Κάθε λίγο
πετάω έναν άνθρωπο έξω από τη ζωή μου
επειδή μικραίνει η χωρητικότητα της
οι άνθρωποι φυτρώνουν συνέχεια στον κήπο μου
έχω όσους θέλω
αρκεί να τους λιπαίνω με ρωσικό λίπασμα
που τώρα είναι απαγορευμένο
το εισάγουν όμως ακόμα στη Βραζιλία
γι’ αυτό ο Μπολσονάρου δεν έχει πρόβλημα με αυτόν το πόλεμο
θαρρώ δεν έχει πρόβλημα με κανένα πόλεμο
σε αντίθεση με τους Αμερικάνους
που γουστάρουν μόνο δικούς τους πόλεμους
τερατόμορφοι στην αρχή σαν κάκτοι
οι άνθρωποι μου μεγαλώνουν με χέρια υψωμένα στον ουρανό
τους μαλώνω
θέλω να τους οικειώσω με την αληθινή ζωή
ο σκύλος μου τους φοβάται
και υποχωρεί γαυγίζοντας
ο Λαλ χτενίζει τα δόντια του και γελά
όταν αναθεματίζοντας τις ρίζες τους
αρχίζουν να τρέχουν τυφλοί πάνω κάτω
μέχρι που ο ήλιος τούς δώσει προσωρινά
ανώφελο καταφύγιο φως
αρπάζοντας το ακριβώς την ώρα που εγκαταλείπει έναν αποσιωποιημένο
το σπαταλούν σε δοσοληψίες για σάρκα και ψυχή
στην αγορά γελούν μαζί τους
σαν αποκολλιούνται από πάνω τους
χώμα κι αγκάθια
στην αγορά όσοι είχαν γεννηθεί κανονικά
από υπέροχες μήτρες, μια τρελή δόση χρωματοσωμάτων κλπ
γελούν μαζί τους
δεν έχουν απομείνει πολλοί από αυτούς
είχαν κάποτε μάνες και είναι περήφανοι γι’ αυτό
νιώθουν ανώτεροι
οι φυτευτοί
δεν ξέρουν από πού ήρθαν και πού πάνε
ποιος τους σπέρνει και πώς φυτρώνουν
γίνονται λείοι και γλιστεροί
πριν επιστρέψουν
απαλά στο χώμα
αν και δεν μπορούν
ούτε να ξεψυχήσουν