Ο ΤΙΤΛΟΣ
Με κεφαλαία γράµµατα
ηγείται των λέξεων και τις καθοδηγεί.
Όµως οι λέξεις πιάνονται χέρι χέρι
και οι στίχοι
τραβούν στα τυφλά
τον δικό τους δρόµο της λιποταξίας.
ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ
Κάθε πρωί που ξυπνώ
βρίσκω μια μικρή λίμνη στο δωμάτιο μου
πάντα στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Μαζεύω τα νερά και
— κάθε φορά —
σηκώνοντας το κεφάλι
βλέπω στον τοίχο τη θαλασσογραφία.
Θέλω να ζήσω
μα θέλω να πεθάνω
προτού τελειώσει το νερό στη ζωγραφιά.
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ
Η πόλη άδεια.
Η παραλία γεμάτη.
Κάτω από την καυτή άμμο
είναι θαμμένος ο Αύγουστος.
Εκεί γίνεται κάθε χρόνο
το μνημόσυνό του
με φραπέ κι εφημερίδες.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ
Γύρω του τόσα χρώματα, άπλετο φως
του κόσμου η απέραντη ομορφιά
Ο ποιητής
είναι ο τυφλός φωτογράφος
που ψηλαφεί με τη μνήμη
λαχταρώντας να μπει
μέσα σε μια φωτογραφία.
ΑΔΕΙΟ ΚΛΟΥΒΙ
Κάποτε οι προσπάθειες τελειώνουν
όταν πεθάνει το τελευταίο καναρίνι.
Μένεις άδειο κλουβί
με την τροφή και το νερό στα χέρια.
ΜΝΗΜΗ
Η μνήμη αιώνιο ηλεκτροσόκ
που κρατά το μισό κορμί ζωντανό
και τη μισή ψυχή πεθαμένη.
ΤΟ ΠΟΤΗΡΙ ΜΙΣΟΓΕΜΑΤΟ.
όλα τα μπουκάλια σπασμένα.
ΑΡΤΙΜΕΛΕΙΑ
Δυο χέρια έχω
δυο πήχες
που δεν φτάνουν τα κλαδιά.
Και δυο πόδια
γυάλινες ερπύστριες
που διασχίουν με επίγνωση
το μακρύ ναρκοπέδιο.
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ TOY ΜΑΡΤΗ
Μπήκε μέσα στο δωμάτιο μια ώρα.
Έπειτα μπήκε δεύτερη κι ύστερα άλλη μία.
Καθόμουνα και κοιτούσα τις ώρες
να μπαίνουν η μια μετά την άλλη,
φέρνοντας τα δώρα τους
(ενθύμια, ενθύμια)
τυλιγμένα σε τραχύ χαρτί.
Μπήκανε τόσες πολλές
και το δωμάτιο φούσκωσε,
κι ακόμα μπαίνουν κι άλλες.
Κι αυτό το δωμάτιο
να μη λέει να σκάσει.
ΕΝΟΧΕΣ
Τα βράδυα βροντούνε πόρτες και παράθυρα.
Γλιστράνε μέσα απ΄ τις χαραμάδες
Ούτε δείχνουν ούτε ζητάνε
Ταυτότητα και αποδεικτικά στοιχεία
Με αργές κινήσεις
Παίρνουν την εκδίκησή τους.
ΟΣΟ Η ΠΟΙΗΣΗ
Χρειαζόμαστε στίχους
που θα γδάρουν το χαρτί
θα κάψουν τα πίξελ
θα τυφλώσουν τους αναγνώστες
Χρειαζόμαστε ποιήματα
που θα βγουν στους δρόμους
θ’ αναποδογυρίσουν αυτοκίνητα
και θα κάψουνε ελαστικά
Όσο η ποίηση σουλατσάρει σιωπηλά
πάνω σε λευκή έκταση
θα παραμένει εκτός βουλής
κι εκτός εκλογικών καταλόγων
ΤΑ ΚΛΕΙΔΙΑ
Οι φύλακες χαρίζουν κλειδιά.
Ο καθένας αρπάζει ό,τι βρει μπροστά του.
Μα όταν ανοίξει επιτέλους η πόρτα
το πρόβλημα δεν είναι ότι νιώθεις οικεία
που μπήκες πάλι στο ίδιο κελί.
Το πρόβλημα είναι ότι η πόρτα που άνοιξες
τώρα πια δεν κλείνει ξανά.
Κι από την ανοιχτή πόρτα
χύνεται μέσα στο γνώριμο κελί
μια θάλασσα από καινούργια κλειδιά
μέχρι τα γόνατα σου
και ψάχνεις να διαλέξεις ένα
όποιο να ‘ναι
για ν’ ανοίξεις την επόμενη πόρτα.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ
Είναι το ποίημα
η φυλακή των λέξεων.
Ας είναι τουλάχιστον μικρό,
μη βγει για σεργιάνι
κι αιχμαλωτίσει πολλές απ΄ αυτές
ας αρκεστεί σε λίγες αράδες.