Ο δρόμος πάει λοιπόν προς την Κερύνεια.
Λίγο πιο πέρα βλέπεις τα βουνά
Μια υποψία η θάλασσα.
‒Τα βουνά δεν είναι από σάρκα,
μου είπες.
Μένουν απλώς εκεί που ήταν πάντα.
Τους πεθαμένους ποιος τους λογαριάζει;
Πάνω σε μια πλαγιά,
στην κορυφή του αγίου Ιλαρίωνα
ή στο ακρογιάλι;
Δεν φτάνει ένα καμπαναριό
ούτε το δέντρο στην πλατεία του Μπέλλα-Παΐς
να τους λυτρώσει.
Ο χαμός περισσεύει
μέσα στους δρόμους
εκεί που χτες ακόμα
οι άνθρωποι έπαιζαν το ανύποπτο παιγνίδι τους.
Πόσα χρόνια στέκει αυτό το κάστρο;
Ανεβαίνεις απάνω του
όπως πριν οκτώ αιώνες.
Η πέτρα βαριά, η καταπακτή
γυρίζει όπως ο μύλος στο βυθό της γης.
Φωνή χαμένη που έρχεται και ξανάρχεται.
Στην Κερύνεια
που έγινε όνειρο
πόσο μας πνίγει τούτος ο καιρός
ασήκωτος ο καιρός που την πατά.
Προς τα πού;
Μάταια κοιτάζεις τα βουνά.
Αυτόν τον δρόμο τον έχουν κλείσει.
Κτυπούν ακόμα τον βράχο,
δένουν το βουνό όπως τότε
που οι κόρες του Ωκεανού θρηνούσαν
κάτω απ’ τον ίσκιο του.
Οι ελιές όμως
που ρίζωσαν μαζί με τον κύκλο του ήλιου
ξέρουν να περιμένουν.
Πέρασαν μέσ’ από την τραγωδία του ονείρου
που γίνεται χώμα, κρασί, λεμονανθός
που γίνεται ποτήρι πάνω σ’ ένα τραπέζι
ενώ οι άνθρωποι γύρω κάθονται να ξεδιψάσουν
στο φτωχό σπίτι του ψαρά
που διάφανο άπλωσε για να χωρέσει ένα καράβι
βουλιαγμένο πριν τρεις χιλιάδες χρόνια στον βυθό.
Δεν τον αφήνεις αυτόν τον δρόμο
τον φραγμένο με συρματοπλέγματα.
Βουλιάζει κι αυτός μέσα σου όπως το καράβι
σε πληγώνει μαζί με το σίδερο που τον φράζει
σε διαπερνά όπως τα χώματα το φως.
Τους πεθαμένους δεν μπορείς να τους ξεχάσεις.
Θα σε κυνηγήσουν οι Ερινύες
σ’ αυτό τον δρόμο που πάει προς την Κερύνεια.