Στην όμορφην
Τζερύνειαν μας έχω τζαι γιώ
να ‘ρίσω τζι
από τα βάθη της καρκιάς εννά της τραουδήσω:
Στην μέσην
έσιει εκκλησιάν σαν το πεζούνιν τ΄άσπρον
η θάλασσα της,
το βουνόν, λιμάνιν τζαι το κάστρον
εν ζωγραφκιά
που γίνηκεν που μάστρον δίχα λάθη
τζαι τζείνη
ζωγραφίστηκεν μες της καρκιάς τα βάθη.
Στην ομορκιάν
έν πλάσκεται στην πλάσην ούλλην άλλη
τζι΄ότι βλαστά
στο χώμαν της μπλέει στο φως, στα κάλλη.
Το χώμαν της
επότισεν με γαίμαν ένας γιός μου
να πάω εις τον
τάφον του, χάρην Θεέ μου, δώς μου!
Λάδιν, τζερίν
στο μνήμαν του πρώτην φοράν να τ΄άψω
με κλάμαν,
κλάμαν του γονιού, με τζείνον να τον κλάψω!
Τα δάκρυα το
γαίμαν του, να τόβρουν τζαι να σμίξουν
τζαι φκιόρα
που το σμίξιμον να πιούσιν τζαι ν΄αννοίξουν
τζαι να μυρίσ΄
ο τάφος του με λευτεριάς αέρα,
πιστέψετε,
αδέρκια μου, εννά ‘ρτει τζείνη ‘μέρα.
Να πάμε στη
Τζιερύνειαν μας, στου Μόρφου, στο Βαρώσιν,
να σσίσουμε
την Μεσαρκάν, μετά στον Άι Δρόσην,
εις το
Καρπάσιν ύστερα τζιαι πιον ουλλ΄η παρέα
να πάμε εις
την χάρην του, του Αποστολ΄Αντρέα!
Να πάρουμε τα
τάματα, τες πίττες, το πεντάρτιν,
πιστέψετε
αδέρκια μου, η μέρα τζιείν΄ εννά ‘ρτει.
Απόστολε Αντρέα
μας, κάμε τζι εσού το θάμα,
που τους
αγνοούμενους να πιάσουμε το γράμμα,
το γράμμα
τζιείνον της χαράς να δκιώξει πόνους, κλάμα!
Εγιώ πιστεύκω,
φίλε μου, εννά ΄ρτει τζειν΄η μέρα,
να πάμεν
ούλλοι έσσω μας με Λευτεριάς αέρα!
Να πάμε εις τα
σπίθκια μας, να ζιούμεν όπως πρώτα,
να νοιώσουμε Λαμπρήν σαν πρίν, τα Γέννα τζιαι
τα Φώτα.