Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλάζης Λεωνίδας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλάζης Λεωνίδας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

ΣΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ / Γαλάζης Λεωνίδας


Εκείνοι που βυθίστηκαν
στο κράτος της σιωπής
κοιμούνται στον βυθό της φορτωμένοι
με σπάνια πετρώματα κι άνθους της τρικυμίας.

Τα όνειρά τους ταξιδεύουν
στις αποικίες των κοραλλιών
κι ανθίζουν στο σκοτάδι
των οιδημάτων άστρα.

Στ’ άγρυπνα βάθη του ύπνου τους
να λουλουδίσουν τα καρφιά
τα χελιδόνια να κρυφτούν
από τις μαύρες συμφορές αποδιωγμένα.

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΩΔΗ ΣΤΟ ΨΕΜΑ / Λεωνίδας Γαλάζης

 

 


Κλαίνε οι κάμποι κλαίνε τα βουνά

τον ήλιο που βυθίζεται στο ψέμα

τη μέρα που λικνίζεται

σαν να ‘τανε θεά

τη νύχτα που στολίζεται

μόνο για τους καθρέφτες

τις στιγμές που πέφτουν χορεύοντας

στο πηγάδι της μνήμης

(λες και θα γύριζαν ποτέ στο φως

ξανά με το σφρίγος της νιότης)

την ένοχη σιωπή που βυθίζεται

στο τέλμα των ονείρων μας

το ψέμα που φουντώνει και μας πνίγει

τη λήθη που μας διπλώνει και μας τυλίγει.


Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Παροράματα / Γαλάζης Λεωνίδας



Στα χαρακώματα των προτάσεων

στις γαλαρίες των παροραμάτων
οι αγαθές προθέσεις, τα προσχέδια
των αδυσώπητων ποιημάτων

οι φωτεινές επιγραφές

οι εκπνοές εν μέση οδώ.
Οι δημόσιες ανακρίσεις
οι σκοτεινοί διάδρομοι των υπουργείων.

Τα νοήματα των υπόδικων ρημάτων

εν μέσω πλήθους νοσταλγών της βασιλείας
εν μέσω πλήθους επιθέτων.

Κύριε σκηνοθέτα, είδαμε τα κεφάλια

των παροραμάτων.
ακούσαμε τις εκκλήσεις τους.

Σάββατο 24 Ιουνίου 2017

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ : Ποιητική Συλλογή του Λεωνίδα Γαλάζη εκδοθείσα το 2010.Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Κύπρου)

ΛΟΚΡΙΓΚΑΝΑ

μνήμη της γιαγιάς μου Ελευθερίας
Νοσοκόμες πάνε κι έρχονται
παρά το προκεχωρημένο της ώρας.
Της γιαγιάς η φωνή ραγισμένη
των συγκατοίκων ρόχθοι
πώς συνωστίζονται να τους υποδεχθούν στην όχθη
αμέτρητες ψυχές ζητιάνων κι ευγενών.
Λοκριγκάνα σπάνιο μέταλλο
χιλιάδες πέθαναν για σε μεταλλωρύχοι
βαθιά μέσα στη γη τρυπώνοντας
στις γαλαρίες με μάσκες και φανούς
αγνοώντας τις συνεχείς μεταστάσεις σου
τις αλλεπάλληλες αποδημίες.
Σκόνη στις κυψελίδες των πνευμόνων
ξανά σαν τυφλοπόντικες στις σήραγγες
καταμετρώντας τα μοιραία λάθη
των εμπειρογνωμόνων.
Την ευχή σου γιαγιά σφραγιστή στο μαντίλι
πώς τελειώνει το λάδι στο καντήλι
μεταλλωρύχοι σπάνιο μέταλλο
ξανά βαθιά στις σήραγγες για το μαύρο ψωμί
για τη ζωή των άλλων, τις ευγενείς επιδιώξεις τους
τις άριστες προοπτικές, τα παρεπόμενα της δόξης τους.


ΟΙ ΚΟΥΣΤΩΔΟΙ ΤΩΝ ΑΝΕΜΩΝ


Στ’ αμπάρι με τα σάπια κάγκελα
τις υποσχέσεις των κενταύρων
αλατισμένη λογική
φρεσκομαγειρεμένη
λαλούν κοκόρια και ξυπνούν τις συνειδήσεις.
Σκύψε, γονάτισε, προσκύνα
τους κουστωδούς των ανέμων
μην αμολήσουν τα σκυλιά και σηκωθούν τα κύματα
κι οι πειρατές παραιτηθούν στη μέση του πελάγου.
Πώς διαγουμίζουν τη ζωή σαν δεν είναι δική τους
πώς κυβερνούν τα βάθη της ψυχής μας!
Δούλοι πιστοί ξεχάσαμε πώς τραγουδούν ανέμελα
δούλοι πιστοί τα δόντια τρίζοντας
τ’ αφεντικά σαν το προστάξουν
Με τη συνείδηση στο πιάτο ξεβαμμένη
όνειρα σάπια φλούδες ελπίδων
αποξηραμένες δεσποινίδες
τους ανέμους, τους ανέμους, τους ανέμους!



ΛΕΥΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ


Πώς σας διέφυγαν τα παροράματα
στις λευκές σελίδες;
Σας ξεγέλασαν φαίνεται
με την προσποιητή τους αγνότητα
την τρυφερότητα της ανέγγιχτης σάρκας.
Το τι δεν έγραψες ως όφειλες
το τι δεν έπραξες ή είπες εν καιρώ
οι αιτιάσεις, οι προφάσεις
οι στυγνοί λογαριασμοί
ο φόβος των Ιουδαίων
ο νυσταγμός της ψυχής
τα δάκρυα των κροκοδείλων
αυτά κι αν σε εκθέτουν
αυτά κι αν σου προσάπτονται
στις μαρτυρικές καταθέσεις
ως άκρως επικίνδυνα
αλλά σπανίως ανιχνεύσιμα
παρά τις φιλότιμες παρεμβάσεις
των ειδικών σωμάτων ασφαλείας
των εμβριθών διορθωτών και φιλολόγων
ανακριτών και μικροβιολόγων.

ΔΟΚΙΜΕΣ ΣΥΓΚΟΛΛΗΣΕΩΣ: Ποιητική Συλλογή του Λεωνίδα Γαλάζη εκδοθείσα το 2013

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

Πόσο τρόμαξε η γάτα σου
όταν οι δυο ξένοι με τα παράξενα πλουμιά
μπήκαν απρόσκλητοι στο σπίτι!
Και τι φόβο τράβηξε
αντικρίζοντας τον σκύλο τους η έρμη
το χλωμό τους άλογο, τα σπαθιά και το γεράκι τους
Κρύφτηκε σε μια γωνιά της αυλής και περίμενε
χωρίς να προβλέψει
πως σε λίγα λεπτά -δα κατέφθαναν οι γείτονες
και τ’ ασθενοφόρο χλωμό
πως δεν θα προλάβαιναν τα παιδιά σου.
Χωρίς να μπορεί και τώρα να το πιστέψει
πως αναχώρησες για πάντα.
Ποιος θα της δίνει τώρα σημασία
σε ποιου τα πόδια θα κάθεται
από ποιον θα ζητά με νάζι τα χάδια
ποιου τα λόγια θ’ ακούει;

Η ΣΚΟΝΗ ΣΤΑ ΠΛΕΜΟΝΙΑ ΣΑΣ

Γιατί να ενοχλήσουν τους επιστάτες
οι αναθυμιάσεις κι η μαύρη σκόνη
που κατακάθιζε στα πλεμόνια σας;
Μια λεπτομέρεια χωρίς σημασία
ήταν η σκόνη στα πλεμόνια σας.
Εκείνο που προείχε τώρα
ήταν η κατασκευή των δοκών και των υποστυλωμάτων
των στεγάστρων
των θυρών και παραθύρων
των συστημάτων συναγερμού και διαφυγής.
Η σκόνη στα πλεμόνια σας
ήταν δικό σας πρόβλημα και μόνο.
Ας το αντιμετωπίζατε με θάρρος, επιτέλους.
Και μόνοι!

ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ

Στη μητέρα μου
Τόσο κακό μέσα στο σπίτι
κι οι μέλισσες στον κήπο μας
δεν έλεγαν να μας αφήσουν ήσυχους.
Ποιος θα τρυγούσε τους ανθούς
που είδαν πολλά τα μάτια τους
κι όμως γιορτάζαν
ακόμα κι αν μας έβλεπαν
να κλείνουμε τα χάσματα στο πάτωμα
κι αυτά ν’ ανοίγουν πιο πλατιά,
να περιθάλπουμε τους τοίχους
και πάλι να φουσκώνουν
οι ρωγμές τους επικίνδυνα;
Κι οι μέλισσες το μέλι τους
και τα λουλούδια τ’ άσματά τους
κι εμείς διαβάζοντας σκεφτικοί
το λήμμα «περικαρδίτις»
να κρυφοκοιτάμε τον πατέρα σκυφτό
στο προσκεφάλι της μητέρας
την Παναγιά στην άκρη του κρεβατιού της
μ’ ένα στεφάνι στα μαλλιά
από λουλούδια του κήπου μας
και μέλισσες σαν προσευχές
σε κάθε ανθό που δάκρυζε
και πίκριζε το μέλι.

ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΤΙΠΟΤΑ

Υγρό σκοτάδι κι ύστερα φως
κήπος δακρύων
σπιθόβολες κραυγές
πίσω απ’ τους λόφους
κύμβαλα, κρόταλα
εφήμερες χαρές
και νίκες
κι ανεμοσκορπίσματα.
Κι ύστερα φως
κι ύστερα γυμνός
κι ύστερα τίποτα
χωρίς καν τ’ όνομα σου.
Πηχτό σκοτάδι, νερό
πέτρες και κόκαλα.
Και ξανά στο φως
ν’ ακούς τα παραμύθια
που γλυκαίνουν την αλήθεια
να κοιτάς ακίνητος τα όνειρά σου
που καλπάζουν στο φως
χωρίς επίγνωση, χωρίς αιδώ.

Λεωνίδας Γαλάζης (βιογραφικό)

Ο Λεωνίδας Γαλάζης γεννήθηκε το 1962 στη Λευκωσία της Κύπρου. Σπούδασε ελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και παιδαγωγικά στην Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου. Παρακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου. Είναι διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου με τη διατριβή "Ποιητική και ιδεολογία στο κυπριακό θέατρο (1869-1925)". Εργάζεται ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση. 


Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές και άλλα έργα
  •  "Ματωμένα κοράλλια" (1979),
  •  "Ο λοιμός και άλλα ποιήματα" (δίφυλλο, 1981), 
  • "Ιατρική βεβαίωση" (1982, Βραβείο Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου για έργο νέου λογοτέχνη), 
  • "Στυφά κυδώνια" (1988), 
  • "Φωτηλασία" (1999) και 
  • "Παραδαρμός εν αλφαβήτω" (2007) κ.ά. 
  • Το 2010 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (Κύπρου) για την ποιητική του συλλογή "Λοκριγκάνα".
  • Δοκιμές Συγκολήσεως / 2013
  • Ληξιπρόθεσμες επαγγελίες / 2016
  • Κειμενικές διαθλάσεις / 2012
  • Η προσωποποίηση στο ποιητικό έργο του Κώστα Μόντη / 2008

Υπόγεια Στρώματα / Γαλάζης Λεωνίδας


Θαμμένος βαθιά
Κάτω από τόνους ανοχής
Χωρίς τις νενομισμένες τιμές
Και τους μακροσκελείς επικηδείους
Χωρίς τους προσποιητούς θρήνους
Των πληρωμένων επί τούτω γυναικών.

Καρφωμένος πάνω στα πετρώματα
Των υπογείων στρωμάτων
Αναδεύοντας τα χώματα
Νεκρός γι’ αυτούς
Μα για τον θάνατο μπελάς
Για τα καρφιά βραχνάς
Γυρίζοντας σαν σβούρα μες στον τάφο σου
Ξυπνώντας κάθε τόσο τους συγκάτοικους
Που ξέχασαν για πάντα τα ρολόγια
Τον ήλιο και τις επισυναπτόμενες κορδέλες της ζωής.

Θαμμένος αναδεύοντας καρφιά
Δεμένος στο κατάρτι των στιγμών που δεν παρέρχονται
Για τα ρολόγια τίποτα
Μόνο φωνές από τα βάθη
Του τάφου που χορτάριασε
Των απειλών που δεν εκφέρονται
Παρά κάτω απ’ το χώμα.

Βαθιά θαμμένος
Ενωμένος με τις πρώτες ύλες
Της αποστολής των υποδίκων
Των πάσης φύσεως εκτελεστικών οργάνων
Γραναζιών, εξαρτημάτων, υποστυλωμάτων
Και συναφών αναλωσίμων υποσυστημάτων.

φλούδες νοημάτων / Γαλάζης Λεωνίδας

Σκέψου πρώτα τους κανόνες του παιχνιδιού
Μην αφεθείς στις πρωτοβουλίες του κοπαδιού
Των αγαθών κι ανήξερων προβάτων
Που μηρυκάζουν φλούδες νοημάτων.

Λέξεις μαγειρεμένες με λάδια τοξικά
Καταναλώνουν άφοβα μαύρα λαγωνικά

Επιζητούν τη λάσπη τα γουρούνια
Καρπούζια, πεπονόφλουδες
Λέξεις αποδιοπομπαίες
Ακατάδεχτες σημαίες

Ποιήματα για τους καλάθους των υπεραγορών
Εν μέσω προσφορών
Κορδέλες στα μαλλιά ανέφελων κυράδων.

Τι λέξεις βαρυσήμαντες
Τι σπάνια νοήματα
Στα τρίσβαθα του νου τους

Σαν δίνουν μάχη εν ονόματι των ιερών συμβόλων
Δήθεν μακράν αντισταθμίσεων
Άνευ ζιζανίων και τριβόλων.

οι κουστωδοί των ανέμων / Γαλάζης Λεωνίδας

Στ’ αμπάρι με τα σάπια κάγκελα, τις υποσχέσεις των κενταύρων
Αλατισμένη λογική
Φρεσκομαγειρεμένη
Λαλούν κοκόρια και ξυπνούν τις συνειδήσεις.

Σκύψε, γονάτισε, προσκύνα
Τους κουστωδούς των ανέμων
Μην αμολήσουν τα σκυλιά και σηκωθούν τα κύματα
Κι οι πειρατές παραιτηθούν στη μέση του πελάγου.

Πώς διαγουμίζουν τη ζωή σαν δεν είναι δική τους
Πώς κυβερνούν τα βάθη της ψυχής μας.

Δούλοι πιστοί ξεχάσαμε πώς τραγουδούν ανέμελα

Δούλοι πιστοί τα δόντια τρίζοντας

Τ’ αφεντικά σαν το προστάξουν

Τη λογική στο πιάτο φρούτο συνείδηση
Όνειρα σάπια φλούδες ελπίδων
Αποξηραμένες νόστιμες δεσποινίδες
Τους ανέμους, τους ανέμους, τους ανέμους.

ΑΓΥΡΙΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ / Λεωνίδας Γαλάζης


Νόμιζες πως τα κορίτσια που χάνονταν για μέρες κυοφορούσαν την ανταρσία. Τα δάκρυα της ροδιάς δεν ωφελούσαν. Κι εσύ τα γύρευες στον ουρανό. Οι φλόγες που τύλιγαν το σώμα τους. Κι οι κρυψώνες τους. Με το πικρό ψωμί της αμαρτίας και τις ελιές. Κι οι γριές με σάπια μήλα στην ποδιά τους.

Ούτε που πρόσεχες πως σφύριζαν τα σκολιαρόπαιδα. Κι έπεφτες σ' ένα πηγάδι και τρέχαν τα κορίτσια που τόσες μέρες γύρευες στο δάσος. Πιο σκοτεινά με το χνούδι των κυδωνιών. Γυρεύοντας τα μυστικά τους στο πηγάδι. Πικρό ψωμί κι ελιές. Κι ύστερα κόλλυβα.
Και δεν μπορούσαν να σε δουν εκεί που πολεμούσες. Με τις δυνάμεις του θανάτου. Κι ύστερα τρέχαν στα ξωκλήσια να ξεπλύνουν τις πομπές των προγόνων μας. Μα του κορμιού τους κάθε κύτταρο διαπέρασαν οι ρύποι και τρέμανε.
Κι ας τις καλούσαν οι μάρτυρες τη σκλαβιά ν' αποσείσουν. Μα κείνες προσεύχονταν... Σκυλιά, πώς μαγαρίσατε της ύπαρξής μας κάθε χνάρι; Με τα γρόσια να κουδουνίζουν στα κεφάλια σας.


Λεωνίδας Γαλάζης 

ΚΥΠΡΟΣ του Λεωνίδα Γαλάζη

Τόσοι καημοί που σ’ έζωσαν
και σ’ έριξαν στο χώμα,
μα μάχεσαι και με ψυχή
και λιονταρίσιο σώμα,
Μα μάχεσαι κι ορθώνεσαι
λαμπάδα μες στους κόσμους
να φέγγεις στους μικρόψυχους
μάνα, πατρίδα, φώς μου.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

«Ληξιπρόθεσμες Επαγγελίες» : Ποιητική Συλλογή του Λεωνίδα Γαλάζη, (εκδ. Φαρφουλάς, 2016) Απόσπασμα

ΜΟΝΟ ΠΡΟΣΕΥΧΟΝΤΑΙ 
Σκύβουνε το κεφάλι τα κοτόπουλα
(τι φρόνιμα κεφάλια δίχως φρόνημα)
στα κλουβιά τους με τάξη στοιβαγμένα
λοξοκοιτώντας σαν χαμένα.
Σκύβουν και προσκυνούν τον κύριό τους
(πού να προβλέψουν τι τους ετοιμάζει)
σκύβουν και προσεύχονται τα φρόνιμα κοτόπουλα
απ’ τους θεούς τους ξεχασμένα.
Δίχως ψυχή μα τόσο φρόνιμα
ποτέ δεν ταλαιπώρησαν τον Κύριό τους
που τόσο τα επαινεί καθώς τα παραδίδει
με τα κεφάλια τους σκυμμένα στους σφαγείς
Μ’ ακόμη και τότε κάνουν πως δεν βλέπουν τα μαχαίρια.
Μόνο προσεύχονται σκυφτά. Μόνο προσεύχονται!

***
ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΠΟΡΕΙΕΣ
Αν οι ευθείες συνεχίζουν ακάθεκτες
την πορεία που τους προδιέγραψαν
σοφά μυαλά δικαίωμά τους.
Όπως, άλλωστε, μπορούν κι οι τεθλασμένες
να μαζεύουν τα συντρίμμια τους
στις γωνίες των αναστεναγμών
κι οι καμπύλες να λοξοδρομούν
κάθε φορά που τις συγκινεί
μια φευγαλέα λάμψη
ένα χαμόγελο ή μια οφθαλμαπάτη
κι οι γεωμέτρες να πετούν
τα δύστροπά τους σχήματα
στα μούτρα των σοφών
φρουρών της ευταξίας.

***
ΤΡΥΠΙΑ ΓΡΟΣΙΑ
Διάτρητες υποσχέσεις
των μεσονύχτιων λογισμών.
Ούτε τα πουλιά στις ηλεκτροφόρες
ελπίδες ακονίζοντας τα ράμφη τους
ούτε τα σκυλιά γλείφοντας τις πληγές μας
ούτε τα χαμόγελα των ρητόρων τρύπια
στα γκρεμισμένα μπαλκόνια
με τ’ άγρια χόρτα να ριζώνουν στη μνήμη μας
τίποτα δεν μπορούσε να μας συγκρατήσει πια.
Ούτε κι οι κραυγές του πλήθους
ούτε των σοφιστών οι ελιγμοί. Τίποτε!
Μήτε και τα δάκρυα των αγίων
που φαίνεται δεν είδαν στην πόρτα μας
τα τρύπια γρόσια των ονείρων.

***

ΝΟΜΟΙ
“ἐλθόντες οἱ νόμοι καὶ ἐπιστάντες…'
Πλάτωνος, Κρίτων 50a

Όταν οι νόμοι σ’ επισκέπτονται,
να σκύβεις και να προσκυνάς
τα δύσβατά τους μονοπάτια
να τους δοξάζεις που θα νέμονται την ύπαρξή σου.
Ο εκλεκτός τους είσαι δίχως άλλο.
Μες στο κελί σου κλάματα
κι υπεκφυγές δεν ωφελούν.
Δεν πρόκειται, άλλωστε, ποτέ τους να σε λυπηθούν
όσο και να τους δείχνεις τις ουλές σου
εσένα σημάδεψαν αυτοί,
εσένα θέλουν να δοξάσουν.

***

ΕΠΑΓΓΕΛΙΕΣ
Μη ξέροντας τι να διαλέξεις
απ’ τους καρπούς των Χιμαιρών
μη γνωρίζοντας ποιος τις κάλεσε
ή αν απρόσκλητες ήλθαν
τους έδειξες εντέλει την έξοδο.
Στο βάθος τ’ ουρανού
είδες τα μόρια της ύλης
να στροβιλίζονται τρελά
γύρω από τις εκτάσεις του Μηδενός
κι ύστερα να βυθίζονται
στ’ απέραντο Κενό του
σαν ανώφελες νιφάδες που χορεύοντας
σβήνουν ηρωικά στον αέρα
μαζί με του χιονιού τις ληξιπρόθεσμες επαγγελίες.

***

ΩΔΗ ΣΤΟ ΨΕΜΑ

Κλαίνε οι κάμποι κλαίνε τα βουνά
τον ήλιο που βυθίζεται στο ψέμα

τη μέρα που λικνίζεται
σαν να 'τανε θεά

τη νύχτα που στολίζεται
μόνο για τους καθρέφτες

τις στιγμές που πέφτουν χορεύοντας
στο πηγάδι της μνήμης

(λες και θα γύριζαν ποτέ στο φως
ξανά με το σφρίγος της νιότης)

την ένοχη σιωπή που βυθίζεται
στο τέλμα των ονείρων μας

το ψέμα που φουντώνει και μας πνίγει
τη λήθη που μας διπλώνει και μας τυλίγει


Σχετικά με την Ποιητική Συλλογή μπορείτε να διαβάσετε επισκεπτόμενοι τον παρακάτω σύνδεσμο. http://www.poiein.gr/

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Ματωμένα κοράλλια: Ποιητική Συλλογή του Λεωνίδα Γαλάζη. Εκδόθηκε το 1979. (μικρό απόσπασμα)

Ι

Ω ήλιε πέτρινε που χρόνια σε λατρεύαμε
και στις σπονδές,
όπου χίλιους και χίλιους χρόνους κάναμε για σένα,
πάντα «καλοδεχούμενες» ήταν ο μηνυμός σου,
ώ ήλιε που χρόνια σ’ ονειρευόμαστε
— άντρακλα ίσαμε κει πάνω —
λαμπερό σημάδι του ονείρατου
που αφυπνίζει τ’ αστέρια,
ώ ήλιε αναίστητε, φτιαχτέ
τρέχα και κρύψου στα βουνά
να σκοτεινιάσει ο κόσμος
κι άσε τη γη στον πόνο της μονάχη να βρυχιέται
σ’ ένα πικρό – βουβό σκοπό μοιρολογιού που σβήνει.

...

III

Καμένα τα δέντρα• η γη ρημαγμένη.
Το νιαούρισμα γάτας φανερώνει ζωή.
Η φωτιά αποτεφρώνει τις ματωμένες σάρκες.
Τα τσεκούρια πέφτουν κοφτερά
σαν χάρου δόντια στα σβέρκα των ανθρώπων
το αίμα ξεπετιέται ακράτητο
και ρουφάει τους μαύρους σκελετούς των ανθρώπων.
...

VII

Σ’ ένα πέτρινο λουλούδι
ένιωσα τη μυρουδιά της γης μου που την πρόδωσαν.
Σ’ ένα σπασμένο κοχύλι
άκουσα ξεθωριασμένη τη φωνή της Σαπφώς
να θρηνεί την Περσεφόνη.
Σ’ ένα δρόμο με φόντο το μαύρο ουρανό
έγραψα τα πάθη της γενιάς μου με γαίμα.

...

Χ

Πέτρα, τσεκούρι κι ήλιος
σμίξαν τις ώρες τ’ άπογέματου
και φτιάξαν την παντγιέρα μας.
Πέτρα, τσεκούρι κι ήλιος
δέθηκαν με τα μπράτσα μας•
δώσαν φωτιά στα μάτια μας
να φοβηθούν οι άνομοι
και νά σκιαχτούν οί οχτροί μας.

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ



Πολύ θα το ’θελες να ’σουν ο επόμενος
μα δεν λογάριασες καλά.

Οι λεπτοδείχτες στάζουν αίμα
πού χάθηκαν οι καθαρίστριες
ποιος θ’ απολυμάνει τους τοίχους;
Όλοι κοιτάμε τα ρολόγια στους διάστικτους τοίχους
τις αποξηραμένες κηλίδες στο πάτωμα
λες και χαθήκαν οι φανοί και τα κράνη
λες και χάθηκε διά παντός η φωνή μας.
Δείχνουμε τα ρολόγια και κινούμε τα χείλη
δείχνουμε τις ουρές αναμονής και υψώνουμε τα χέρια.

Πώς βρεθήκαμε στον προθάλαμο
τι γυρεύουμε
πού πήγαν οι προηγούμενοι και χάθηκαν
ποιος ξέρει τι απέγιναν
αν όντως υπάρχουν.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ / Γαλάζης Λεωνίδας



Λωρίδες ύπνου στα κλαδιά των νευρώνων
Φωνές από τα βάθη των σκοτεινών σπηλιών
Της ύπουλης ελπίδας υποσχέσεις
Ζοφερές εξατμίσεις της λογικής
Στις πολυσύχναστες παροικίες του εγκεφάλου
Τριγμοί στα έγκατα της εντεταλμένης εγκαρτερήσεως
Λαμπάδες και τάματα
Υποκλοπές
Ισολογισμοί
Παραισθήσεις.
Νωπές ουλές
Σκοτάδι του μυαλού
Λωρίδες άγκυρες ανέλπιστες
Στο σαπιοκάραβο των υποδίκων.

ΚΑΓΚΕΛΑ / Γαλάζης Λεωνίδας


Σκύψε και φίλησε τα κάγκελα
Κομψοτεχνήματα μιας εποχής
Οριστικά καταχωρημένης
Στις αμετάκλητες απώλειες
Των ημετέρων δυνάμεων
Των δικών μας ρητορικών επικλήσεων
Σχημάτων λόγου, υπεκφυγών
Αορίστων υποσχέσεων
Επιστολών παραιτήσεως.

Γράψε ξανά τις λέξεις που καίνε κι άσε τα κούφια λόγια για τους εμπόρους
Τους εντολοδόχους της νενομισμένης τάξεως
Τους επαγγελματίες λογογράφους
Τους υμνητές των ερμητικά κλειστών ασκών
Τους κουστωδούς των ανέμων.

Κυριακή 9 Μαρτίου 2014

Τεχνουργοί Σπανίων Κοσμημάτων / Γαλάζης Λεωνίδας



«Εσύ που ξέρεις, πες μας, τι γεύση έχει ο χρυσός;»

Dante Alignieri, θεία Κωμωδία: Καθαρτήριο,

Άσμα XX, στ. 116.



Ήξεραν, έλεγαν, τι γεύση έχει το χρυσάφι

οι τεχνουργοί των σπάνιων κοσμημάτων.

Πόσο λεπτεπίλεπτα στον πάγκο τα εργαλεία τους

τι νευρασθενικές οι ζυγαριές ακριβείας τους!



Όμως, εσύ που πάλευες με τη σκουριά

ήξερες πως τίποτα δεν πουλούσαν καθαρό

της αλχημείας οι μάστορες και των κραμάτων.

Κι οι ζυγαριές τους δεν μπορούσαν να μιλήσουν...



Γι' αυτό πουλούσαν ανενόχλητοι

άνθη λωτού κι υποσχέσεις σε κάνιστρα

ως υπεράνω πάσης υποψίας τεχνουργοί



Ενώ εσύ που παίδευες τα ταπεινά σου μέταλλα με τη βαριά

δεν έμαθες ποτέ την τέχνη των περιστροφών,

των ελιγμών, των λήρων, των φληναφημάτων.