Σπίτι μας που σε χτίσασιν πριν εβδομήντα γρόνια
μέ δίχα πολυτέλειες, μέ κήπους, μέ σαλόνια.
Δοκάρκα που τα μπήξασιν σε χώμαν οργωμένον
γεμάτο δρώμα, κόκκαλα, με γαίμαν ποτισμένον
των πρώτων των συντρόφων μας, το φως μες στον κατρά μας
που το λαμπρόν του ‘κόμα ζει πάνω στα λάβαρά μας.
Εφτά δοκάρκα μες στην γην, στους δέκα γρόνους τζ’ έναν
τζι ας είσεν που λαώνουνταν να μεν μείνει κανέναν.
Να βάλουμε το όγδοον, να μπούσιν τζι άλλα σίλια
το μαύρο τζαι η καταχνιά να μεν ι-βρίσκουν γρίλια.
Να γίνει μιάλο σαν δεντρόν, ν’ αθθίσουν τα κλωνιά του
ούλος ο κόσμος να χωρεί κάτω που τη νοσσιά του.
Τούτη για μας έν’ η ΕΔΟΝ, έν’ της ανάγκης γέννα
του αρκάτη τζαι της αγροθκιάς, της τέγνης τζαι της πέννας.
Για τζείνον πο’ ‘ν το χώνεψε τζαι ‘κόμα σύρνει πέτρες
ας βάλει μες στο νουν καλά πως άλλες θα ‘ρτουν μέρες
θεός, αφέντης, βασιλιάς που θα ‘ναι ο λαός μας,
πλούσιοι να μεν γίνουνται στον κόπο το δικό μας.
Να λείψει η εκμετάλλευση, η φτώσεια, η μιζέρκα
ούλλ’ οι αδρώποι πα’ στην γην να δώκουμε τα σέρκα.
Να αλλάξουμε τον άδρωπον, άδικον να μεν μείνει.
Σοσιαλισμός το μέλλον μας, το δίτζιο τζι η ειρήνη.