Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποδιναράς Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποδιναράς Γιάννης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2017

Μόρφου 1997 / Γιάννης Ποδιναράς



Δρόμοι στενοί
και πόρτες ανοιχτές.
Περνούσαμε γιασεμί τ' απόγευμα
–χαϊμαλιά της πρώτης αγάπης–
Αλυσίδες απλώναμε
τις ευωδιές των παθών
στις διαδρομές των υγρών ονείρων
και χτίζαμε τα θεμέλιά μας
στα ριζωμένα στη γη
λευκά αγγίγματα
της πρώτης και ανεξίτηλης γεύσης.

Από τη Ποιητική Συλλογή: Φαράγγια των Αγγέλων (2008)

Ποδιναράς Γιάννης (μικρό βιογραφικό σημείωμα)

Γεννήθηκε το 1951 στη Μόρφου της Κύπρου, όπου και έζησε μέχρι την τουρκική εισβολή. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στην Αθήνα και αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη. Έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στα παιδαγωγικά στη Μεγάλη Βρετανία. Δίδαξε σε σχολεία μέσης εκπαίδευσης στην Κύπρο.

Ποιητικές συλλογές:

«Ένα Πράσινο Θολό», Λευκωσία, 1996
«Φαράγγια των Αγγέλων», Λευκωσία, 2008


Σχετικά με τον Ποιητή μπορείτε να διαβάσετε και στις σελίδες: http://www.palmografos.com/permalink/10223.html

και http://www.ellinikipoiisi.com/poetry/%CE%BF-%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AE%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%B4%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CF%81%CE%AC%CF%82-%CE%B3%CF%81%CE%AC%CF%86%CE%B5%CE%B9-%CE%BF-%CE%B1/

Αναχώρηση / Ποδιναράς Γιάννης

Διάλεξες τη γαλήνη του κάστρου
στα κελιά της ερημίας και του κενού.
Δίχως απόγνωση.
Χωρίς δεκανίκια τις καρδιές των άλλων.
Οι ασάλευτες πέτρες
φρουροί της καρδιάς
που δεν κουβαλεί την πίκρα της ματαιότητας.
Στίγμα ζωής η μνήμη των ανθρώπων
που έμειναν στα κράσπεδα της αγάπης
να μαρτυρούν τη λιτανεία της θυσίας.

Οι νύχτες της σιγής
έκρυψαν βαθιά στα σπλάχνα σου
το εξαγνισμένο αίμα
που κοινωνεί μυστικά
το ρίγος και τη δόξα της αθωότητας.

Ταξίδια... / Ποδιναράς Γιάννης



Περάσαμε τη ζωή μας ταξιδεύοντας
στους λερούς δρόμους του Μπρούκλιν.
Παίξαμε, εκ του ασφαλούς,
διασχίζοντας το Σέντραλ Παρκ,
ανατριχιάζοντας σε κάθε κίνηση σκιών των απεγνωσμένων.

Χαζέψαμε την αγωνία
των βετεράνων του Βιετνάμ
που έκοβαν στα δυο,
με ειδικά μαχαίρια,
την ψυχή τους.

Κρατήσαμε συντροφιά
στους μοναχικούς καβαλάρηδες
και ψάλλαμε δυνατά
στις εκκλησίες των νέγρων.
...

Όταν άναβαν τα φώτα,
αναγνωρίζαμε τους ίδιους ίσκιους
στα πρόσωπα των ανθρώπων
που κάθε βράδυ παίρναν το ίδιο τραίνο,
την ίδια ώρα, κι από τον ίδιο πάντα σταθμό.
Το τραίνο που δεν ακολουθούσε
ποτέ το ίδιο δρομολόγιο
και δεν γνώριζες
τους ενδιάμεσους σταθμούς,
ούτε το τέρμα.

Κι όταν ξανάσβηναν τα φώτα,
πάλι ταξίδια.
Ταξίδια που δεν έγιναν,
κι όμως υπήρξαν.

Συνάντηση / Ποδιναράς Γιάννης

Στα πράσινα λιβάδια
το πρώτο τίναγμα της φτερούγας
μίλησε με το άστρο
που αγρυπνούσε και περίμενε
τη σοδειά της ριζωμένης στο χώμα καρδιάς.

Μαντατοφόρος η μοίρα των πουλιών
ζωγράφισε τ' ονειρεμένο ταξίδι
απ' τους ρόζους της γης
ως τις παρυφές του φεγγαριού.

Και το μήνυμα πήγε διάτρητο
απ' τις πληγές των ανθρώπων
ν' απαλύνει το λευκό των άστρων
και ν' αφήσει το βάρος της λάσπης
μετέωρο στους γαλαξίες.

Παλιός επισκέπτης / Ποδιναράς Γιάννης

Πήρα το δρόμο μετά από καιρό
περπατώντας στην ίδια άκρη.
Θωπεύοντας αγάλματα
που βάραιναν την ψυχή μου όλα τα χρόνια.
Ξεδιπλώνοντας την πελώρια αιχμή των πρώτων σκιών.
Κοιτάζοντας ξανά τους ίδιους δρόμους
Ακούγοντας τους ίδιους ήχους
που μαρμάρωναν παιδί την καρδιά μου.
Ίδιες εικόνες.
Ίδιοι δρόμοι μ' αλλαγμένα τα προσωπεία.
Ρόλοι άγνωστοι χωρίς το δικό μου ταξίδι.
Απλώνω το χέρι να ψηλαφίσω τα σημάδια στα πρόσωπα.
Παλιός επισκέπτης αμετανόητος
ν' αναιρώ τη φυγή.

Κάθαρση / Ποδιναράς Γιάννης


Χαμένα μυρμήγκια
κυνηγούν τη λήξη των συμβολαίων.
Γερνούν τα σώματα.
Σταφιδιάζουν οι πνοές των ιερών ανέμων.
Κτίζουν οπές στη γη
και θερμοκήπια στους ουρανούς.
Τρέχουν τρελοί
να προλάβουν τη λήξη των ονείρων
στην άνυδρη χώρα.

Μα ο μικρός βροχοποιός
αψήφησε τους φύλακες.
Έβγαλε τη μάσκα
κι είδαμε γυμνό κι ελεύθερο
το πρόσωπό μας
να φέγγει αρυτίδωτο
στα σκοτάδια.

Ίσκιοι / Ποδιναράς Γιάννης

Γυρνάμε στα χαλάσματα.
Αγγίζουμε τις ρωγμές των χτισμάτων
επιπλέοντας στα υγρά θεμέλια των έργων μας.
Ανηφορίζουμε το παλιό μονοπάτι
στοιχειωμένοι από πνεύματα παλιά που μας γητεύουν.

Στην κορφή άλικες γλώσσες
βάφουν τον ήλιο που βασιλεύει
τροπαιοφόρος
στη χώρα των αιμάτινων ίσκιων.

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Ένα Πράσινο Θολό (1996): Ποιητική Συλλογή του Γιάννη Ποδιναρά (Απόσπασμα)

Απολογισμός



Διορθώσαμε τις στραβές γραμμές
και τακτοποιήσαμε τα περιθώρια συμμετρικά.
Ελέγξαμε κάθε λέξη από το κείμενο
καθαρογράφοντας τις παραγράφους.
Υπογραμμίσαμε τους τίτλους με κόκκινο
και περιβάλαμε με πράσινο τους αριθμούς.
Προσέξαμε τη στίξη, τους τόνους
καθώς και την ομοιομορφία
στα ονόματα των ανθρώπων
που συναντούσαμε
περισσότερο από μια φορά.
Κι αφού το κοιτάξαμε ήσυχοι,
ξαλαφρωμένοι το τοποθετήσαμε
με ευλάβεια στο αρχείο μας.

Πέρασε ακόμη μια μέρα από τη ζωή μας.


***

 Τεσσάρων χρόνων



Κοιτάζει το φεγγάρι απ' το παράθυρο.
Μάταια προσπαθεί να το αγκαλιάσει.
Κι όμως φαίνεται να 'ναι πλάι της.
Απλώνει το χέρι.
Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών.
Βγαίνει έξω στην αυλή
προς το πηγάδι.
Το φεγγάρι έχει τώρα έναν αδελφό
που επιπλέει χορεύοντας
στο νερό του πηγαδιού.
Αρπάζει τον κουβά,
μαζεύει το φεγγάρι
και με λαχτάρα το σφαλίζει
καλύπτοντάς το
με τα δυο μικρά της χέρια.

***

Απόσταση



Δεν γράφουμε πια γράμματα στους φίλους μας
και τις κρυφές μας σκέψεις τις κρατάμε.
Δε συνομιλούμε. Κοιταζόμαστε.
Και η αγάπη σε χειμερία νάρκη.

Κι ίσως να 'ναι καλύτερα έτσι.
Τουλάχιστον μένουν κλειστές,
προστατευμένες από την αδιακρισία
ή την άγνοια
οι πηγές της οδύνης.

***



Έγερση



Μορφές, σχήματα και επιθυμίες
στο υγρό πέπλο της αυγής.
Λευκά περιστέρια φέραν το μήνυμα
και τ' απιθώσαν στο πεζούλι.
Τα παράθυρα μια χαραμάδα...
Λιωμένο χρυσάφι δρασκελά
παίζοντας με το βάρος
που κράτησε τα βλέφαρα κλειστά.
Άγγιξε τους μαύρους κύκλους.
Στάζει βαθύ χρυσό
στους αρμούς της μνήμης
και απαλά, διακριτικά,
– σχεδόν ανεπαίσθητα –
προλειαίνει την έγερσή μας.

***


Νυχτερινή συνεστίαση αποφοίτων γυμνασίου Μόρφου (Λευκωσία, 1990)

Όταν ήμασταν έφηβοι,
ξανοιγόμασταν στο περιβόλι
ή στο ακρογιάλι με τις πέτρες
και την κόκκινη θάλασσα.
Τ' απογεύματα, με την αρμύρα στους γυμνούς ώμους,
ανεβαίναμε στο θέατρο των Σόλων
και χαϊδεύαμε από ψηλά τα κίτρινα στάχυα
που 'σβηναν κύματα – κύματα
στην αποβάθρα του μεταλλείου.
Πέρα στον ορίζοντα, σαν σκιές, καράβια
ή οι ακτές της Τουρκίας...
Κι ολόγυρα μεθυστικά πολιορκούσαν
οι ανάσες των κοριτσιών.
Σαν βράδιαζε, με σκηνικό τα φώτα των πλοίων,
έβγαινε ο Ορέστης τρελός,
κυνηγημένος από τις Ερινύες
να αναγνωρίζει έξαφνα
την αδελφή του στην Ταυρίδα


Και να 'μαστε τώρα μαζί.
Τούτη η νύχτα κρύβει τις σκιές.
Τ' άγουρα στάχυα.
Το πρώτο σκίρτημα που θέρισε το κακό.
Το πρόσωπο του καλοκαιριού που άλλαξε.
Αυτή τη νύχτα στις ματιές μας,
μαζί με τα σημάδια του καιρού,
ψηλαφίζουμε τη γεύση εκείνη την πρωτόγνωρη.
Τη μορφή που δρασκέλισε τα πιο βαθιά όνειρά μας.
Το ρίγος της άγνοιας
και τη διάτρητη κίνηση των λευκών σωμάτων.
Τη μεταμέλεια των αναβολών
και την οδύνη της ικεσίας των παθών μας.
Ένα παλιό σινιάλο.
Το καράβι που θα μας αφήσει
ναυαγούς στο πέτρινο ακρογιάλι.

***

Τίμημα



Θυμάμαι... Η ψυχή γλιστρά στη μούχλα των θεμελίων.
Χάραξα τ' όνομα στον ασβέστη
και κράτησα τη λάσπη των πλιθαριών στ' άγουρο χέρι.
Το ρούχο της μάνας
μύριζε πάστρα και υγρή κούραση.
Κουρνιάζαμε στα στήθη της τα βράδια
και μας μίλαγε.
Αστέρια χόρευαν στο παραθύρι.
Πολιτείες στον κύκλο του φεγγαριού
γράφανε τη μοίρα μας.
Ο πατέρας στη σιωπή,
με δυο γραμμές ανάμεσα στα φρύδια
κρατούσε τη φωτιά
θρέφοντας τις φτερούγες.
...

Πετάξαμε πέρα σε καινούριους τόπους
με μυρωδιές πρωτόγνωρες
και ήχους που 'φταναν
παράταιρα στ' αυτιά μας.
Μεγάλωσαν οι πολιτείες
να χωρέσουν χιλιάδες όνειρα...

Το τίμημα της ελευθερίας σου
ο ανελέητος συρφετός των οραμάτων.

***


Ένα πράσινο θολό



Ο πατέρας γέρασε.
Πάνε χρόνια που 'φυγε
διωγμένος απ' το περιβόλι του
να μετράει την καρδιά του σε παροικιακούς καφενέδες.
Στο καπνό τού τσιγάρου
μορφές βιαστικές σαν πλοκάμια
τυλίγονται στο θαμπό τζάμι.
Το Λονδίνο μια ομίχλη.
Η Μόρφου ένα πράσινο θολό.
Και δε λέει να ταξιδέψει
να δει τ' αγγόνια του στο νότο.
Λέει πως γέρασε πολύ και δε θ' αντέξει το ταξίδι.

Όμως εμείς ξέρουμε πως δε θ' αντέξει
το σιδερένιο νήμα τής λήθης και της φωτιάς.
Την έπαρση του εφήμερου 
Το κτίσμα το πεπερασμένο.
Τον τάφο των πουλιών
που αψήφησαν τις έγκλειστες πνοές
των ούριων ανέμων.

«Μη σας νοιάζει που δεν έρχομαι στ' αγγόνια μου.
Σαν γυρίσει το σύννεφο
θα τρυγήσω το περιβόλι.»

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Τριών χρονών / Ποδιναράς Γιάννης

«Έχεις τη δύναμη της αγάπης
να φτερουγίσεις στη λιτανεία των πουλιών.»
Σου ψιθύρισα σαν προσευχή.
Και συ τριών χρονών μου φώναξες:
«Θέλω να γίνουμε θάλασσες.
Όπως τη θάλασσα να μου μιλάς.
Όπως το κύμα.»

Ποιητές / Ποδιναράς Γιάννης

Οι ποιητές πασκίζουν να υποτάξουν
σε μορφές μυστικές τους βυθούς του κόσμου
Σταλαγματιές αιμάτινες
αντιφεγγίζουν την τέχνη τους
σε στέρεα σχήματα
με χιλιάδες χρώματα και διαθέσεις
να σφραγίζουν τη μοίρα των ανθρώπων.
Πέφτει ο ήλιος
κι απλωμένοι στη γη
σκάβουν λαγούμια
να φυλάξουν τα όνειρα.

Μόρφου 2005 / Ποδιναράς Γιάννης



Χριστούγεννα.
Λαμπροί δρόμοι σεργιανίζουν τους πόθους των παιδιών
και παλιά τραγούδια ταξιδεύουν το σφρίγος της νοσταλγίας.
Το γυμνό κορίτσι χάθηκε στο ρέμα της αφθονίας.
Στολισμένα πρόσωπα
αντιφεγγίζουν τη λήθη των διωγμένων ψυχών.
Κι ένα αστέρι στο βορρά ρίχνει το στιλπνό φως
στους καμένους ίσκιους των δέντρων της Στεφανιάς.

Πότε θα μαζέψουμε τα πινόλια που αφήσαμε
κάτω απ' τους πεύκους της Έπαυλης στο Γεωργικό Γυμνάσιο;

Μη..., μου ψιθύρισες.
Μη θερμαίνεις το πεσμένο μου σώμα.
Μην ανοίγεις διάπλατα τον κλειστό δρόμο της ψυχής μου.
Μίλα μου μόνο σαν θα είσαι σίγουρος
πως τα όνειρα θα ορθώσουν επιτέλους το ανάστημά τους.
Θα περάσουν τις γραμμές και θα ενωθούν
με το μεγάλο διάφανο άστρο
σ' ένα θρίαμβο απροσπέλαστο
που σαρώνει τους παλιούς καιρούς
και στεφανώνει την έγερση των καινούργιων ασμάτων.

θα 'ναι πάντα εκεί / Ποδιναράς Γιάννης

Υπάρχουν εκείνοι που στο κάλεσμα σου
πάντα θα λένε ναι
χωρίς μετρήματα και μασημένα λόγια.
Μόνο ένα νεύμα αρκεί.
Μια ικεσία άναρθρη της μυστικής βουής
της πιο βαθιάς λαχτάρας σου.
Θα ΄ναι πάντα εκεί
χωρίς αντίπραξη και μελωδίες γλυκερές.
Χωρίς ούτε ένα δάκρυ στη θολή ματιά
της κοινωνίας της πιο βαθιάς ουσίας σου.
Αυτή που κάποτε την είπανε μοίρα ή θεά.
Αγέραστη, χωρίς λύπη ή ακραία χαρά.
Είναι εκεί σαν υγρή νοτιά καινούργιας μέρας.
Η αβεβαιότητα αυτού που είσαι.
Η γαλήνια προσμονή αυτών
που πάντοτε θα λένε ναι στο κάλεσμα σου
για να μη χαθείς.
Να μη νοιώσεις ποτέ
το φόβο της φθοράς
μα ούτε και την ψευδαίσθηση
των μάταιων ονείρων.
Αυτοί που πάντα θα 'ναι εκεί.
Για να κοιτάξεις
μέσα στην ήρεμη κι απόλυτη αποδοχή τους
το πιο βαθύ σημάδι της ζωής σου
που τους χάραξε.