Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμασοίτης Βάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γερμασοίτης Βάσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Γερμασοίτης Βάσος (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε την 5 Ιανουαρίου 1907. Κατάγεται από την Γερμασόγεια της Επαρχίας Λεμεσού.  Ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την ποίηση το 1932 και για περίπου είκοσι χρόνια εξέδιδε τα ποιήματά του.Η τελευταία του ποιητική συλλογή εξεδόθη το 1952. Όλες του οι ποιητικές συλλογές είναι γραμμένες στην Κυπριακή Διάλεκτο.
Έγραψε συνολικά 339 ποιήματα στην κυπριακή διάλεκτο, με εξαίρεση 7 από αυτά που είναι γραμμένα στην αγγλική γλώσσα.
Απεβίωσε σε ηλικία 57 χρονών στο Πέρα Χωριό - Νήσου, την 28η Αυγούστου του 1967.



Ποιητικές Συλλογές 


«Τα πρωτοβρόσια» : 1938.
«Αστραπές τζιαί τραμουντάνες» :1939.
«Γιατί σιερούμαστιν» : 1940.
«Που την μιάν μερκάν στην άλλην» : 1942.

«Πόλεμος- Πόλεμος» 1944
«Πάνω χαρά μας» : 1945.
«Στο ποσσίος του Λαωναρκού» :1946.
«Όπου καλόν καλλύτερον»: 1952
«Όσα ξαίρω τζ'όσα ακούω»: 1952
«Λόγια της νύκτας» :1952.


περισσότερα: http://www.perachorio-nissou.org.cy/el/page/vasos-germasoitis

http://plouroutziatis.blogspot.com/2011/09/blog-post.html

ΓEPAMATA / Γερμασοίτης Βάσος



- Άτε Γιωρκή, ποσπάζου, τζαι ποστάθηκα!
Πόσην ώρα να σ’ έχω πανωθκιόν μου
τζαι χάννομεν τον ύπνον μας έτσ’ άδικα;

- Εν ι-μπορώ, λυπήθου με, τζαι μεν λάμνεις,
εντζ’ είμαι στρούθος βίρα μάνι μάνι!
-Έπαρε πομονήν, πελλάρες μεν κάμνεις,
πέρκι τα καταφέρω γιάλι γιάλι.

- Άτε Γιωρκή, ποσπάζου, δε τες πλήξες σου,
δε το ζευκαλαδκιόν σου, τα χτηνά σου,
δρώννεις, ξιδρώννεις, τρέχουσιν οι μύξες σου,
επέλλανες τωρά στα στερινά σου!

Έι, Στυλλού, κοντεύκω, περιποίθου με,
κλώστου τζαι σου, τα μαύρα, νακκουρούιν,
μιαν ώραν που σ’ ερκάστηκα, λυπήθου με,
τέλεια μεν κάμνεις ούλα το μωρούιν...

Έτσι λοής, που κάτω που το πάπλωμαν
ο γέρος τζ’ η γερόντισσα σσωτζιούνται,
τζ’ άλλον που των ρούχων κάμποσον μάκκωμαν
εν κάμνουν τίποτ’ άλλο τζαι τζοιμούνται!

Γέρημα νειάτα! Πάτε τζ’ εν ι- στρέφεστε,
τζαι πίσω σας γεράματα κλουθούσιν.
Τον γέρον τον φτωχόν εν τον ι - σκέφτεστε,

τα κκέφκια του που θέλουν να γενούσιν;

Βάσου Γερμασοΐτη, “Για την γλώσσα μας”

«Έσιει πολλούς που θαρκούνται πως άμα συντυχάννουν την γλώσσαν του τόπου τους, τη συνηθισμένην, την ίσιαν,την γλώσσαν του τζυουρού τους, πως εν νεν’ευκενείς τζαι γυρεύκουν πα’στην κουβένταν τους ν’ανακατώνουν λόγια που, έν’ ο λόος που λαλεί, κοντά μας εν έχουσιν σκέσην κουτσίν! Πά’ ς τούτον ππέφτουν έξω πολλά. Έν’ το μεαλλύττερον λάθος που μπορεί να ένει. Εγιώνη έντζ’ είμαι κανένας μεάλος άδρωπος να φουμιστώ πως τα ξέρω ούλλα, αμμά το σωστόν ένι να πασκίζουμε πάντα μας, τζι’ έσσω μας, τζι’ έξω μας, μακάρι νάν’ τζι ομπροστά στον βασιλέα, να συντυχάννουμεν την γλώσσα μας, την γλώσσαν του τζιουρού μας, τζαι να μεν θαρκούμαστιν πως είμαστιν χωρκάτες τζαι να το λοαρκάζουμεν αντροπήν! Όι ! Καθένας με τον τόπον του. Γιατί να μαχούμαστιν με τα ξενικά, αφούτις εν είμαστιν περατιτζοί. Μέλλιμον η γλώσσα που την συνηθούν τζαι συντυχάννουν την πουτζείθθε έν καλλύττερη που την δικήν μας; Εν πιστεύκω. Τζαι γιατί να πά’ να κάμω έξω, μες τες περασιές, έξι μήνες, έναν γρόνον, τζι ύστερις, ότι πον να στραφώ, να κάμνω πως εν γυρίζ’ η γλώσσα μου τζαι να νεκατώννω λόγια πασανάκατα; Τζείνοι που τα κάμνουν έν’ φουμιστήες τζαι φαντασμένοι.

Η γλώσσα μας, η τζυπριώτιτζη, έν’ η μόνη που έν εξηάστηκεν ύστερις που τόσα βασίλεια που ρέξαν που την Τζύπρουν, πριν τόσα τζαι τόσα γρόνια. Έν η γλώσσα η αρκαία, η ελληνική, τζείνη που συντυχάνναν οι πρωτινοί τζαι πρέπει να την συνηθούμεν ούλλοι μας. Εγιώνη, τον τζαιρόν που’ μουν έξω, όπου έθθεν να πάω να ψουμνίσω, για να κάμω, για να φκιάσω, πρέπεν ν’ αρκέψω τζείνην την γλώσσα μου την γλυτζιάν (του τόπου μας δηλαδή) τζαι να τους κάμνω τζείνους πον εγκαταλαβαίννασιν να γυρεύκουν δραομάνους για να μου συντύχουν.

Έτσι έν’ το σωστόν, καλό! Ποττέ μου εν εξενοσύντυχα παφής επάτησεν τον πόιν μου ποδώθθε.


Τα ποιήματα μου έν’ ούλλα γεμάτα ζωήν τζαι θέμαν του χωρκάτη πόν’ η ρίζα τζι η βάσις ούλλου του τόπου μας».

ΣΑΝ ΛΑΜΝΟΥΝ ΤΑ ΝΕΡΑ / Γερμασοίτης Βάσος



--Σύρτου κοντά, γεναίκα, να κουρρώσομεν,
που κά΄στο πάπλωμα να σκουλλιστούμεν,
να ππέσομεν κοντά κοντά , να βράσομεν,
τζι΄αλόπως πόψ’ εν’ νύχτα μας, θαρκούμαι.

Καλό, να βρέξει∙ να σιονίσει κάμποσον∙
να σάσουν τα χτηνά μας, τα σπαρμένα∙
ν΄αλλάξει τζι ο τζιαιρός μας νάκκον, ώσποσον
να τρώμεν τα ψουμιά τα κλιθθαρένα!

΄Ωσπου ακούαν των νερών τζιαι λάμνασιν,
ο γέρος ο Πολλύς τζι η Αρετούσα,
περίτου μές τα ρούχα ετρυπώννασιν
τζιαι μάχουνταν τζι οι δκυο τζιαι σκομαχούσαν.


Εφύσαν ο αέρας εμουγγάριζεν,
έστραφτεν, επουμπούριζεν καπάλιν,
ο γέρος την γερόντισσαν αγκάλιαζεν
τζι ήταν χαρά του πλάστη μου μεάλη.

Ετρέχαν οι χολέτρες πά΄στα δώματα∙
εγένουνταν σιειμάρροι γιάλι άλι,
τον πλάστην εδοξάζαν τόσα στόματα
οι γέροι…..ερογχαλίζασιν καπάλιν.

Είντα καλά να ππέφτεις τζιαι να μάχουνται,
να λάμνουν τα νερά, τ ΄ανεμοβρόσια!
Τα βάσανά τζιοι κόποι σου ξηάνουνται,
τζιας είσαι βουττημένος μές΄την φτώσειαν.



Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2016

[Παφής εγεννοπλάστηκα...] / Γερμασοίτης Βάσος

[..]

Παφής εγεννοπλάστηκα τζαι γίνηκα 
στα χρόνια τούτα πούμαι τζαι στα στάθη,
ποττέ μουστη ζωήμ μον αθθυμήθηκα
να πω πως η ζωή μου πκιον εχάθην. 

Πικρά, γλυτζιά, ζιω, ππέφτωτζαι σηκώννουμαι 
στες ξενηθκειές, στα κάτεργα τζ΄ αν είμαι, 
τζαι καρτερώ, τζαι κρούζω, τζαι σκοτώννουμαι, 
μέραγ καλήν να δω, να πω κανεί με. 

Τζ΄ ώσπου θωρώ τα γρόνια πως δκιαβαίννουσιν 
τζαι τα κακά μου ΄ κόμα πολλυνίσκουν, 
λαλώ πως τζαι στομ μνήμαν αμ με παίρνουσιν
εν νάρκουνται τζει μέσα να με βρίσκουν. 

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΓIA TO XAMO TOY AΛEΞH* / Γερμασοίτης Βάσος




Εχάθηκες Αλέξη μας,
έκοψες την κλωστήν σου,
εχάσαμεν τ’ αστεία σου,
το λέεισ σου, το πεισ σου.

Έχασεν ούλλον το χωρκόν
έναν γερόν βλαστάριν,
έναν λεβέντην, δουλευτήν,
άξιον παλληκάριν.

Εχάσασ σε οι παρέες σου
οι φίλοι τζι οι γνωστοί σου,
εχάσασ σε οι κουμπάροι σου,
τ’ αδέρρκια σου, οι γονιοί σου

Εχάσασ σε οι γειτόνοι σου
οι κόρες σου π’ αγάπας,
ο γιος σου, η γεναίκα σου
τζι οι στράτες που περπάτας.

Εχάσαν οι επιβάτες σου
τον ταχτικόν τους φίλον,
τ’ άψυχον τ’ αυτοκίνητον,
έχασέσ σε τζιαι τζείνον.

Έτσ’ άξιππα τζι ανόρπιστα
έσβυσες εποσπάστης,
χωρίς ορπίαν νά’ χωμεν
μιτά μας να ξανάρτης.

Τζι απόν πολλύς ο πόνος μας
για τον χαμόν σου Αλέξη,
ούλλοι μας εβοβώσαμεν
τζι επκιάσεμ μας η σκέψι.

Γιατ’ είσουν νέος τζι άξιος
τζι έπρεπέσ σου να ζήσης,
γιατ’ είσσιες γαίμαν τζιαι ζωήν
να δράσης να βουρήσης.

Τζιοιμού σαν ετζιοιμήθηκες,
νεπαύκου σαν τζιοιμάσαι,
τζι ώσπου λαχτούμεν στουν την γην,
στην έννιαμ μας εν νά’σαι.


Εγράφτηκεν μες τις 12 τ’ Απρίλη, 1959.

*Tο 1959 μετά από ένα  δυστύχημα, ο νεαρός συγχωριανός του  Βάσου Γερμασοίδη Aλέξης Nικολάου χάνει τη ζωή του σε πετρελαιοδεξαμενή στη Λάρνακα. Ο γείτονάς του Βάσος Γερμασοΐτης, συγκινημένος από το τραγικό γεγονός, έγραψε στη μνήμη του Αλέξη το παραπάνω ποίημα

ΠΑΝΤΑ ΦΤΩΧΟΣ / Γερμασοίτης Βάσος



Λαώννεται, σκοτώννεται που την δουλειάν
ο μαύρος ο Γιωρκάτζης νύχταν μέραν,
σιτάριν του, πατάταν του ως την ελιά,
να τα γιωρκήσει τζι εν τα βκάλλει πέρα.

Στις αίγιες, στο ζευκάριν μισταρκούς πολλούς,
τζι ακόμα μάχουνται τζαι τα παιδκιά του.
Θωρείς τον λοαρκάζεις τον που τους καλούς,
μ’ αν ρωτήσεις, έν’ κρουσμένη καρκιά του.

Έν’ πεντακόσιες οι λιρούες που γρωστεί!
Εν’ χωραττάς; αμάνταν βρίσκει το κορμίν του;
Μακάρι μέσα στα ριάλια να χωστεί,
Εν ι - ξοβλά ποττέ του στην ζωήν του!

Τζαι να’ σιει τζαι τον έμπορον, κάθε βολάν
πο’ ν’ νά’ ρτει μες την πόλην, να τον κάμνει
δκυο ππαραδκιών. Χωρκάτη, ττόππουζε, βρακά,
να του φωνάζει, βίρα να τον λάμνει.

Τζαι τζείνος με το «κύριε» τζι «αφεντικόν»
τζι όπου τον δει να φκάλλει το σκουφίν του.
Του κόσμου το αθάνατον που το χωρκόν
να του φέρει, δίχα την βουλήν του.

Ο μαύρος ο Γιωρκάτζης εν θωρεί τ’ ομπρός.
| Στην υστερκάν το μάλιν του πουλιέται,
εν’ καταδικασμένος πάντα να’ ν’ φτωχός

τζαι ττόππουζος, χωρκάτης να λοέται.

ΕΝΑΝ ΣΥΣΤΗΜΑΝ / Γερμασοίτης Βάσος



Εμάθαν ένα σύστημαν μες το χωρκόν
τζαι προπαντός κάτι μεσοτζαιρίτες,
την βράκαν, την ποϊναν εν την θέλου πκιον
τζαι πκιάννουν που την μόδαν τους πολίτες.

Μα σίλια τζι αν αλλάξουν τζι αν ι-στολιστούν,
κασμίρκα μέραν νύχταν να φορούσιν,
εν ι-ξορτώνουν στάξην να ξηβκενιστούν,
μήτε στου κόσμου την σειράν να μπούσιν.

Να φάσιν εν ι-ξέρουν, εν πολλά μακρά.
Να παρπατήσουν, χωρκατοδείγνουν.
Τα λόγια τους που συντυχάννουν εν χοντρά,
τα χάνια που συχνάζουν εν τ’αφήννουν.

Είντα τη βκάλλουν τζαι την βράκαν μανιχά
πόν’ μαθημένοι πάντα τζαι φορούσιν
τζι εν την αφήννουν μάγκου που φτυχά
κάλιον μες τα χωράφκια που βουρούσιν

Εγράφτηκεν μες στες

11 του Σεττέβρη 1935.