2ο βραβεῖο, στὰ πλαίσια τοῦ Β’ διαγωνισμοῦ ποίησης στὴν Κυπριακὴ διάλεκτο
....
Μὲ κόκκαλα τὰ χώματα
Σαννάχεν τρία στόματα
Πο'γιώμωσεν τοὺς τόπους
Τραοῦιν ἐν ποὺ ἔγραψα, τὰ κούτζια νὰ ἀφήσει
Τὰ ὄμορφα τὰ πλάσματα
Τζιαὶ τῶν γονιῶν τὰ κλάματα
Κάποτε νὰ δροιτζίσει
Ἔφας μωρὰ π'ον ἄουρα ,νέους πού 'ταν ἀθάσια
Θέλεις νὰ πεῖς ἀρέσα σου;
Πῶς τὰ χωνεύκεις μέσα σου;
Δίχα νὰ ’σιεις στομάσια;
Ἔν κρολοᾶσαι τὲς φωνές; μανάες ξεψυσιίζουν!
Δάκρυν ἔν νώθεις βαρετόν;
Ὄξα λογιάζεις τὸ νερὸν
Τάχα πώς σὲ ποτίζουν;
Ποιός σοῦ ’δωκεν δικαίωμα ν'ἀννεῖς μόνη σου λοῦκκον;
Τζιειμέσα γέρους τζιαὶ μωρά
Νὰ κόφκεις σἄλλους τὴν χαράν
Τζιαί νὰ τοὺς βάλλεις βοῦκκον;
Μάντα κατάραν ἔβαλες,τζι’εἴντα κακὸν σὲ πέμπει;
Στομάσιιν ποῦ ηὗρες γερὸν
Τζι ἔφαες τὸν Κυπριανὸν
Τζιεικάτω εἰς τὰ Τέμπη;
....
-Τζι ἄν απαντήσῃς ἀσσιημα, στὸν πόνον ποὺ μοιράστην
Εὐτζὴν βάλλω νὰ σὲ θωρῶ
Μαύρην ,ξερὴν δίχα νερόν
Τζιαί πέμπω την τοῦ πλάστη-