στη λευκή πεδιάδα
εκεί π’ ούτ’ ένα πράσινο φύλλο
δεν δροσίζει
τη γυμνή γη π’ ανασαίνει
στο βάρος μιας φθινοπωριάτικης μέρας.
Κι ήταν
όταν επέρασες δίπλα μου
με τη φαρέτρα γεμάτη
και το δόρυ γυμνό
στ’ άπλετο φωτομάζεμα των ήλιων,
με τη σφραγίδα της νίκης στο μέτωπο,
τόσο δροσερή
και τόσο παρθένα,
σωριάζοντας τρόπαια
στο κάθε σου βήμα.
Όπως μια κρήνη
κελαρύζει αφρόντιδα
κι ας στεγνώσουν τα χείλη
από μιαν άσβεστη δίψα,
έτσι τ’ ολόχαρο τίναγμα
της ξανθής σου πλεξούδας
μάταια έφτασε
ώς τα γυμνά μου τα πόδια,
μάταια εκάλεσε
το καθάριο χρυσάφι
τη γυμνή φούχτα του επαίτη.
Ξεφτισμένα φτερά
των τελευταίων ερώτων
μαδούνε τώρα
στη λευκή παστάδα
των κύκνων
κραυγάζοντας τον φόβο
των γαλάζιων λιμνών
στα πρώτα ρυτιδώματα
της ανατριχίλας
Όπου και να ’ναι
τα κύκνεια τραγούδια των πόθων
–λυσίκομες
ειμαρμένες
αδυσώπητων
νεκρών–
θ’ αντηχήσουν
κι εγώ
δεν έφτασα ακόμη να δω
τους κύκλους των ματιών σου
να μπλέκουν τα μολυβένια στεφάνια
των είκοσι ανοίξεων.
Βιάζομαι
να δώσω ό,τι έχω.
Σε μια γκρίζα σελίδα
δυο στίχους.
Την ώριμη οπώρα
που ξεχάστηκε
στον απόμερο κλώνο.
Τ’ όψιμο
ρίγος
στην εαρινή αύρα.
Στη σάλπιγγα που ήχησε
τ’ ανοιξιάτικο θούριο,
τον συντριμμένο αυλό
στον έρημο πευκώνα.