Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περνάρης Άντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Περνάρης Άντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Μαρτίου 2017

Περνάρης, Άντης (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1903 και απεβίωσε το 1980. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Παυλίδης. Σπούδασε στο Παγκύπριο διδασκαλείο και στη συνέχεια έκανε μετεκπαίδευση  στη φιλοσοφία και στα παιδαγωγικά. Εργάστηκε  ως δάσκαλος και ως καθηγητής . Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. 

Παρουσιάστηκε στα γράμματα για πρώτη φορά το 1931 με την ποιητική συλλογή: Διπλό ξεφάντωμα. 


Έργα του:
  • Τραγούδια της θάλασσας (1935, ποιητική συλλογή),
  • Ρυθμοί της ζωής (1938, ποιητική συλλογή), Καλλιρρόη (1959, ποιητική συλλογή),
  • Έλεγοι και παιάνες (1959, ποιητική συλλογή),
  • Ωδές και Μπαλάντες στον Γρηγόρη Αυξεντίου (1960, ποιητική συλλογή),
  • Εννέα ποιήματα (1966, ποιητική συλλογή),
  • Τα Πάθη τα Σεπτά (1974, ποιητική συλλογή),
  • Ιπποκρήνη (1977, ποιητική συλλογή),
  • Προσφυγικοί ψαλμοί (1979, ποιητική συλλογή),
  • Σωκράτης (1961, θεατρικό),
  • Της Τρίχας το γεφύρι (1961, θεατρικό),
  •  Στον ίσκιο της γέρικης ελιάς (1962, θεατρικό),
  • Η ποίηση στη ζωή μας (1936, μελέτη),
  •  Στοιχεία μελέτης και κριτικής λογοτεχνίας (1944, μελέτη),
  • Στοιχεία αισθητικής του λόγου (1957, μελέτη),
  • Λουκής Ακρίτας, ο λογοτέχνης και αγωνιστής (1973, μελέτη),
  • Συνοπτική ιστορία της κυπριακής γραμματείας (1977, μελέτη),
  • Αναδρομές (1980, μελέτη),
  • Γραμματική της Δημοτικής (1934, σχολικό),
  • Ιστορία Ελλάδας-Κύπρου (1958, σχολικό),
  • Ανθολογία δημοτικών τραγουδιών (1968, σχολικό),
  • Μαθήματα νεοελληνικής λογοτεχνίας (1969, σχολικό) κ.ά.
Το 1978 ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Ύμνος της εθνοφρουράς / Περνάρης Άντης

Οι αγωνιστές, οι αγωνιστές,
ήλιος, ψυχή που θάλλει,
στήθια, μπαρούτι και φωτιά,
σκληρό, τα μάτια, ατσάλι.

Μπροστά κι όλο μπροστά προς την αυγή
που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη,
που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη.

Οι εθνοφρουροί, οι εθνοφρουροί
ήλιος, ψυχή που θάλλει,
στήθια, μπαρούτι και φωτιά,
σκληρό, τα μάτια, ατσάλι.

Μπροστά κι όλο μπροστά προς την αυγή
που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη,
που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη.

Ο ιδρώτας, πρωινή δροσιά
κι ο πόνος νιο τραγούδι,
για την Ελλάδα, η πληγή,
στα στήθια μας λουλούδι.

Μπροστά κι όλο μπροστά προς την αυγή
που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη,
που χαιρετάει τη λευτεριά,
τη λευτεριά σ’ αυτή τη γη.

Η ΑΠΟΔΗΜΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ (απόσπασμα) / Περνάρης Άντης

Κρέμασα την καρδιά μου κουρέλι πένθιμο 
στην εξώπορτα του σπιτιού μας. 
Πιο μαύρο κρέπι δεν ήταν 
σε κανένα εμπορικό της οδού Ερμού. 

Τα μαύρα δεν υφαίνονταν με κλωστές, 
υφαίνονται με πόνο και αίμα
κι η καρδιά μου ξεχείλισε κι από τα δυό. 

Πως το κανες μανούλα και ξεκίνησες κι έφυγες, 
πως τό κανες εσύ που φοβόσουνα για μας κάθε αναχώρηση 
ποιος κόρφος τώρα θ΄  αγκαλιάσει τη θλίψη μου
σε ποια ποδιά θα κρύψω το πρόσωπό μου;

........

Νοσταλγία της Αθήνας / Περνάρης Άντης




Καράβι, πώς σε νοσταλγώ, με τον ρυθμό σου τον γοργό
την άπλα του θαλασσινού τού κάμπου να διασχίζεις
και πίσω τούφες τον καπνό –μυχτηρισμό στον ουρανό
που όλο γελάει στο κενόν– άνοιαχτα  να σκορπίζεις!

Καράβι, τώρα από μακριά σε βλέπω να τραβάς, αλιά,
στη χώρα που σαν όνειρο είδα ή σαν παραμύθι
και με τη μαύρη σου θωριά να μου γητεύεις  την καρδιά
που πάει να σπάσει απ’ άπλερη μια πεθυμιά στ’ αστήθι.

Γίνεται η σκέψη μου πουλί που δεν λογιάζει το κλουβί
του χρόνου, και το μάκρεμα του τόπου δεν φοβάται
κι αφήνει το άχαρο κορμί –λες κι αναζήταγε αφορμή–
στου πόθου του ανωφέλευτου την κούνια να κοιμάται,

κάποιες νυχτιές που η ξαστεριά βάφει τη γη μενεξεδιά
και με το στόμα τ’ αηδονιού –τη γλώσσα των ερώτων
που ξέρουν μόνο τα πουλιά– και την τριανταφυλλευωδιά
anch’ io son’ pittore* λέει σαν κάποιος άλλος Τζιότο*.

Και ταξιδεύει ολονυχτίς ποτίζοντάς με μιας πηγής
τ’ αθάνατο νερό που ώς χτες ανίδεος αγνοούσα
και γίνεταί μου ο μυητής κάποιας αιθέριας μουσικής
που μελιστάλαχτα αδονά  τη φτωχική μου Μούσα.

Γοργό καράβι, αλαργινό, πώς δεν με παίρνεις να τη δω
ξανά, να νιώσω γύρω μου την πόλη που λατρεύω
μόνε μ’ αφήνεις μοναχό ν’ ακούω του πόνου τον αχό
και λατρεμένες θύμησες θλιβά ν’ αργαναδεύω;




* Είμαι κι εγώ ζωγράφος
* Τζιότο, ο: ιταλός ζωγράφος, γλύπτης και αρχιτέκτονας
(1266-1337), κυριότερος πρόδρομος της Αναγέννησης στην Ιταλία.

Λιγόστιχα ... Άντης Περνάρης

Ι

Χειμώνας κατακαλόκαιρα.
'Ολα είναι ψέμα σ΄ αυτό το νησί 
και μόνο αληθινό ο τρόμος.

ΙΙ

Στα χείλη κρέμεται φιλί 
μα η καρδιά μας πέτρα 

Ιπποκρήνη 1977

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Παράξενο ... Άντης Περνάρης

Αντικαταστήσανε με "νέο" 
τους λαμπτήρες της οδού Σαλαμίνος
πόσο άσπλαχνο είναι το άπλετο φως 
τα σπιτάκια δεξά και τα δένδρα ζερβά
έχουνε χάσει τη γοητεία τους 
και τα ζευγαράκια την άνεσή τους.
Πόσο παράξενο, ο πολιτισμός να καταστρέφει το πολιτισμένο 
                                                      κρυφτούλι της αγάπης 
που παίζεται στις γωνιές των καλυβιών 
και στις σκιές των ευκαλύπτων!

Περιτελλομέναις ώρες 1969

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2014

Το κόκκινο γαρύφαλλο / Περνάρης Άντης



Το κόκκινο γαρύφαλλο, κυρά μου,
που μου ’δωκες πανώριο ένα δείλι,
το φύλαξα, το κράτησα σιμά μου
φωτιά για της αγάπης το καντήλι.

Ξεράθηκε και πάει η ευωδιά του,
καιρός είν’ που μου το ’δωκες, θυμήσου,
μα το φυλώ γιατί μες στα ξερά του
τα φύλλα κρύβει φρέσκα την πνοή σου.

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

ΤΟΥ ΦΙΛΟΥ ΜΟΥ ΠΕΤΡΟΥ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ / Περνάρης Άντης

ΙΧ 

Παραμύθι ολόκοσμο
που στάθη και δικό μου 
και με τυράνναε στ΄ όνειρο
και στο ξυπνητό μου, 

που ρθε με το ξέφωτο 
σαν κάποιο ουράνιο χάδι
κι ύστερα με πλήγωσε 
και χάθη στο σκοτάδι. 

ΧΙ

Βαρέθης το μονότονο 
σιγανό φλοίσβισμά σου
κι  άπλωσες και ξετίναξες 
την άσπρη την ποδιά σου

και μ΄ αυτή να σκέπασες
ακρογιαλιές και βράχους. 
Να κλαίμε δε μας άφησες 
την τύχη μας μονάχους.