Ανδρέα τα τριαντάφυλλα του παραθύρου,
του δικού μας παραθύρου, μαράθηκαν.
Ξέρω πως είναι βάναυσες οι λέξεις,
Εσύ όμως ετοιμάσου, θα μπολιάσουμε το χώμα.
Γνωρίζεις, ο σπόρος χωράει μόνο έναν από εμάς.
Ίσως πάλι, αν υψωθώ τσουνί εκ της αβύσσου.
αν εξοστρακίσω την βρώση και την πόση,
αν αμφισβητήσω την απουσία του θορύβου,
αν σπάσω το κουκούλι και αναδυθώ γενναία,
τότε θα μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί.
Αλλά θέλω να ξέρεις Ανδρέα,
όταν ραγίσει ο σπόρος και έτσι μισοπνιγμένοι
αποβληθούμε από τον αμνιακό μας σάκο,
θα κοπούν οι λώροι της καλοπέρασης.
Εκεί έξω Ανδρέα οι επίγειες απολαύσεις,
ανήκουν στους θορύβους.
Εκεί έξω Ανδρέα, ακούς;
Εκεί έξω οι θόρυβοι θαμπώνουν,
Ανδρέα δεν θα μπορούμε ηδονικά να αλαλάζουμε,
θα ψάλλουμε -ψιθυριστά- τον έρωτα μας.
Ακούς Ανδρέα; Οι θόρυβοι θα μας κλείνουν το στόμα,
θα ευνουχίζουν -σεμνοτυφικά- την κάθε μας σκέψη.
Μισό λεπτό! Ακούω τον γείτονα να οργιάζει
μέσα στον κλοιό της κατάντιας, έλα πλησίασε:
΄΄Ακόμη κι αν θέλεις να γίνουμε δέντρα,
λέω να μείνουμε ρίζες μωρό μου,
κοίτα πόσα παξιμάδια μπορούμε να φάμε ακόμα!
Μετά -φυσικά- μπορούμε να πλαγιάσουμε,
όπως ανέκαθεν κάναμε, εδώ στα χαμηλά.΄΄
Μην κατσουφιάζεις Ανδρέα, ξέρεις πολύ καλά
πως η χαμέρπεια αρμόζει ΄΄τοις ποιηταίς΄΄.