Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορφανίδης Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ορφανίδης Νίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Ουρανοδρόμιο: Ποιητική Συλλογή του Νίκου Ορφανίδη που εκδόθηκε το 1994 (Ακτή)

Το εωθινόν

Όλη τη νύχτα η πολιτεία βογγούσε ασταμάτητα
τα τροχοφόρα περιφέρονταν στους έρημους δρόμους
τα πουλιά κρύβονταν τρομαγμένα στις στέγες
τυλιγμένα σε κατακρεουργημένα σύννεφα
μια γυναίκα γύριζε στις καπνισμένες πλατείες στα στενά
φωνάζοντας εφιαλτικά ονόματα
Γιώργο Μιχάλη Λοϊζο
όλα τα παιδιά φευγάτα
στους τοίχους μόνο τ' αποτυπώματά τους
ήλθες και μού 'πες
τι κάθεσαι εδώ, τι περιμένεις επιτέλους;
εγώ ακουμπισμένος στα γόνατά σου να κλαίω
ύστερα πλάκωσαν οι παρελάσεις
οι φιλαρμονικές τα εμβατήρια
οι επίσημοι στις εξέδρες
χαιρετούσαν όλοι μ' ένα παράξενο τρόπο
τα διερχόμενα λάβαρα τα εορτάζοντα πλήθη
ζητωκραύγαζαν ανεμίζοντας σεντόνια καπνούς
τα παιδιά ξυπνούσαν νωρίς για το εωθινό
τριγύριζαν παντού χωρίς να ξέρουν
για το φόρεμά σου που ξεχάστηκε στη θάλασσα
για τα μαλλιά σου που ανεμίζαν την επερχόμενη βροχή
για το πρόσωπό σου που επέμενε ακόμα
σ' ένα θλιβερό πένθιμο σκοπό. 


***

Θάνατος Γ΄

Ο θάνατος είναι ένας παλιός γνώριμος
που στέκεται με τις ώρες στο στενό
σε περιμένει βαρυεστημένος στο σκοτάδι
βήχει βρίζοντας τον καιρό
ανάβει τσιγάρο ξενυχτά
έξω φυσά ένας δαιμονισμένος άνεμος
ανασηκώνει το γιακά της καμπαρντίνας του
τυλίγεται στο βρώμικο του κασκόλ
οι λιγοστοί διαβάτες τον προσπερνούν αδιάφορα
τα λεωφορεία άδεια κουβαλούν αγκομαχώντας
τους τελευταίους επιβάτες

εσύ κάθεσαι αμέριμνος στην τηλεόραση δίπλα στο τζάκι
χαϊδεύεις το γυμνό σώμα της αγάπης σου
η αγάπη σου σε κοιτάει ατέλειωτα στα μάτια
ένα βλέμμα βαθύ που σε διαπερνά, ανατριχιάζεις
χάνεσαι στα άγρια της μαλλιά στο στητό στήθος της
ψιθυρίζεις
ολοένα αναβάλλεις να φύγεις
ωστόσο ο θάνατος σε περιμένει
με το τσιγάρο να του καίει τα δάχτυλα
γιατί κάποια στιγμή οπωσδήποτε θα βγεις
κι εσύ στο δρόμο
είτε για τσιγάρα στο περίπτερο που διανυχτερεύει
είτε για να πάρεις λίγο αέρα
είτε για να γυρίσεις κρυφά στο άδειο σου σπίτι
και τότε οπωσδήποτε θα τα πείτε οι δυο σας
σαν παλιοί γνώριμοι
όπως τους φίλους από το στρατό
ή τους συμμαθητές στο Γυμνάσιο
που έχουν ασπρίσει ή καμπουριάσει από τον καιρό.

Το εωθινόν/ Νίκος Ορφανίδης

Όλη τη νύχτα η πολιτεία βογγούσε ασταμάτητα
τα τροχοφόρα περιφέρονταν στους έρημους δρόμους
τα πουλιά κρύβονταν τρομαγμένα στις στέγες
τυλιγμένα σε κατακρεουργημένα σύννεφα
μια γυναίκα γύριζε στις καπνισμένες πλατείες στα στενά
φωνάζοντας εφιαλτικά ονόματα
Γιώργο Μιχάλη Λοϊζο
όλα τα παιδιά φευγάτα
στους τοίχους μόνο τ' αποτυπώματά τους
ήλθες και μού 'πες
τι κάθεσαι εδώ, τι περιμένεις επιτέλους;
εγώ ακουμπισμένος στα γόνατά σου να κλαίω
ύστερα πλάκωσαν οι παρελάσεις
οι φιλαρμονικές τα εμβατήρια
οι επίσημοι στις εξέδρες
χαιρετούσαν όλοι μ' ένα παράξενο τρόπο
τα διερχόμενα λάβαρα τα εορτάζοντα πλήθη
ζητωκραύγαζαν ανεμίζοντας σεντόνια καπνούς
τα παιδιά ξυπνούσαν νωρίς για το εωθινό
τριγύριζαν παντού χωρίς να ξέρουν
για το φόρεμά σου που ξεχάστηκε στη θάλασσα
για τα μαλλιά σου που ανεμίζαν την επερχόμενη βροχή
για το πρόσωπό σου που επέμενε ακόμα
σ' ένα θλιβερό πένθιμο σκοπό. 

Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης στη Λευκωσία / Νίκος Ορφανίδης


Εισέρχεται έφιππος στην πόλη ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
ντυμένος τη στολή εφέδρου αξιωματικού
μπαίνει κρυφά στο στενό δρομάκι
εισβάλλει έπειτα λαμπρός στη λεωφόρο
μεσάνυχτα ανεβαίνει καβαλλάρης στον ουρανό
ταξιδεύει με τον άνεμο με τα πουλιά με τ' άστρα στο πέτο.

Κι εμείς βαδίζαμε όλη μέρα
έτσι
με τα λεωφορεία και τα ταξί
με τις γυναίκες μας που γρατσουνάγανε το τζάμι
με τα σκοτωμένα σπουργίτια
με το κόκκινο χρώμα στη μνήμη
με το αίμα που στράγγισε στο πουκάμισο
με τα μαλλιά της αγάπης μας
που χύνονταν στις ριπές του φεγγαριού
με την ανάμνηση που σπαρταρούσε.

Έτσι βαδίζαμε όλη μέρα
μαζί κι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης
που εισέρχεται έφιππος στην πόλη
κεραίες ασθενοφόρα πτηνά σύννεφα
καράβια μαρμαρωμένα πανιά
αστραπές λυγμοί πολυβολισμοί ριπές
ανεβαίνει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ντυμένος
την παράξενη στολή
έφιππος ανηφορίζει στα σύννεφα
καίγεται μαζί με το φεγγάρι με τα καράβια
με το σώμα του Γρηγόρη Αυξεντίου
που εγκαταλείπει την πόλη
όρθιος με ένα τραγούδι
κι ένα χαμόγελο απέραντα λυπημένο
ως το θάνατο. 

Τέσσερα ποιήματα του Kώστα Mόντη «Έλληνες ποιητές», «Άγνωστος στρατιώτης», «Πενταδάχτυλος προς Tούρκους εισβολείς», «Tης εισβολής»: Μελέτη του Νίκου Ορφανίδη

Ποίηση του Νίκου Ορφανίδη

Νίκος Ορφανίδης (βιογραφία)

Ο Νίκος Ορφανίδης γεννήθηκε στην Κυθρέα της Κύπρου το 1949. Ποιητής, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης με το έργο του Ελληνισμός και Ελληνικότητα στον Καβάφη. Είναι εκδότης του περιοδικού λογοτεχνίας και κριτικής Ακτή, που κυκλοφορεί στην Κύπρο και στην Ελλάδα από το 1989.
Δίδαξε σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης στην Κύπρο. Για χρόνια δίδαξε στην Παιδαγωγική Ακαδημία της Κύπρου φιλοσοφία και υπήρξε αποσπασμένος στην Υπηρεσία Ανάπτυξης Προγραμμάτων του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.  Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου και με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Κύπρου.


Εργογραφία:

Ποίηση

(2008) Η λυπημένη στο μαγεμένο δάσος, Ακτή
(1999) Η άλλη βιογραφία, Ακτή
(1994) Ουρανοδρόμιο, Ακτή
(1993) Ο άλλος χειμώνας, Ακτή
(1989) Ανατολική θάλασσα, Εκδόσεις των Φίλων
(1983) Εντός των τειχών, Εκδόσεις των Φίλων
(1979) Τα τραγούδια της Περσεφόνης
(1975) Η περιπέτεια του ήλιου

Δοκίμιο

(2005) Επί πτερύγων ανέμων, Αρμός
(2002) Λόγος παραμυθίας, Ακτή
(1994) Με οργή, Ακτή
(1984) Είκοσι κείμενα
(1982) Μαρτυρία
(1977) Ο νεοελληνικός περίγυρος

Πεζογραφία

(2008) Το βραδινό λεωφορείο, Αρμός
(2000) Κλειώ, Καστανιώτης
(1997) Ο άγγελος έφυγε ευτυχισμένος, Εστία
(1995) Επιβατηγό «Ρέθυμνο», Πατάκη
(1986) Κυπριακό ημερολόγιο, Αστρολάβος/ Ευθύνη

Μελέτες

(2003) Ως θέλγητρον μυστηριώδες, Σχόλια στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, Ακτή
(1997) Η θαυμαστή του πάθους κλίμακα, Δοκιμή στο αφηγηματικό έργο του Γεωργίου Βιζυηνού, Ακτή
(1997) Ο ελληνικός Καβάφης, Παρουσία
(1992) Όραμα και ματαίωση στον Παντελή Μηχανικό, Ακτή
(1990) Η λογοτεχνία του μυστικού δρόμου και άλλα νεοελληνικά, Ακτή
(1985) Η πολιτική διάσταση της ποίησης του Γιώργου Σεφέρη, Αστήρ

Φιλοσοφία


(1987) Δοκιμή για μια φιλοσοφική στοιχείωση, Δωδώνη



αναδημοσίευση από: http://www.diavasame.gr/page.aspx?itemID=SPG785

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΠΑΤΕΡΑ / Ορφανίδης Νίκος



Ύπνε που παίρνεις τους καημούς
πάρε και τον πατέρα.

Πάρ’ τον στον άσπρο κόρφο σου
μές στις βαθιές σπηλιές σου.

Πάρε και τον πατέρα μας στα σύννεφα
στο άσπρο του πελάγους
ντύσε τον με το βαμβάκι της αυγής
τον ουρανό και τ’άστρα.

Ύπνε που παίρνεις τους λυγμούς
δέξου και τον πατέρα.

Στην αγκαλιά σου πάρε τον
μές στο ζεστό σου κόρφο
γίνε μητέρα και πηγή και όνειρο
για να ξεχάσει δώσε του
το ξόρκι
τη νύχτα με τα μάγια της
τις μαγεμένες βρύσες.

Ύπνε που παίρνεις το κακό
τύλιξε τον πατέρα
στα μαγικά σου σύννεφα
μές στην κροκάτη γάζα
στο μούχρωμα του δειλινού.
Μές στα στεφάνια κρύψε τον
στην αυγινή την ώρα.
« Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά
πάρε και τον πατέρα μας»
στο σύννεφο
μές στο γαλάζιο στρώσε του
μαντήλι για να κοιμηθεί.
Η Λυπημένη στο μαγεμένο Δάσος-


Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

Λευκωσία άνοιξη 1980 μ.χ

Πάλι σε νιώθω που κατεβαίνεις
ήλιος πυρφόρος
στην τρικυμία της νύχτας
καθόμαστε στο πεζούλι
της έρημης γειτονιάς
γαρύφαλλο στ΄ αυτί
έλα να πιούμε ένα καφεδάκι 
η πόλη τεντώνεται νωχελικά 
τα σπίτια της πράσινης γραμμής 
περιμένουν τους ξεχασμένους ενοίκους
π΄ όλο μηνάν πως θα΄ ρθουν 
κι όμως δεν έρχονταν ποτέ.


Εντός των τειχών 1983

Πέμπτη 23 Απριλίου 2015

ΚΙΡΚΗ



Όταν σε τύλιξε το απρόσμενο σκοτάδι
όλα τα φίδια που στόλισαν κάποτε τα μαλλιά σου
ξύπνησαν μεθυσμένα
σε ανάρπασαν θυσία για τους μενεξελιούς ουρανούς
κι εσύ ταξιδεύοντας
διαμέλιζες το σώμα σου
χαμένη μέσα σε καπνούς και νυχτερινές ιαχές
ιέρεια μιας στοιχειωμένης μνήμης,
σ’ ακολουθώ εξόριστος αιώνες τώρα
σε ανατιναγμένα κρησφύγετα, ηφαίστεια, πολυβολεία
ανάπηρος
κουβαλώντας την κραυγή που διέρρηξε το στερέωμα
την ώρα που παραδόθηκες σπαράσσοντας στη σφαγή.

Ο ΛΟΓΟΣ



Κοίταξα την πρωινή χλόη
ένα ουράνιο αντιφέγγισμα να την περιχύνει.
Κι ευθύς
τα πόδια του Αγίου της σκήτης να γεμίζουν πληγές
αγκάθια να περπατούν στα δάχτυλα
νέφος ακρίδες να τον σκεπάζουν,μια φλόγα πυρός να ταξιδεύει
πίσω από τους βράχους των βουνών.
«Καιρός να σπείρουμε το λόγο σου, Κύριε», ψιθύρισε
πύρινες ανταύγειες να τον ντύνουν
μηχανές μαρτυρίου ν’ ακονίζουν το σώμα του
οιμωγές ανθρώπων ν’ ανηφορίζουν
το νυχτωμένο στερέωμα του θόλου.
Κι ο Άγιος της σκήτης
ένα δάκρυ λυτρωτικό
να του αυλακώνει το πρόσωπο
ανοιγμένες βρύσες εωθινού ύδατος
να τον περιχύνουν
κισσοί και πλατάνια να του ισκιώνουν το σώμα.

Κι εγώ διψασμένος γέμισα νερό τις φούχτες,
ένα σμήνος σπουργίτια
να συνοδεύουν τον όρθρο της μέρας

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Πέντε ποιήματα για τη Λευκωσία





Ετούτη η πόλη
γυναίκα
στη μέση του έρημου κάμπου.
Ψηλά η νύχτα
εγκλωβίζει τη σιωπή.

Στην αυλή του μουσείου
οι φοινικιές ανασαίνουν
την ερημιά σου.
Μέσα τα σπασμένα αγάλματα
ταξιδεύουν στις φλέβες
του μεσημεριού.

Η πόλη
ταξιδεύει
με κομμένη την ανάσα
της νύχτας της.
Από μακριά
οι δρόμοι
ανάπηροι την παρακολουθούν.

Στους φωταγωγημένους δρόμους
τα ηλεκτρόφωνα
σκοτώνουν
και τον τελευταίο ψίθυρο της
νύχτας.
Την αυγή
ο ιδρώτας του θανάτου
σμίγει
με τη λεηλασία της μέρας
που έρχεται.

Στο κέντρο της πόλης
τα σπίτια μοιρασμένα
αγκομαχούν.
Από κοντά
η πλατεία με τα λεωφορεία
φορτώνει
την ανάπηρη
πίκρα της.


5 Απριλίου 1979

Ώρες στη Λευκωσία




Και κάθομαι εδώ
μέσα στους ξένους ανέμους που περπατούν το κορμί σου.
Λευκωσία Λευκωσία
σε κυνηγώ μέσα στ' ατέλειωτα φώτα της νύχτας σου
μες στους ιριδισμούς των ηλεκτρικών
που τυραννούν την ψυχή μου
απόψε τα ηλεκτρόφωνα ξεχασμένα μου τρυπάνε τη θύμηση
σε κυνηγώ
μες στις σειρές των σκοτωμένων συντρόφων
βγαίνουν τις νύχτες με φαγωμένο το πρόσωπο
κτυπάνε τις πόρτες
Πράσινη Γραμμή Φυλακισμένα Μνήματα
η μνήμη του θανάτου σου με κομματιάζει
χρόνια τώρα φονικό στο φονικό
οι δρόμοι σου γέμισαν φαρμάκι και αίμα
τώρα ανεβαίνουν στις στέγες σου φωτεινές επιγραφές
αναδύεσαι μισή στο φως μισή στο σκοτάδι
οι νεκρές γειτονιές σου μας συσκοτίζουν
Λευκωσία Λευκωσία
σε κυνηγώ
μες στο μεθυστικό σου άρωμα που μου τινάσσει τη μνήμη
απόψε που ένα σύννεφο πουλιά
κατηφορίζει τις νεκρές λεωφόρους σου.


24 Αυγούστου 1980

Κερύνεια



Πόλη
με τις νεκρωμένες θάλασσες
και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που ξαγρυπνά ο θάνατος
και σκίζεται η πίκρα οριζόντια
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη
των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ
η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.


15-16 Ιουλίου 1977