Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανιζατές Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανιζατές Κώστας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Αυγούστου 2024

4 ποιήματα του Κώστα Μανιζατέ που κουβαλούν τις μνήμες της Αμμοχώστου

 ΤΟ  ΚΑΝΤΗΛΙ  ΤΗΣ  ΠΡΟΣΦΥΓΙΑΣ

(ΜΝΗΜΗ  ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ) 

 

Τόσο κακό ποιος ζήλεψε και χώρεσε τη γη σου

σπάζει τον πόνο μερτικό κουβάρι η κραυγή σου

 

Σιγαλοπέφτει μου το νου και όσα η ψυχή σηκώνει

μεδούλι η μνήμη πέμπει τα φρικιό και με στοιχειώνει

 

Κι όσο μεθά το στεναγμό τού νου η πληγή καμένη

κι εσύ καντήλι προσφυγιάς εμπρός μου αναστημένη

 

 

 

 

 

 

ΔΕΝ   ΞΕΧΝΩ,   ΑΜΜΟΧΩΣΤΟ…

 

Δεν ξεχνώ, Αμμόχωστο, τα ιερά χώματά σου.

Αιώνια Πόλη, δε σε ξεχνώ

μα δε θα ξαναπερπατήσω τους δρόμους σου. Δε θα σε ξαναδώ. 

Δε σου πάει το σκέλεθρο, με πονάει.

 

Τώρα πια και τα συνθήματα των εθνικών ονείρων μας

στους τοίχους σου

θα τα έχεις σβήσει.

Και εμείς που φωνάζαμε

ζήτω και δόξα στους ήρωές μας

   τους τα μαδήσαμε τα δαφνόφυλλα της δόξας τους. 

 

  Τα όνειρα που έσβησαν δεν τα τιμωρήσαμε. Δεν είναι δρόμος.

 

Μαύρο ζυμώναμε του χρόνου τον πηλό

και τον εχτίσαμε βράχο με κατάρες και κλάματα.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ  2021    

(Ο  ΚΑΙΡΟΣ  ΔΕΝ  ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ)

 

Και μας το είχαν πει

πως τόσο κακό

θα ερχόταν μια μέρα μεσημέρι

ξαφνικά.

 

Μας το είχαν πει

και έπρεπε να το περιμένουμε.

 

Όλοι πηγαίνουνε μια μέρα νωρίς.

Εμείς την άλλη μέρα

με φωνές και συνθήματα.    

 

Εμείς   

τον πάμε πληγές το θάνατο

μοναχοί μας

από συνήθεια

και πριν ακόμα νυχτώσει μας γελάει.

 

Όσο πονάς τόσο βαράς τη γροθιά σου δυνατά.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΜΕΙΣ  ΠΟΥ  ΕΜΕΙΝΑΜΕ  ΠΙΣΩ

 

Εμείς που εμείναμε πίσω, μονάχοι

δίνουμε στον τόπο μας πνοή,

μες στους βοριάδες εμείναμε οι βράχοι

λίγοι να προχωράμε τη ζωή.

 

Εμείς που εμείναμε πίσω, το σώμα

και φως στου φόβου το ανηφόρι

θα είμαστε το λίπασμα στο χώμα

ξανά να ανθίσουνε οι σπόροι.

 

Εμείς που εμείναμε πίσω, τη μέρα

που η νύχτα θα έρθει να μας πάρει

θα απλώσουμε τη μνήμη στον αγέρα

τη γη να σπείρουμε χορτάρι.

 

Εμείς που εμείναμε πίσω, τα ιερά

και τη γλώσσα και τα όσια

κρατούμε τις πέτρες με όρκο σειρά

και τα μάρμαρά μας όρθια.

 

Εμείς που εμείναμε πίσω, νήματα

χωρέσαμε στη ζύμη των νερών μας

να έρθουν πάλι οι μέλισσες κύματα

να σαλέψουν οι ρίζες των νεκρών μας.

 

 

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

ΤΡΑΓΟΥΔΩ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΟΥ / Μανιζατές Κώστας


 


Τραγουδώ την πόλη μου

για να μην ξεχάσω πως υπάρχει.

 

Η σιωπή μαστιγώνει «κόμπους» το φευγιό μας

και με τυραγνεύει.

Γεμάτη σκοτεινές εικόνες η μνήμη μου 

και με παιδεύει.

 

Τραγουδώ πολύ

για να στεγνώσω τα δικά μου δάκρυα

που μάτωσαν.

Ξεθάβω πράγματα

γιατί θέλω να ξαναζήσω μέρες καλές

που πάλιωσαν.

 

Την Αμμόχωστο τραγουδώ

για να μην ξεχάσω πως υπάρχει.

 

 

ΤΩΝ ΑΚΡΙΤΩΝ ΚΡΙΜΑΤΑ ΜΑΣ ΣΙΔΕΡΩΣΑΝ / Μανιζατές Κώστας


 

Του χρόνου βήματα και Θεία Δίκη αδέκαστη

πάλι σας καλώ

το πικρό το αίμα της χώρας μου μην ξεχαστεί

σας παρακαλώ.

 

Των ακρίτων κρίματα θηράματα μες στις ξερολιθιές

μας ξημέρωσαν

και σφιχτά με σιδεριές γερά τα κάματα με μπαλωθιές

μας σιδέρωσαν.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Κώστας Μανιζατές : Αρνούμαι


ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΤΟΠΟΣ


Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν τη στιγμή
που στιγματίζει τους αιώνες.
Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν το φανάρι
της ανεμοθύελλας.
Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν το δίκιο του
και οι δυνάστες του
φυλακίζουν τα μνήματα των νεκρών του.

Δυνατοί βοριάδες σαλεύουν το τέλος του ατέλειωτα
και ανοίγουν πάντα οι λίγοι τα στήθια τους στον αγέρα
και οι αιώνες δένουν το φως τους στο στέρνο τους.

Βυζάξαν το πνεύμα του τόπου τους με το μητρικό το γάλα
και αρνούνται να ζούν στα γόνατα τη λευτεριά τους.


Οι άνθρωποί του τόπου
αιώνες σιωπηλοί ταμπουρώνανε το θάνατο
και χτίζαν με υπομονή τη σημαία της περηφάνιας τους.

Μπολιάζαν τους αιώνες με πνεύμα και πηλό,
από γενιές με αίμα τις γενιές τους,
φυτεύοντας τον ιστό τους και ριζώνοντας τους θρύλους
και το δέντρο της ζωντανής συνέχειας.

Πίσω από τον κρυμμένο φόβο τους
αγρυπνούσαν οι άνθρωποι χωρίς συνθήματα
μόνο βουρκώναν με τα χρώματα της σημαίας
και το στήθος τους έκαιε τα χρόνια μαυρισμένο μαγκάλι.

Σάρωναν τη γη τους βοριάδες που τρομάζουν τους ανέμους
και οι λίγοι κράτησαν τη μνήμη στο χρόνο και τη θεμέλιωσαν.



ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Μας γελούσε η Άνοιξη με το χορό να παίζει
Και εμείς ανοίγαμε τον ουρανό σε ένα φως μεγάλο
Και ξωμακραίναμε άγουροι τη λευτεριά μας
Και ανοίγει ξάφνου μια πόρτα καταντικρύ
Και δρασκέλησε μέσα ο φόνος κραδαίνοντας αίματα






ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ   Ι

Έμειναν πολύ λίγοι μονάχα...
Και μονάχα εγκλωβισμένοι...


ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ   ΙΙ

Και είναι τόσο βέβαιοι για τον εαυτό τους.
Ξέρουν με σιγουριά τι θέλουν.
Τίποτε δεν προσμένουν.
Μονάχα περιμένουν...


ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ  ΙΙΙ

Έμειναν ξαφνικά μονάχοι και παραφυλάμενοι

ζωντανά μνημεία ματωμένων γενεών
με συντροφιά τους μονάχα
το πείσμα των κουρασμένων τους χρόνων
τα σιωπηλά τους δάκρυα
και την ελπίδα των κρυφών τους στεναγμών.

Κλείδωσαν στο χρέος την ψυχή τους
και η αμίλητη ελπίδα
ξεπερνά την απελπισία του φόβου τους.



ΜΗΝ  ΞΕΧΝΑΤΕ  ΤΑ  ΜΝΗΜΑΤΑ

Σκεπάσαν οι εχθροί τα ανοιγμένα μνήματα
με μνημεία και μάρμαρα
να τους καλωσορίσουν.

Και οι πέτρες και τα λιθάρια αναμεσό
πετάξαν φύλλα και γίναν δέντρα
να έχουν σκιά τα μνήματα
να ανασαίνουν οι νεκροί.

Και οι ψυχές κουβεντιάζουν
και ταράζουν τον ύπνο μας
και μας καλούν να μην ξεχνούμε τα μνήματα.


ΑΡΝΟΥΜΑΙ

Η μνήμη ξεμουδιάζει ακόμα στα πόδια σου, Αμμόχωστος.
Είσαι για μένα όλα που έζησα παιδί ερειπωμένα.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
με ένα  «φιλί»
να σε αποχαιρετήσω στα καλντερίμια.
Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να περπατήσω ξένος στη σκλαβωμένη μου πόλη.

Η γη μου που περπάτησα
κρεμά ολοζώντανες τις μνήμες
και η ψυχή μου ανατριχιάζει.
Η γη μου που περπάτησα
κρατά φυλακισμένες τις ζωές
και ξαναμπάζει τις φωνές στην πόλη.
Η γη μου που περπάτησα
λογαριάζει τους αιώνες ακέριους και μας περιμένει.

Μιλάω τις μνήμες μοναχός μου μη μου τις σβήσει ο χρόνος.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να βρω του Λόγου σου κερί να μανταλώσω το κενό.





ΞΥΠΝΑΤΕ  ΑΔΕΡΦΟΙ  ΚΑΙ  ΞΑΓΡΥΠΝΑΤΕ

Χαμοπετούν τα όρνεα εκεί που ζυγιάζονται και τρων το χασομέρι. 
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Οι Σειρήνες τραγουδούν και πάλι μας κυκλώνουν.
Κεντά η γη τα πόδια μου να με σηκώσουν
μη γελαστούμε και πέσουμε  και γενούμε θρύλος. 
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Γονάτισε η αποκοτιά τα παρακλητικά τα λόγια.
Η φωνή σέρνεται γλυκομίλητη να τρυπώσει στα σπίτια μας
και όταν οι βάρβαροι στέκονται στην πόρτα σταματά ο νους μου.
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Στα παλιά καντούνια ψάχνω το λυχνάρι των ανέμων. 
Γυρεύω ελληνικά πατήματα για το καμπαναριό της Ανατολής
να μπολιάσω το δέντρο με τους αιώνες και τα μαλάματα.
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.
Μη γελαστούμε και πέσουμε και γενούμε θρύλος.