτρια, δεν μπορείς να σκουπίσεις 
κάτω από ένα αυτοκίνητο που χιλιάδες άνθρωποι μέριασαν* για να πε-
ράσει (να που χρειάζεται κι η ιστορία, να τη φοβάσαι την ιστορία). Αν 
αποπειραθείς μια τέτοια ανοησία, μα τον Θεό η φωτιά του θ’ ανάψει 
ξανά, τα σβησμένα μάτια του θα πετάξουν σπίθες, τα σκουριασμένα 
σίδερα θα τρίξουν, το τρύπιο του αδιάβροχο θ’ ανεμίσει οργισμένο, οι 
πόρτες του θα κλείσουν (τρακ!) και θα ορμήσει στον γκρεμνό σέρνο-
ντάς σε μαζί του, ασυλλόγιστο κοριτσάκι.
Θυμάμαι ένα ένα τα σκουπίδια που ήταν στοιβαγμένα κάτω απ’ 
τη φύλαξή του: Μερικά κουτιά τσιγάρων, ένα κομμάτι ξεθωριασμέ-
νο μεταξωτό ρούχο, μια ξεσκισμένη κάλτσα, μισός σπασμένος καθρέ-
φτης, σκουριασμένα καρφιά, τσαλακωμένα χαρτιά, ένα παπούτσι (δεν 
σκηνοθετώ. Έτσι ήταν). Μια φορά είχαν ζήσει, βέβαια, κι αυτά ώσπου 
ήρθε ξαφνικά ο χαμός κι έτρεξαν βιαστικά να κρυφτούν. Αλήθεια, πού 
να κρυφτούν; Πίσω απ’ το κοτέτσι, απ’ τη μεγάλη άσπρη πέτρα, απ’ 
τον σωρό τα ξύλα; Όχι. Κάτω απ’ τ’ αυτοκίνητο. Αυτό δεν ήταν όμοιό 
τους, δεν ήταν σκουπίδι, δεν μπορεί να γίνει σκουπίδι ένα αυτοκίνητο.
Ήταν το νούμερο 5540. Του άφησαν τον αριθμό, δεν τον χρειαζό-
ντουσαν και τον άφησαν να πεθάνει κι αυτός τον αργό, τον ατέλειωτα 
αργό θάνατο (ώσπου να λιώσουν τα σίδερα).
Τ’ αλλοπρόσαλλο* ήταν που οι πόρτες ήταν κι οι τέσσερις ανοιχτές 
σα να περίμεναν τους επιβάτες, ολάνοιχτες σαν αγκαλιές και σα φτε-
ρούγες. Κι ούτε που σκεφτόταν κανείς να τις κλείσει.
– Τι περιμένεις, δεν υπάρχει πια δρόμος, δεν υπάρχουν πια επιβάτες.
Κι όμως υπήρχε κάποιος δρόμος ακόμα. Γυρνώντας ένα απόγιομα 
στο σπίτι είδα τ’ αυτοκίνητο στην άκρια του γκρεμνού απάνω απ’ τον 
πετρόχτιστο τοίχο και τέσσερις πέντε ανθρώπους να το σπρώχνουν να 
πέσει. Οι γειτόνισσες κι ένας σωρός παιδιά ήταν γύρω και χάζευαν και
χειρονομούσαν κι απολάμβαναν. 
Είχα φτάξει την τελευταία τελευταία στιγμή, τόσο που μόλις πρό-
λαβα να το δω κι εκείνο γυρνώντας ανάστροφα χάθηκε με θόρυβο στο 
χάος.
Πίσω του αλάλαξε* το πλήθος κι έσκυψε να το δει που κατρα-
κυλούσε.
Η σπιτονοικοκυρά μου μου ξήγησε πόσο καιρό το μελετούσαν κι 
αμελούσαν. Ήταν μεγάλη ασκήμια. Και μαζευόντουσαν τόσα σκουπί-
δια αποκάτω.
Α ναι, ήταν και τα σκουπίδια. Τα είδα όλα ξεσκεπασμένα, απρο-
στάτευτα, φοβισμένα, έκπληχτα, να μένουν ακίνητα το ένα κοντά στ’ 
άλλο και να περιμένουν

[Άτιτλη στιγμή] / Μόντης Κώστας


Γιατί τόσα Μνημεία στον Άγνωστο Στρατιώτη
κι ούτ’ ένα στον Άγνωστο Άνθρωπο;
Εμείς πού θα βάνουμε τα στεφάνια μας;

Στιγμές / Μόντης Κώστας




Να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να καθαρίσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να μπολιάσουμε το δικό μας,
να πάρουμε μια σταγόνα απ᾽ το αίμα σου
να βάψουμε το δικό μας
να μη μπορέσει πια ποτέ
να το ξεθωριάσει ο φόβος.
Να πάρουμε το τελευταίο σου βλέμμα
να μας κοιτάζει να μην ξεστρατίσουμε,
να πάρουμε την τελευταία σου εκπνοή
να ᾽χουμε οξυγόνο ν᾽ αναπνέουμε
χιλιάδες χρόνια,
να πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις
να ᾽χουμε να τραγουδάμε
ανεξάντλητα εμβατήρια για τη λευτεριά…

Μην πέσει σκιά στον τάφο αυτό
ούτε από γιασεμί στο φεγγάρι.
Ο τάφος αυτός είναι για να παίζει
με ξίφη αυγουστιάτικων ηλιαχτίνων
και να στέλνει διπλούς ήλιους
πίσω στον ήλιο.
Κι ακόμα όχι, ο τάφος αυτός
δεν είναι για ν᾽ αντανακλά τον ήλιο,
ο ήλιος είναι για ν᾽ αντανακλά τους ήλιους του.



ποίημα για τον Γρηγόρη Αυξεντίου

Άγνωστος στρατιώτης / Μόντης Κώστας

Γιατί πάντα αυτός ο ρωμαλέος,
γιατί πάντα αυτός ο γενναίος πολεμιστής
ν΄ αντιπροσωπεύει τον Άγνωστο Στρατιώτη;
Υπάρχουν κι΄ άλλοι πιο δειλοί, πιο αδύνατοι,
με πιο ρυτιδωμένα μέτωπα,
με μια πικρή σκέψη στο βλέφαρο,
με πολλούς υπολογισμούς πίσω απ΄ την σκανδάλη.
Δε μας κάνουν αυτοί,
δε γίνουνται αγάλματα αυτοί;

Γραμμα στη μητερα κι αλλοι στιχοι / Μόντης Κώστας



Οι στίχοι προστρέχουν να σε τραγουδήσουν
κι απορρίπτονται, Γρηγόρη.
Γιατί πώς να σε τραγουδήσω εγώ
με τι να σε τραγουδήσω;
Μ᾽ ένα παράθυρο κληματαριά,
με μια αγκαλιά αγάπη,
με μια λεμονιά περιστέρια;
Δεν μπορώ ν᾽ αναλάβω την ευθύνη σου, Γρηγόρη,
δεν προορίστηκα για την ευθύνη σου.
Γιατί στο βουνό, Γρηγόρη;
Τι εξηγήσεις θα δώσεις τώρα στον αγαπημένο κάμπο
που σου τάνυσε την καρδιά στην άπλα του,
που σ᾽ έμαθε να του αναμετράς τους ορίζοντες,
που σ᾽ έμαθε να τον χουφτιάζεις κι εκείνος να μη μπορεί;
Όταν τα περιστέρια άρχισαν να φέρνουν βόλτες
απάνω απ᾽ τη Μεσαορία
και τα τέσσερά της άκρα συρρικνωνόντουσαν
και τις νύχτες συνωμοτούσε η απορία της
και τ᾽ αλώνια δεν ανταποκρινόντουσαν
στις παιδικές κραυγές του απογεύματος
κι ο κάμπος απέσειε τα κοινά επιτεύγματα,
εμείς ξέραμε τι προμηνύματα ήταν αυτά,
εμείς ξέραμε πια τι διαγραφόσουνα στον ορίζοντα,
ξέραμε τι πήγαινες να κάνεις.
Γρηγόρη, δεν άφησες περιθώριο,
Γρηγόρη, δεν είν᾽ έτσι που ενθαρρύνονται οι επενδύσεις στην Ιστορία.
Αποσύρουμε τις τόλμες του παρελθόντος, Γρηγόρη,
αποσύρουμε τα μεγάλα μαύρα γράμματα των αναγνωστικών.



*ποίημα για τον Γρηγόρη Αυξεντίου

Ένα τουρκάκι στο Κιόνελι το 1966 / Μόντης Κώστας


Μ’ ενδιαφέρει αυτό το χαμόγελο του μικρού παιδιού
που τ’ αγνοήσαμε και μας ανέμισε
ένα χεράκι χελιδόνι,
που τ’ αντιπαρήλθαμε και μας ανέμισε
ένα χεράκι γιασεμί.

Μια εικονα Παναγιας κι ο Ιησούς / Μόντης Κώστας

Απ᾽ εκείνο το σφίξιμο στην αγκαλιά Της
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε
απ᾽ εκείνο το βλέμμα που μας βλέπει
καταλαβαίνεις πως ξέρει πως θα Της τον πάρουμε.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2016

Παναγιά στο Μόρφου / Κώστας Μόντης


Η πιο καλή γειτόνισσα
η Παναγιά είν' η Χρυσοζώνισσα.
Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη
όποτε πας θα 'ν' πάντα μέσα να προσμένει
να της ανοίξεις την καρδιά σου
τη λύπη να της πεις και τη χαρά σου
κι απ' το παλιό της πίσω το μανουάλι
να γνέφει "ναι" με το κεφάλι.
Ενα την έχει μοναχά πάντα στενοχωρήσει
που δεν μπορεί ένα καφεδάκι να σου ψήσει.
Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες
που δε λέει πια να πάρει τ' αγεράκι
βγαίνει κι Αυτή με μια καρέκλα στο σοκάκι
και τα κουτσομπολιά των άλλων τα τρελά
τ' ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.
Ωσπου με το "άντε για ύπνο πια κ' είν' ώρα περασμένη"
σηκώνεται κ' η Παναγιά
και παίρνει την καρέκλα της και μπαίνει

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Ο θώρακας του Κινύρα / Κώστας Μόντης


  Ποιητική Συλλογή Αγνώστω Ανθρώπω (1968)

Υπήρξαν πολλοί οι επικριτές του Κινύρα
 πως άλλα του ζητήθηκαν κι άλλα έδωσε,
πως απέκρουσε την Ιστορία, πως πρόσφερε απλώς ένα θώρακα
 για την εκστρατεία της Τροίας.
—Τίποτα περισσότερο δεν ήταν δυνατό, βέβαια,
να περιμένει κανείς από ένα ποιητή, είπαν.
— Μπορεί να κυβερνά ένας ποιητής
και μάλιστα σε τέτοιες κρίσιμες στιγμές; είπαν.
Ένας τρίτος είπε πως όλα εκείνα τα ποικίλματα
δεν ήταν δυνατό ν’ αντισταθμίσουν
την οφειλόμενη ανθρώπινη προσφορά.
Άλλος είπε πως ακριβώς και μόνο το γεγονός
πως τόσο βαρύτιμο έκανε το θώρακα ο Κινύρας
αποδείκνυε πως ένιωθε
κάτι άλλο σημαντικό παρέλειπε.

Κι ένας τελευταίος – ποιητής κι αυτός-
ο Εύκλος απ΄το Κούριο
είπε – δε νομίζω από αντιζηλία –
πως ούτε καν την ποίηση  
δεν ήξερε ο Κινύρας να θέσει υπεράνω όλων
- που ως φαίνεται ήθελε -
γιατί πώς θα΄ταν , αλήθεια, νοητό
όταν θα μιλούσε ο Όμηρος
για τους Κύπριους ήρωες-
να μην είχε παρά ένα κενό θώρακα να τραγουδήσει,
να μην είχε παρά ένα κενό θώρακα να περιγράψει,
όσο πολύτιμο;

Πέμπτη 12 Μαΐου 2016

Νύχτες ......του Κ. Μόντη

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Από τη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954)


Το διαβάσαμε στο βιβλίο "Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄τεύχος"  της Γ΄τάξης του Γενικού Λυκείου

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

H Δροσούλα του Κώστα Μόντη

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλάψουν τα γρουσά σου τα ματούδκια
τζι' ας βκαίνουσιν μισά που τον καμόν
τα παραπονεμένα σου λοούδκια

Εσούσαι τα χαράματα του φου
που μολοούσιν μέραν τζιαι ξυφώτιν
τζι' εγιώνι το σουρούπιασμα λαλώ
μα όπου τζιαι ναν' η νύχτα καρτερώ την

Εσού ξεπεταρούϊν που πετά
τζι' όσα θωρεί ομπρός του αγαπά τα
εν τζιαι δικλά ποττέ πίσω να δει
φιλιά με λοαρκάζει με μετρά τα

Εγιώ μως λοαρκάζω το φιλί
γιατ' εν τζι είμαι τζιαι γιω ξεπεταρούϊν
τζιαι μεν παραπονιέσαι τζιαι κανεί
μεν τρέμει τ' όμορφο σου το σιηλούϊν

Εσούσαι' νας αθθός της λεμονιάς
τζι' εγώνι τ' ολοτζιήτρινο λεμόνιν
εσούσαι παναϊριν π' αρκινά
τζι' εγιώνι παναϊριν που τελειώνει

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλαίσιν τα ματούδκια σου μπροστά μου
κάλλιον να κλάψουν τώρα φανερά
παρά να κλαίσιν ύστερις κρυφά μου



το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=G0WLt1TlHqo

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Μια λεύκα στην Κακοπετριά / Μόντης Κώστας




Αυτή η λεύκα στη ρεματιά
που λέει «όχι» και λέει «ναι»
και λυγίζει και δε λυγίζει
και γυρνά εδώθε και μας κλείνει το μάτι για τον άνεμο,
και γυρνά στον άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια1
 στη θάλασσα,
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια στις βουνοκορφές
κι ερωτεύεται
και γαργαλιέται
και σπαρταρά απ’ τα γέλια
που λες θα της πέσουν τα φύλλα,
κι αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια2
και γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι
«ελάτε τώρα, ελάτε τώρα»!
Αυτή η τρελή λεύκα
που θα κρεμαστεί το χειμώνα απάνω της η ελπίδα
της χαράδρας,

αυτή η τρελή λεύκα
που θ’ απογυμνωθεί το χειμώνα
για να μπορεί να λέει «όχι» στους χιονιάδες του Τροόδους,
που θ’ αποβάλει τον έρωτα και τα συναφή
και θα μείνει γυμνή ψυχή,
και θα μείνει γυμνή κάθετη ψυχή
για να πει τ’ «όχι»
τώρα που είν’ ανάγκη να το πει,
τώρα που δεν υπάρχουν πια περιθώρια για παιγνίδισμα,
για να πει τ’ «όχι»
τώρα που το χρειάζεται η χαράδρα.



Κώστας Μόντης, Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω, Λευκωσία 1974

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Δεύτερο γράμμα στη μητέρα (Απόσπασμα) / Μόντης Κώστας



 Θ

Μητέρα, διαισθάνομαι πως το γράμμα μου άρχισε να διασπάται,
διαισθάνομαι πως η συνοχή που επεδίωξα άρχισε να διασπάται,
πως η δομή που ήλπιζα άρχισε να διασπάται
σαν τις κουρασμένες τετράδες των μαθητικών παρελάσεων
όταν προσεγγίζουν το τέρμα
που λεν «ουφ» και ξεκουμπώνουν τα κολάρα
και «επιτέλους»
και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτερο στα καθημερινά
και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτερο στα συνήθη.
Κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η συνοχή,
κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η δομή,
πώς θα διασωζόταν η δομή,
πώς θ’ άντεχε η δομή,
πώς θ’ άντεχε η συνέπεια,
πώς θ’ άντεχε η ακολουθία,
πώς θ’ άντεχε ο ειρμός,
που, όπως είπα, έρχεται ο τυχών απροειδοποίητα κι ανοίγει την πόρτα,
που έρχονται απροειδοποίητα κι ανοίγουν την πόρτα
και μου τα πετάν ανάκατα μέσα,
που ξανάρχονται απροειδοποίητα και ξανανοίγουν
και διαδίδεται η είδηση
κι έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
και συνωθούνται;
Εγκαταλείπω τη συνοχή, μητέρα,
εγκαταλείπω τη δομή, μητέρα,
εγκαταλείπω τη συνέπεια,
δεν μπορεί να υπάρξει συνέπεια
έτσι που τώρα μιλώ για λογαριασμό όλων
και τώρα για δικό μου,
έτσι που τώρα είμαι όλοι
και τώρα είμαι μόνος,
έτσι που τώρα διαχωρίζομαι πλήρως
και τώρα ενούμαι πλήρως,
και τώρα ταυτίζομαι πλήρως,
σαν το μικρό τρελό κλαδί της λυγαριάς
που τη μια στιγμή αποσπάται και λυγίζει εδώθε,
και λυγίζει ενάντια εδώθε
μέσ’ στις τσιριξιές και τα χειροκροτήματα των σπουργιτιών,
τριγυρισμένο απ’ τις τσιριξιές και τα χειροκροτήματα των σπουργιτιών,
και την άλλη στιγμή σμίγει στην κατεύθυνση των λοιπών,
και την άλλη στιγμή σμίγει στην υπακοή τους,
σμίγει στην ενότητά τους
και δεν διαφωνεί
 και «τ’ είχαν και τσίριζαν τα σπουργίτια;»
και «τ’ είχαν και χειροκροτούσαν τα σπουργίτια;»,
σαν το μικρό τρελό πουλί
που ξαφνικά ξεκόβει και λες αλλού τραβά,
και λες σίγουρα αλλού τραβά
και μπράβο του,
μα ίδια ξαφνικά ύστερα πίσω τρεχάλα να φτάξει τ’άλλα,
ύστερα πίσω αγωνία να φτάξει τ’ άλλα,
κι εσύ δεν ξέρεις πια
αν έστω κι απ’ αυτή τη δειλή μεταμελημένη απόπειρα
βγήκε κάτι
ή αν χειρότερα τώρα.

Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη Λευκωσία* / Μόντης Κώστας


Τόσα χρόνια αναζητούσαμε θέματα.
Να τα, λοιπόν, τώρα!
Να που όταν, επί παραδείγματι,
πήραν τον σκοτωμένο
απ’ τ’ αντικρινό οικόπεδο
δεν πρόσεξαν την τσάντα με το πρόγευμα
που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του
και παρέμεινε.


* Οι φοβερές μέρες του Δεκέμβρη του 1963 στη
Λευκωσία: Αναφέρεται στις διακοινοτικές συγκρού-
σεις που ξέσπασαν τον Δεκέμβριο του 1963 και είχαν
ως αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλα, τη διαίρεση της Λευ-
κωσίας (που είχε συμβεί σε πρώτο στάδιο ήδη από το
καλοκαίρι του 1958) με τη δημιουργία της λεγόμενης

Πράσινης Γραμμής.

Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014

Θέμα για διήγημα / Μόντης Κώστας


Τέσσερα ξιπόλητα παιδιά
ήρθαν να δουν τη μητέρα τους στο Νοσοκομείο.
Είναι γύρω απ’ το κρεβάτι της.
Και δεν μιλούν.
Τι να πουν; Δεν ξέρουν τι να πουν.
Μιλά εκείνη. Μιλά διαρκώς εκείνη.
Και τα ρωτά και τα ρωτά
χωρίς να περιμένει απάντηση
και τους πασπατεύει τα κεφάλια.
Έπειτα τους δίνει τέσσερις καραμέλες
που της τις πρόσφερε χτες μια άλλη άρρωστη
και τις φύλαξε
(Της είχε πει: «Μπορώ να πάρω τέσσερις;»).
Όταν χτύπησε το κουδούνι τα παιδιά έφυγαν,
τα δυο μεγάλα έσερναν τα δυο μικρά κι έφυγαν.
Ξιπόλητα καθώς ήταν, σιωπηλά καθώς ήταν,
έφυγαν σα γατάκια.
Μα δεν έφυγαν αμέσως απ’ το Νοσοκομείο,
έμειναν πολλή ώρα ακόμα στην αυλή.
Κι η μητέρα όλο και ρωτά τις νοσοκόμες
αν τα βλέπουν απ’ το μπαλκόνι,
όλο και ρωτά

Πολυκατοικία / Μόντης Κώστας


Πώς καταντά, παιδί μου, αυτή η ζωή
στα χέρια μιας πολυκατοικίας.
Τι σύμφυρμα, τι παρδαλός συνωστισμός
ανθρώπων που συναπαντιένται στις σκάλες
και στους ανελκυστήρες βιαστικοί, 
με το τσιγάρο στο στόμα,
συνοφρυωμένοι, πολυάσχολοι,
χωρίς χαιρετισμό, χωρίς χαμόγελο,
χωρίς γειτονικό δεσμό.
Οι αρχιτέχτονες κι οι Ουγγαρέζες ορχηστρίδες
κι οι χτηματομεσίτες κι ο παιδίατρος
και το προσωπικό του Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Τελοσπάντων…