Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλάζη Πίτσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλάζη Πίτσα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

Πίτσα Γαλάζη (βιογραφικό)

Η Πίτσα Γαλάζη  θεωρείται μια από τις αvτιπρoσωπευτικότερες φωvές της Κυπριακής πoίησης, γεvvήθηκε στηv Λεμεσό.
Εμφαvίστηκε στα γράμματα από μαθήτρια με σκόρπιες δημoσιεύσεις στίχωv της σε εφημερίδες και περιoδικά.Τηv ίδια περίoδo λαμβάvει μέρoς στov απελευθερωτικό αγώvα της Κύπρoυ.
Σπoύδασε Πoλιτικές Επιστήμες και Κoιvωvιoλoγία στo Πάvτειo Παvεπιστήμιo.
Τo 1963 εκδίδει τηv πoιητική συλλoγή Στιγμές Εφηβείας πoυ χαρακτηρίστηκε από τηv κριτική ως "η πιo καυτή και αληθιvή μαρτυρία τoυ απελευθερωτικoύ αγώvα 1955-59. 
Έχει δύο φορές τιμηθεί με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης της Κύπρου.
Το 1999 τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών.
Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Εκτός από την ποίηση ασχολείται και με το δοκίμιο. Tελευταίο βιβλίο της η μελέτη Οδός Αιμιλίου Χουρμουζίου (2005).

Απεβίωσε Φεβρουάριο του 2023

Εργογραφία 
  •  "Στιγμές εφηβείας", Φέξης, 1963, 
  • "Στα περιθώρια των καιρών", Φέξης, 1968, 
  • "Άσπρη πολιτεία", Φέξης, 1969, 
  • "Δέντρα και θάλασσα", Φέξης, 1969 (Α' Κρατικό βραβείο ποίησης του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου, 1969), 
  •  "Ψηφιδωτό", Κείμενα, 1973, 
  • "Η αδελφή του Αλέξανδρου", Κείμενα, 1973, 
  •  "Υπνοπαιδεία", Εκδόσεις των Φίλων, 1978, 
  • "Σηματωροί", Εστία, 1983, 
  • "Τα πουλιά του Ευστόλιου και ο έγκλειστος", Αρμός, 1997, 
  • "Τα έψιλον της Ελένης", Αρμός, 1998.

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Η Φωνή : Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη εκδοθείσα το έτος 2017: Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης της Κύπρου

Και μή μου άπτου
Έλεγε η φωνή
Θρηνώντας το γλυκύτατό της έαρ
Μην το αγγίσετε εσείς που το φιλήσατε
Το σκοτεινό ανοίγοντας
Στο μέτωπό του φρέαρ

Αφήστε να κολλάει ανεξίκακο
Το αυτί των αλλοφύλων το κομμένο
Με βάγια να περάσει τ’ αεράκι του
Ώς την συκομορέα του Ζακχαίου

Με τις ουρές χελιδονιών
Ψαλίδισε τον θάνατο
Με χαίρε απ’ τις λαύρες τις αγίες
Το σώμα του ὁ Μαχαιράς το μύρανε
Των ορεινών του Ευαγόρα βαφτιστήρι

Έαρ γλυκύ μου, έκλαιγε η φωνή
Από Αλέξανδρο σ’ Αλέξανδρο αγιασμένο
Το κάλλος σου αβασίλευτο
Χαρτί και καλαμάρι ιστορημένο

Με τα καρφιά στα χέρια της
Τραβούσε από τις ίνες της
Κι έραβε το πλευρό το λογχισμένο

Ό,τι πονούσε κι έσφαζε
Αλάλητο το κράταγε
Για να λιπαίνει
Μες στα δόντια αλεσμένο
Σ’ άλλη πλευρά ηλιόλουστη
Το νήπιο που ετοίμαζε
Έρωτα σ’ επιτάφιο ανθισμένο
Και μή μου άπτου ολόλευκη
Δραπέτευε η φωνή
Στους Εμμαούς να κόψει το ψωμί της
Και στα παλιά λημέρια της
Να βρει την αντοχή της

Γκιώνης τις νύχτες έκλαιγε
Μα η αυγή την εύρισκε με κυλισμένο λίθο
Να; μπαίνει στα φυλλώματα
Κι αθέατη κι απότακτη
Του άλλου έαρος πουλί
Να ετοιμάζει ήχο.

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Ονείρων εξήγηση / Γαλάζη Πίτσα









Οι αγρυπνίες με σκάβουν

να κατοικώ σε σπήλαια

με το προγονικό σημάδι στο γόνατο

δάγκωμα ικεσίας ή μάχης κατάλοιπο

Εκεί οι έφηβοι μαθητές του Κενταύρου

εκεί ο Δίας να πελεκά κεραυνό

ασπρίζοντας με πετροκατσικϊσιο τις φλέβες του



Το χώμα ξέρει μελετώντας το σώμα

και περιμένοντας

Στα πέτρινα σπλάχνα το μέτρο του ποιητή

και τ' ανθρώπου



Πέτρινη της προγονικής Σαπφώς κεφαλή

Πέτρινος ύπνος του Νικοκλή της κόρης της αξιόθεης

ύπνος πεδινός Διονυσίου Θρακός ανηφορίζει

κι υδρόβιος καραβιού της Κερύνειας φλοισβίζει



Πέτρινος ύπνος, άηχος θρήνος

η Συγκλητική η Μαρία

με μηνύματα θρύμματα κύματα

βρέχει τη γωνιά του μυστικού

Συγκαλεί, δεν συγκαλεί

ανακαλεί ή ανακαλιέται

δεν το ερμήνεψα ακόμα



Φυσά και κρύβομαι μέσα μου

Αράζω στης Αφρικής το καμίνι

να βάζω επιθέματα

σε πυρετού κατακόρυφη άνοδο

υμνώντας και υπερυψώντας

τους χαμένους στους αιώνες συντρόφους μου



Έχουν και τα όνειρα εξήγηση

εις την γλυκείαν χώραν Κύπρον

την Πικρά ανεξήγητη.

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2016

ΣΗΜΑΤΩΡΟΙ : Ποιητική συλλογή της Πίτσας Γαλάζη που εκδόθηκε το 1983 (Εστία)


IV
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
σ’ ένα Μάρτη κλωστή σε καρπό νήπιων ονείρων
με του Μινώταυρου βούλα στο μέτωπο
τον Άδη να άδει παραμονεύοντας
τις χαραμάδες της Άνοιξης
Δεν ευαγγελίζουν πια οι καμπάνες
ο άνεμος μόνο βιάζει παραθυρόφυλλα
κι ο παραλοϊσμός της γης μου
μεταφράζει το αίμα σε άνθη ροδακινιάς
Κι αγωνίζομαι να φέρω
το χελιδόνι με το ποίημα
σε τόπο που τα χελιδόνια πενθοφορώντας αποδημούν
καθώς αποδήμησαν της γενιάς μου οι ονειροφόροι
Ο Γρηγόρης κι ο Ευαγόρας του Μαρτιού
ο Μιχάλης κι ο Ανδρέας του Μαγιού
κι ύστερα οι τρεις Αυγουστιάτικοι
θερισμένοι μέσα στους παρακλητικούς
Κι ούτε Απόστολοι απ’ τα πέρατα
ούτε κανείς συναθροίζεται να τους ανασηκώσει
αποκαθηλώνοντας το σώμα της γης μου
Μόνο γύφτοι σφυροκοπούν
καρφώνοντας ατέλειωτα
κι οι καμπάνες που επιχειρούν
ανακαλώντας
Κι ο απελπισμένος πιάνει απ’ τα μαλλιά τις λέξεις
και το ποίημα φτιάχνοντας
αφήνει μέσα στα στρογγυλά των ψηφίων
τα αιχμηρά των κορυφών
και στα φυλλώματα της νοσταλγίας
χώρο για την παλιννόστηση χελιδονιών
με το Ελληνικό και το παράλογο
που λέγεται όνειρο και τύφλα της αγάπης
XVI
Ο Καλόγερος σιωπούσε με το συναξάρι το γιατροσοφικό
Τα σαγόνια που πριν έτρεμαν κροταλίζοντας την ομιλία
έβλεπαν τώρα τα σπίτια του Αίαντα πρόβατα
και το μαχαίρι έλαμπε από τον κάμπο του Ξερού
σε τόπο που ‘κοβε το κρύο σαν μαχαίρι
Εκεί στο σύνορο έκοψε ο Γρηγόρης στα δυο τον καιρό
και το «κατά τας γραφάς» συνετελέσθη
Πώς μας στρίμωξαν έτσι κι εγίνη το κακό
και τα μαχαιρωμένα σπίτια χάσκουν βιασμένα;
Στις κοιλιές του αρνιού τα σωσίβια ο Κανένας
κι η ψυχή στο στόμα πάει και έρχεται
Ο Λυθροδόντας έδειξε τα δόντια του
ο Μαχαιράς το μαχαίρι του
και μέσα στο αντήλιο του χαιρετισμού της πενταδάχτυλης οροσειράς
που χάραζε στο υπόστεγο του μουστακιού χαμόγελο
Εκείνος ερμήνευε το ύψωμα του χεριού
«Πέντε» είπε «σε πέντε χρόνια»
και πλησιάζοντας τ’ όνειρό του
έκαμε να χαλαρώσει σε κρεβάτι καλογερικό
Ο καλόγερος με το γιατροσόφι και το συναξάρι
έφερε πίσω τον Μοριά
και καβαλάρης μέσα στα χυμένα κιούπια
έπεσε πιωμένος στην φωτιά
μη η προσφυγιά και μη της πρόσφυγας τα μάτια
μοιάζουν με της παρθένας Παναγιάς
Η πίσω πόρτα ανοιχτή στον κίνδυνο
κι εκείνος βγήκε από την μπρος λαμπάδα αναμμένη
Τώρα ξεραμένο το Ξερό
και η υστερεκτομή της Μεσαριάς άφησε στην άλλη μισή τ’ αντανακλαστικά της
Κι η Παναγιά ούτε μιλιά
να πει ποιος πήρε το μαχαίρι της
ούτε μια δήλωση
ούτε μια διαδήλωση
σαν τότε που μολογούσαμε την ψυχή μας τους τοίχους
που παράδιναν σ’ όνειρο τα μεγεθυμένα ραβασάκια μας
«Την μάνα μας θέλουμε κι ας τρώμε πέτρες»
Πέτρες κατάπιαμε, πέτρες γεμίσαμε
πέτρες πετάξαμε, πέτρες δεχθήκαμε
πετρωμένοι αλάλητοι
πέτρα λιωμένη η μάνα μας
σε γουδί κοπανισμένη χώμα πατρίδας
Πέντε, δέκα, δεκαπέντε
στρέβλωσε ο χαιρετισμός σε μούντζα πενταδάχτυλη
Κι εκείνος με μικρούς στροβίλους
να σηκώνει χώμα στα στραβά μας μάτια
να ενοχλήσει υπενθυμίζοντας
O Καλόγερος σήκωσε το συναξάρι
και πρότεινε το γιατρικό
«Άι-Γιώργη Καβαλάρη
πάνω στο χρυσόν αππάρι
αν είναι πέτρα έβγαλ’ την
αν είναι ξύλον έβγαλ’ το
αν είναι χώμα λιώσε το»
Μέσα στα μάτια δεν είναι ξύλο είναι δοκός
δεν είναι χώμα,
είν’ η πατρίδα που διαμαρτύρεται
και δακρύζω

παρατήρηση: Η φωτογραφία είναι από τον σύνδεσμο: http://ofisofi.blogspot.com.cy/2014/07/74-22.html

Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΟΛΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη / έτος 1997

Τ’ ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟ
Άφριζε ο τόπος οργή και τ’ αγιάτρευτο
Χάνονταν και έλαμπαν τα πουλιά στην ομίχλη
Κομμάτια απ’ το δάπεδο ανέβαιναν
Κομμάτια απ’ τον ουρανό κατέβαιναν
Να αρπάζω ψηφίδες κελαηδισμών
Να αποδίδω ονόματα
Πέρδικα, Φασιανός, σπουργίτι
Αποδημητικά, ωδικά ή άλαλα
Απ’ τις ρωγμές του φόβου
Φαγωμένα από ειπωμένα ή ανείπωτα
Που έρπης σου ‘τρωγαν τα χείλη
Κάπου μακριά η γυναίκα ύφαινε
Αιχμαλωτίζοντας χελιδόνια
Την ώρα πού σπέρνοντας άλας
Την καρτερούσαν να βγει στο μπαλκόνι
Αμνήμονη
Εκείνην που ήξερε πως είχε σωθεί
Το αηδόνι στο στήθος σου
Μ’ όλες τις τρίλιες κι όλα τα ποιήματα
Με των εικόνων τα ρολά
Που η φωνή θεραπαινίδα αρχαία
Μες στα μάτια ξετυλίγει
Βγάζουν οι αμασχάλες σου καπνούς
Απ’ τα κρησφύγετα
Να κυματοβατεί και να ‘ρχεται ο Γρηγόρης
Ζητώντας το παλιό λεωφορείο και τ’ αμπέλι του
Κρασί χύνει το σώμα του αναμμένο
Και πάλι ασώματος έρχεται
Να καταθέσει ελιά το νυμφικό του τρόπαιο
Εκεί που Ευαγγελίστριες
Με διπλωμένα τα φτερά
Χτυπούσαν μες στους ποταμούς
Τα ματωμένα τους ν’ ασπρίσουν οι γυναίκες
Κασσάνδρα βγάζω τους χρησμούς Ευστόλιε
Κι όλα τα Ευ αφρίζουν μες στο αίμα
Τα εύοσμα σαπίζουνε
Στήθος δεν έχω για κανένα
Γερόντιο το νήπιο που είχες στην παλάμη σου
Κι εσύ κολλάς με σάλιο την φωνή μου
Να ανοίξει τους Οίκους της
Να μπει κιβωτός σώμα κατάφορτο
Ν’ αφήσει εικόνες, αγιάσματα
Στόλους πουλιών
Λυγμούς και τρόπαια
Το Ποίημα από μέσα να ευστολίσει
ΑΤΙΤΛΟ
Τον στεναγμό θειάφι χύνοντας
Άστραφτε μες στο μάτι σου η Μαρία
Με τον δαυλό και με τα κίτρα της
Στο εικονοστάσι της Φωνής σου
Παναγία
Και μου ‘παιζε παιγνίδια ξάφνου η μνήμη μου
Σου ‘δινε τα πυκνά μαλλιά της νιότης
Την κορυφή του αετού
Τις σημαιούλες στο τσεπάκι
Σπόρους στην κάτω τσέπη σου
Στην άλλη βόλια και μολύβια
Τρύπια για τα τραγούδια η μια
Η άλλη να επωάζει φτερικούδια
Φυρίκι μύριζε ο λαιμός
Στο στήθος σου το λάδι το καμένο
Και συ να βλέπεις την θηλειά
Να λες είμαι ταμένος
Θέλει φοβέρα ο άνεμος
Για να ‘ρθει με το μέρος σου
Αν δεν αστράψει και βροντήσει δεν ποτίζει
Έλεγες μες στα γιασεμιά
Κι ήσουν σαν λάδι μαλακός
Με τ’ άστρα όταν κουβέντιαζες
Με το Όνειρο οι μέρες σου
Αντήλιο
Άνοιγες τις κηπόθυρες
Άνοιγες τα παλιά κουτιά
Της Αμμοχώστου η πομπάρτα να βροντήσει
Τα χέρια σου φαγώθηκαν
Από μαχαίρια εμβολίου
Να πάμε με την γέρικη καμήλα στο Βαρώσι
Μαντήλι ολομέταξο
Πλουμίδια με το κρόσσι
Με προελάσεις ήχων να κυκλώσουν οι χοροί
Να ‘ρθει το κύμα την ντροπή μας να σηκώσει
Άνοιγες γέρος και παιδί πληγή
Για τον Γρηγόρη που καπνίζει
Και την Λύση
Δίνει η φωνή σου ρεύμα στους καρπούς
Έρχεται η Μαρία και η Ελένη
Κρανία ηχεία με ξυπνούν
Μες στα σεντόνια μου
Πικρά σαβανωμένη
 ΒΑΣΙΛΗΣ-ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Στέγνωνα το κάθιδρο ράσο του σε βράχους απάτητους
Κι άτμιζε ο νόστος του Άγιου Τροιζινίου
Θυμιατός σ’ εικονίσματα ένστολα
Να ταράζει την μόνωση αθλοφόρων
Απ’ την ρομφαία του στόματός του
Καπνίζει το σώμα πρωθύστερο Σμύρνη
Χρυσόστομα άσματα και ψαλμοί γρηγορούν
Με το σαντάλι πορφυρό τα υπνωμένα
Και μ’ ανοικτά τα σπάρουχνα
Βάφοντας ράσα φωνής κι ακονίζοντας
Καλά να πιάνουνε τα νύχια αετόπουλου στον ώμο της
Στου ξαφνικού την κόψη ν’ αγρυπνάει
Κυπριανός ξεσπαθωμένη ανάστημα
Σπόρους κι αλάτια να μετράει
Νιόγαμπρος και καλόγερος μα και τραγουδιστής
Ετοίμαζε τα βόλια
Κι εγώ στο τρύπιο ράσο μου
Ετοίμαζα φωνή
Ζυμώνοντας μπαρούτι για κανόνια
Ποιους αγιασμούς λοιπόν μου λες
Που αγιάσαμε στην στέρηση;
Ποια δάκρυα
Που άνομβρος ο τόπος μας στερεύει
Που χρείαν έχει απ’ την φωνήν
Ως και ρανίδα ύδατος
Τις κοίτες να ξανάβρει το ποτάμι
Και θάλασσα ανεξάντλητη του βασιλιά Βασίλη
Που υδραγωγός ονόμαζε το ερχόμενο Γρηγόρη
Ζάλες να ναυλοχεί
Πάτμιος και στον ώμο του το μέλλον μας
Συγκλητικός με τους πυρσούς του
Αιμοκαθάρτης κατοικεί
Στις κρύπτες της φωνής μας
Με Τίγρηδες κι Ευφράτες και Πηνειούς
Αχνίζοντας στο ράσο του Αλαμάνα
Βασίλειος Άγιος των Ελλήνων
Ασίγαστος

ΤΑ ΕΨΙΛΟΝ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη από τις εκδόσεις Αρμός το έτος 1998

20
Κι ερχόσουν
Ανάβοντας στα σκοτεινά
Κι όπου τον Ευαγόρα συναντούσες
Άστραφτες
Κι όπου Μαρία Συγκλητική
Αναφωνούσες
Αμίλητη τραβούσες προς τα οπίσω
Κι εκτινασσόσουν έτη φωτός μπροστά
Με μάτια αποσιωπητικά
Υγρά απ’ την γραφή της Ιστορίας
Να φλομώνουν στυπόχαρτα
Να πήγαινε το πίσω μπρος,
Το μπρος να πάει πίσω
Να σηκωθώ στ’ ακρόποδα
Να σε δαφνοφιλήσω
Κι ερχόσουν
Με τα δάχτυλα ακόμα γεμάτα πηλούς
Από το πλάσιμο των πουλιών
Του δωδεκαετούς
Που άναβαν κελαηδισμούς πατρίδας
Φίλωνας και σηκώνονταν
Θέρισσος κι υψώνονταν
Ανδρόνικος κι έσχιζαν
Ανδρέας και μιλούσαν
Μαρίνα και νανούριζαν
Τριάδα και τραγούδησαν
Και Μιχαήλ φτερούγιζαν,
Αφέντρα και λαλούσαν,
Βαρνάβας και μουρμούριζαν
Συνέσιος στοχάζονταν,
Κι όλα μαζί καθόντουσαν
Στην ράχη της φωνής μου.
Πουλιά ελληνικά
Με το παπούτσι του Γρηγόρη για φωλιά
Και τ’ άλλα που ξαστόχησαν
Και πρόσφυγες καρτέραγαν
Στο ποίημα να μιλήσουν
Ελένη Μαργαριταρένη, βασιλική,
Αφουγκράζομαι τα πουλιά της σιωπής σου,
Κόκκο τον κόκκο να ραμφίζουν
Τα αιμοσφαίρια
Σκάβοντας μέσα στο ποίημα
Χτίζοντας και χαλώντας αθόρυβα
Στήνουν ενέδρες
Στους κυνηγούς.
41
Ανεβασμένη στο Ποίημα
Τον έβλεπα να περνά με τα βάγια του
Έφιππο για το μέλλον
Πιο χαμηλά ο τελώνης
Μου κλάδευε λέξεις
Ξέροντας πως είχε πληρώσει τον φόρο του
Και πώς το Ω της λευτεριάς
Έπρεπε να περάσει
Λαιμός από μαχαίρι
Τον έρωτα λέω με τα ελιόφυλλα
Τον άλτη σε καρβουνάκια
Που αναστημένος αθανατίζει
Στα μερσινόφυλλα
Και την Ελένη που σώμα ανάβει
Σαν τον Γρηγόρη την πεθυμιά
Σήματα δίνει με τον καπνό της
Η ριζιμιά
Στον ενικό μιλούσα πια
Σκόρπιζα αντίδωρο
Μυρτιές μύριζαν, παλιά δαφνόφυλλα
Απ’ όσα ήταν και όσα άγιασαν
Μα την αυγή
Πριν σώσει τρία πυροβόλησαν
Μίμοι των τσίρκων και πετεινοί
Ανοίγω κρύπτες μες στην φωνή μου
Ανοίγω σπήλαια
Και τον καρπό της τον θρύβω λάδι
Για τα ευχέλαια
Για την Ελένη που καλαμιά
Έρχεται πάντα για να τρομάζει
Του Μίδα αυτιά
Όταν μιλάει
Τρέμουν στους ώμους οι άδειες τήβεννοι
Όταν σωπαίνει
Όλοι οι ημίψηλοι μένουν ημίπληκτοι
Μυρίζω στην φωνή μου ρούχα παλιά
Παλιές φωτογραφίες θυμητικά
Να βρίσκει τα μισίδια
Και παίρνοντας οσμή
Τα χάσματα πηδώντας
Την φτέρνα να κρατεί
Στον άλλο ερωτά της η Ελένη
Τηλεμαχεί
Και χλωρασιά ταΐζει πουλάρι της φωνής
Στο ρημαγμένο στόμα λέξεις παλιννοστεί
Και την παραφορά της κάνει παραλλαγή
Η Ελένη, η σηροτρόφος του Έρωτα
Γυρίζει Ευρώτα μες στο κουκούλι
Από την Πύλο μέχρι την Πέλλα
Και το Σουφλί
Κλωστή τραβάει του Έρωτά της
Μεταξωτή
Νήμα της στάθμης άλλων καιρών
Με το κορμί της πάντα βαρίδι
Προικιό του τόπου ατίμητο.
44
Και θα γυρίσουν οι παλιοί μου Έρωτες
Έφιπποι με τις εντολές τους
Τα δαχτυλίδια ολόχρυσα θα πάρουν
Την θέση τους, για το Ευλογητός
Τ’ άσπρο του μισεμού πουκάμισο
Θα ριπίσει επιστρέφοντας
Τους στεναγμούς που έθρεψαν ιστία
Πάμφωτος ο Γρηγόρης με στεφάνι ελιάς
Σε λησμονιά νυφιάτικη πατώντας
Το δάκρυ του θ’ απαυγάσει
Αδάμας Αχειροποίητος
Τα πριν τα νυν και τα αεί του κόσμου
Γαρυφαλένιος, μ’ ευαγγελισμούς
Θα κόβει στίχους στις αυλές
Νομίσματα χρυσά ο Ευαγόρας
Με όλες τις μουσικές του ανοιχτές
Ηνίοχος επάρσεων ο Αντρέας
Με τα Βυζαντινά και με τα Κάλβεια
Την άμμο της φυσώντας και τη σκόνη
Τυφλώνει Κύκλωπα καιρό η Αμμόχωστος
Κυλάει το λεμόνι
Με το βασιλικό στ’ αυτάκι της
Χρυσόστομη η Κερύνεια με τα βάγια
Με καπνιστήρι εκεί κι η μάνα μου,
Στο πέτο ξεβαμμένες σημαιούλες ο πατέρας
Ολόρθος με το κράτημα ίσου καταγωγής
Και Κεφαλόβρυσα Λαπήθου και Κυθρέας
Πίσω είναι το μέλλον μας,
Μπροστά το παρελθόν
Για να τρομάζει ο Βουκεφάλας
Δίχως αναβάτη
Πίσω η καμαρούλα προβολής
Και το πανί μπροστά,
Το μέλλον μας κρατάει τα ευ
Και πηλαλάει άτι
Τους ριζωμένους τους ιστούς θα τους μεταφυτέψουμε
Να πλαταγίσουν διπλωμένα σε κρανία και σε στήθη
Με τα αρχαία τους δάκρυα
Θα ᾽ρχονται οι αιχμάλωτοι
Θα μαρτυρούν οι ώμοι φορτωμένοι
Τα έρματα που οι άνοες πετάξανε
Κι έγιναν και σωσίβια και χλαίνη
Θα επιστρέψουν οι παλιοί μας Έρωτες
Πάνδημοι, αυτοκράτορες, σωσμένοι
Στα γόνατα τους πέφτοντας
Θα πλένουνε τα πόδια της Ελένης
Το μέλλον είναι παρελθόν
Και παρελθόν το μέλλον μας
Δεκαετίες πριν, κεντώ και σχεδιάζω
Το τόξο μου τεντώνω
Καταργώ τις εποχές
Την Παλιγγενεσία μου πολύτροπος
Με την Ελένη τόπος
Ετοιμάζω

Υπνοπαιδεία: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη Εκδοθείσα το 1978 από τις Εκδόσεις Των Φίλων


[...]

Εννιά νησιά στην άβυσσο
κι εκείνος π' αγαπούσα.
Τώρα διάττοντες αλιεύω μέσα σ' έρημο
ανασηκώνομαι και πέφτω
καθώς στοιχεία μνημονικά
ανάβουν πυρκαγιές
που να μετρήσω δεν προφταίνω.
Φεγγάρια τρίμερα γίναν τα πρόσωπα
κι ο ασβέστης ο άσβηστος
κάνει εγκαύματα τα τελευταία όνειρα
με τη συνέργεια των δακρύων.

[...]

Κάπου-κάπου κολλώ έναν επίδεσμο ύπνου
κι η φωνή μου κάνει σθεναρή το μνημόσυνο
που θα πεί:
πίστη στην αιωνιότητα
ή του φορτίου συναίσθηση της ζωής.



[...]

VII 
Καθώς ανηφορίζεις για το Μαχαιρά
κράτησε με τα δάχτυλα, αν αρκούν, το στήθος
και μη μιλάς για την πληγή σου.
Κάτι ο Οδυσσέας ήξερε
με τα κλαδιά και την ανωνυμία του.
Κάτι και τα νοσοκομεία
που κατακρατούν τις αχτινογραφίες.
Άσπροι τοίχοι, κρεβάτια άσπρα
κι άσπρα δάπεδα.
Άσπροι άνθρωποι π’ ασβεστώνουν τις αρρώστιες
μ’ ουδέτερη μονοχρωμία.
Αν πρέπει ωστόσο να μιλάς για την πληγή,
ψιθυριστά — λέει η παράκληση — οι εξομολογήσεις,
με συμπαθητική μελάνη ο λυγμός.
Κι ούτε μια ίνα δε μετάνιωσε
και λες: «Με συγχωρείτε»,
τη Μαγδαληνή ανακαλώντας την άγνωστη
με το μελιτζανί φουστάνι.
Φωνή μου, μνήμη της γενιάς μου,
μαχαίρι στην ποδιά της Παναγιάς,
δεν μπορείς πια υπάκουη να ‘σαι σα σκυλί,
το γύμνασμα ακολουθώντας.
Σε κούρασαν οι απαγορεύσεις,
η προσποίηση, ο στόμφος,
η προσταγή για λησμονιά,
η οικειοποίηση η αυθαίρετη,
που ‘καναν τους δικούς πια ξένους.
Δεν το μπορείς παιδί να ξαναγίνεις με το τραύμα σου.
Γρηγορούσε εκείνος κι ο καιρός
που επιστροφή δεν έχει.
Κι ούτε κοιμάμαι πια με το κενό
εκεί που άλλοτε τα όνειρα.
Φωνή της ράτσας μου,
των λογχισμών, του ανέφικτου.
Γενιά της νιότης, των αστερισμών της πίκρας.
Πέρασε από δω
γυμνοπόδαρη η Λευτεριά
και χάθηκε ο ίσκιος της ξυπόλητος.
Πρέπει να μη μιλάς γι’ αυτή
κλασματικά υπάρχεις.
Κι είδηση πια καμιά για την αφαίμαξη,
παρά ο Οδυσσέας μόνο εκπέμπει από την Ιθάκη λησμονιά
— εκείνος έφτασε και δεν τον κοφτεί —
Εγώ πατώ στους τάφους σας,
πάνω στο χόρτο που μαζεύω
οσμίζομαι τα τριχωτά σας στήθη.
Κι η φωνή
μέσα από δάση μνημικά περνά,
κορμό με κορμό,
από τους λύκους δαγκωμένη.
Κι από τη οργή κι από την πίκρα,
ουρλιάζει σκυλί έξω από τις πόρτες σας
και δεν ακούτε.
Τότε η άνοιξη τον Άδη πίκραινε,
και συ γρηγορούσες,
φωταγωγούσες, πυροδοτούσες κι έφευγες,
περνώντας απ’ Όνειρο σ’ όνειρο
εκεί που τα δέντρα τ’ ουρανού
καρποφορούσαν άστρα.
Μισός τώρα μες στ’ όνειρο,
μισός στο θρύλο,
κουτσά πηδώντας από κορυφή σε κορυφή,
δακρύζεις ποτίζοντας το αιώνιο.
Τώρα τα δυο μας πόδια
για να βαδίσουν δεν έχουν
συμφωνία και συνάρτηση.
Και τη ζωή μας δυναστεύει
η ασφυξία των δέντρων στην καταδίκη των νανισμών.
Πώς διάλεξες το Μαχαιρά να εκραγείς
και τ’ αρπαγμένο της Παναγιάς μαχαίρι
γίνηκε φόνος στο ψαχνό χτυπώντας
κατά κει που η μνήμη ευδοκιμούσε
κι ήλιος, ηλιοτρόπιο άνθιζε σ’ όνειρο γυρισμένος;
Αφρόζα αγάπη κι έσβησε,
το μίσχο μας τον χάσαμε,
νύχτα τυφλή την άνοιξη τώρα τρικλοποδιάζει.
Και συ αμετάθετα ακουμπισμένος
με το ‘να χέρι στον ώμο του Αλέξαντρου
και τ’ άλλο στου παππού του Μακρυγιάννη
κρεμιέσαι στον ορίζοντα ερωτηματικό κι Αρχάγγελος
με τα μουστάκια νοτισμένα πίκρα.
Ξενιτιά πατρίδας αλώνει τις μέρες μας,
μ’ όλα τα σύνεργα η μοναξιά μας σκάβει.
Μόνο το Μάρτη,
τ’ αγγελικά σαλπίσματα και το θειάφι,
σημαίνουν την επανάσταση
που λέγεται «ποίηση» κι αρνείται.
Κι οι αντάρτες οι υπέρνομοι,
οι προδότες της γαλήνης, οι ποιητές
οι εναπομείναντες,
ξέφτια από μια γενιά
πιτσιλισμένοι με χρυσόσκονη και στάχτη,
ξύνουν πίσω από τις λέξεις με το νύχι
ψάχνοντας την αντίστοιχη Ελληνική να βρουν,
τις μεταμφιέσεις και τις μετονομασίες εμποδίζοντας,
φεγγάρια στίχων φτιάχνουν
για να εμποδίσουν τ’ άγριο της λησμονιάς.
Τώρα τα πράγματα άλλαξαν,
πάμε όλο ανάποδα να βρούμε την αλήθεια.
Άλογο σώμα υπάκουο προχωρεί,
ψυχή αντάρτισσα επιστρέφει.
Λύνεται το κουβάρι της ζωής
κι ο μέγας ύπνος
ξύνει με το γυαλί πληγές,
ενώ μιλά για τη γαλήνη.
Τώρα οι σημαίες έλιωσαν
που τουρτουρίζοντας φορέσαμε
σημαία τώρα η γύμνια μας
κι έμβλημά μας η φτώχεια
Το ‘χεις ποτέ πιστέψει
πως θα επαιτούσαμε οράματα,
πως ένας λόγος τρυφερός αν πέσει,
θα γίνει κροτίδα του Πάσχα
να μας διαμελίσει κατά λάθος,
φωνάζοντας ανάσταση;
 V 
Τρεις του Μάρτη.
Χιονίζουν οι αμυγδαλιές το πρώιμο
καθώς γρηγορεί και το τριαντατρία στολίζεται.
Δεν είπε «για δες καιρό».
Είπε μόνο «ωρίμασε ο καιρός να ξεδιψάσει»
και την περόνη των λέξεων αφαιρώντας
πήδησε
αφήνοντας του Εμπεδοκλή το παπούτσι
και τις λέξεις με τρία καρφιά
κληρονομιά και πολιορκία του μέσα άσπαστη.
Και ποια φωνή θα χωρέσει το αράγιστο
ποιο καλλωπιστικό τη ρωγμή θα καλύψει
του δακρύου μεταμόρφωση;
Ποιος έρωτας θα μας πάρει ολόκληρους
το μισό αναιρώντας;
Δρόμοι γεμάτοι αναιμικά παιδιά
εκφυλισμός,
γυναίκες ναυαγισμένες σε σπίτι
την υποταγή ξεστρατισμένες σηκώνουν αδάκρυτες
την αλλοφροσύνη των καιρών
με τα λόγια των ποιητών ισορροπώντας,
καθώς ασταμάτητα καλύπτουν
ανοίγματα ερημιάς.
Κι η γλάστρα του παπουτσιού του
με μνήμη ποτίζεται,
προσδοκία σε κάποια μελλούμενη γέννα ν’ ανθίσει.
Αρχή παιδική μ᾽ ένα πόδι κουτσό χοροπήδημα,
στα δυο η εφηβεία να σταθεί πρόλαβε μόλις
κι η αναπηρία κοφτή,
στο μονό του τρία ν’ ακρωτηριάζει την άνοιξη,
κομμένη θριάμβου φωνή από τότε.
Αμυγδαλιάς ανθοί
κάθε Μάρτη πληγή,
να ρέει στην αμμόχωση κόντρα,
καιρούς διψασμένους να ποτίζει αθόρυβα.
Της γενιάς μου σερνάμενη μοίρα από τότε,
εκεί που το πράσινο φλόμωσε
κι ο αναστεναγμός πικρός δεν ανασταίνει.
Οφθαλμοί αστραπής ν’ ακουμπήσουν
δεν έχουνε πού,
ένας-ένας του ταξιδιού οι συντρόφοι χαθήκαν.
Στο θαύμα πηδώντας οι πρώτοι
ανάβουν στο μέσα κεριά,
κρυφό σχολειό π’ απεγνωσμένα πασκίζει
λαμπρό ν’ αναστήσει φεγγάρι.
Κι άλλοι από το Μιχαήλ αρπαγμένοι
στης πίκρας το πήχτωμα
της απελπισμένης προσμονής την άκρη κρατώντας.
Στων Λωτοφάγων τη χώρα οι υπόλοιποι
με γυναίκες χοντρές το ριζικό τους πορνεύουν
με βαμμένα αγριόχορτα πρόσωπα,
εκεί που τα μελανά θηλυκά σημεία πλανούν
για ιστορία που δε γράφεται πλαγιασμένη στα χόρτα.
Με μέλι πασαλειμμένα τα πρόσωπα,
την τραχιά, την δασιά,
τη μινωταυρίσια τους μεταμόρφωση σκεπάζουν.
Έφιππα κύματα,
θάλασσα των φίλιππων ποιητών,
των ονειροβατών η δική του.
Κι απ’ το ωρολόγιο πρόγραμμα λείπει,
καθώς η Κυριακή, το κενό,
που ξεμπουκάρει του ματαιωμένου η πίκρα.
Πίσω από τους θάμνους οι ποιητές
οι άτρωτοι και οι πλέον τρωτοί,
μ’ αιθάλη καλύπτουν τα πρόσωπα,
τη ζωή στα δυο διαχωρίζοντας,
στη ρωγμή και στη λάμψη του πρώτου ποιητή
στη δική του,
τις παραλλαγές συμπληρώνουν,
οι επαναστάτες, οι εναπομείναντες, οι σιωπηλοί,
οι άκαιροι και οι καίριοι,
οι άχρονοι και στα ορόσημα αιωρούμενοι,
οι διχασμένοι και οι ολόκληροι,
οι σφικτοί, οι πυρήνες κι οι άξονες του κόσμου,
για τούτο οι αιώνια κινδυνεύοντες.
Τους ποιητές να φοβάστε,
τους σταυροφόρους της πυρογραφίας,
τους απαράδοτους, τους δερματοστίκτες,
εσείς του ύπνου του στεγανού
του χωρίς νόστο,
επιστροφή ή βλάστηση.
Τις περόνες των λέξεων αφαιρώντας
απειλούν να σας θρυμματίσουν τον ύπνο
μ’ υποψία και όνειρα.
Να φοβάστε τους ποιητές,
τους κυρίαρχους των χρωμάτων,
τους εξουσιαστές των ονείρων.
Ανάβουν τη λάμπα τους
με το φως του Γρηγόρη
οι ακούραστοι λεξιστές του Ελληνισμού.


πηγή: https://antonispetrides.wordpress.com/2016/03/31/afxendiou-poems_2/

Στοιβάζω τις εικόνες μου / Γαλάζη Πίτσα

Στοιβάζω τις εικόνες μου καυσόξυλα

ο Μάντης μήνυσε φωτιά ως αύριο που θα 'ρτει



να κοιμηθεί λέει βρίζοντας τις αγρυπνίες μας

να πλυθεί λέει παίρνοντας το νερό μας

να ξεκουραστεί λέει

παίρνοντας το κρεβάτι μας



Και δεν μιλώ

στοιβάζω μόνο στην πυρά

τα σώματα απ' τη μάχη

Κι όταν ανάψει η φωτιά

ξέρω πως δεν θα κρατηθώ  .

θα βρω φωνή τα ονόματα να κράξω

κι ύστερα θα πυροβατήσω

Μπορεί να πέσω να καώ

κι ο ήλιος μου ο Ηλίας

θα μ' ανεβάζει προφητεύοντας



Αυτό το ποίημα να το θυμάστε

δεν είναι λέξεις

Είναι ο καθρέφτης μιας πληγής που κακοφόρμισε



και βογκάει Φιλοκτήτης.

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΙΟΥΝΗ (απόσπασμα) / Γαλάζη Πίτσα

[..]

Είσαι ένα δένδρο 
με κλαδιά πολλά. 
Είσαι ένα σπίτι 
με δωμάτια πολλά
και παράθυρα πλήθος
και τρέχεις από δωμάτιο σε δωμάτιο
δοκιμάζοντας τις αισθήσεις.
Καρτεράς το σάλπισμα κι ασφυκτιάς, 
δεν ξέρεις ποιο παράθυρο θα το φέρει .
Οι παιδικές σου βιασύνες 
ανοίγονται τρεχάματα, άνεμοι και βουές 
στους πορτοκαλεώνες, 
στα πέλαγα, 
στα περβόλια. 

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

οι φωνές / Γαλάζη Πίτσα

Ι(α)
Ἀνέβαιναν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ τὰ ἔγκατα ἀκροβάτισσες
Ἠχοῦσαν στρώματα καὶ πετρώματα μετάλλων
Καὶ πιάνοντας τὴν παλάμη ἡ μιὰ της ἄλλης
Τῆς χάρασσαν Ζάλογγο
Τραβοῦσαν οἱ φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν
Ἀπὸ πηγάδια γερακίνες κι’ ἀνέβαιναν
Νάβρουν οἴκους Φωνῆς γιὰ ἀπόηχους
Μουσκίδι καθόντουσαν στὴ φωτιὰ
Νὰ στεγνώσουν ψηλαφίζοντας τὴν φωνή μου
Ὕστερα ἄρχιζαν χοροὺς κυκλωτικοὺς
Καὶ μέσα στὸ στεναγμό της
Εὕρισκαν καμινάδα
Καὶ γίνονταν Καπνὸς ἀναθρώσκων

Ι (β)
Ἔρχονταν οἱ Φωνὲς τῶν ἑκατὸν σπιτιῶν μου
Ἀπὸ πολὺ βαθειὰ
Σίγουρες γιὰ τὸ αἷμα τους
Καὶ χτυποῦσαν τοὺς οἴκους φωνῶν
Ν΄ἀνοίξουν
Τὰ σπίτια μυρίζαν κρασίλα, ἀποφάγια
Καὶ λησμονόχορτο
Καὶ τοῦ καιροῦ τὰ ἕλκη ἀκόμα στὴν νάρκη τους
Ἔπιαναν φασκιωμένα ἄλλη γλώσσα
Μὲ τὸ κεφάλι στὴν ἄμμο ὁ κουρέας
Κραύγαζε γιὰ τ΄αὐτιὰ τοῦ Μίδα
Ἡ φωνή μου ἔμπαινε βιαστικὴ στὸ καλάμι
Γιὰ νὰ σωθεῖ, σπόρος τοῦ μεταξιοῦ
Ἀκουμπώντας στὴ ἀσκητεία της
Στὰ σώσπιτα τῆς μάζευε φυλλώματα
Νὰ κλαδώσουν τὰ πράματα
Νὰ πάρουν πίσω τὸ νῆμα
καὶ τὴ γυαλάδα τους
Οἱ φωνὲς τῶν σπιτιῶν μου
Χτυποῦσαν παράθυρα πάνοπλες
Μὲ γομωμένες λέξεις
Καὶ τὰ μολυβδοκόνδυλα στὴ θέση τους
Νὰ πυροδοτηθοῦν
Ὁ Τυφλὸς τὶς ψηλάφιζε
Ὁ κουφὸς τὶς κλωτσοῦσε
Οἱ ὑψηλὰ ἱστάμενοι τὶς κατάβρεχαν
Οἱ ἐποχούμενοι τὶς πατοῦσαν στὴν ἄσφαλτο
Τὶς φωνὲς τὶς ἑφτάψυχες
Τὰ σπίτια σαλεύουν στὰ ἔγκατα
Τοὺς ἀπάνω σεισμοὺς
Αἰχμηρὲς ξεφουσκώνουν
Φωνοῦλες στὸν ὕπνο
Ὅταν οἱ ἑκατὸν φωνὲς οἱ παντέρημες
Μπαίνουν στοὺς Οἴκους Φωνῆς
Φωτίζονται καὶ ὁρκίζονται τὰ πράματα
Γί΄αὐτὸ φυλᾶνε οἱ σώφρονες τὰ ἔρημα
Τὴν τρέλα τοὺς φοβοῦνται,
Τὴν ἱερὴ
Νὰ μὴν περάσει
ΙΙ
Πίκρες μεγάλες καὶ εὔφορες
Μοῦ χάρισε ὁ τόπος
Νὰ μ΄ἀναποδογυρίζουν νὰ ριζώνω σ΄οὐρανὸ
Ἀπὸ τὸ ὕψος μου ἢ ἐξ ΄ἐπαφῆς
Νὰ μετρῶ τὸ βάθος του
Κι΄ἄπ΄ἀρχῆς νὰ τὸν ἐρωτεύομαι
Νὰ κυαμώνουν τὸ ἔδαφος τῆς φωνῆς μου
Νὰ τὴν ἀγραναπαύουν μ΄ἀθωότητα
Ἔκπληκτη νὰ καρποφορεῖ
Μὲ χρέωσε μὲ μνήμη νεκρῶν
Μὲ ζώντων τὴν ἀμνησία
Μ΄ἀμίλητη μοίρα γυναίκας
Τὴν σκόνη τὶς μέρες νὰ πολεμῶ
Τὶς νύχτες ἀνάβουν μαζί μου
Τσιγάρα οἱ μελλοθάνατοι
Ἀνοίγοντας τρύπες νὰ βλέπουν
Τὴν ἄλλη ζωὴ τὴν ἐλεύθερη
Στὸ ἔσω αὐτὶ τὸ τραγούδι τους
Στὸ Χαῖρε Ὢ Χαῖρε
Ψήγματα ἄμμου στὸ κοχύλι του
Ἄπ΄τὰ παλιὰ μαρτυρίες
Τὰ ἡλιόλουστα
Βαθειὰ ὀρυχεῖα στὸ στῆθος
Μὲ τὴν ἀσετυλίνη στὸ μέτωπο
Ἐξέρχονται οἱ μάρτυρες
Σ΄ὅλες τὶς γλῶσσες πεντηκοστὴ
Μυρίζουν μπαρούτι τὰ γένια τους
Ἀποκαλάμες καμένες
Ἄπ΄τὸν λαμπίκο τῆς μάνας
Παλιὰ ὑποψία ροδόσταμου
Μ΄ἕνα πελώριο Α
Ξορκίζουνε τὸν θάνατο
Κι΄ὅταν σ΄ἀέρα τὴν φωνή μου συναντᾶνε
Τσακμακίζουν
Ὀπλίζοντας παλιὰ κραυγὴ
«Θὰ βγῶ πυροβολώντας»
ΙΙΙ
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ ἡ Φωνή μου
Νὰ κρατᾶ τοὺς νεκροὺς μὲ τὰ κάνιστρα
Ν΄ἀνεβαίνουν μ΄ὅλα τὰ ἀνέστη
Τὶς γενεὲς ἅπασες
Μὲ καρυοφύλια κι΄ἐξόδους
Καὶ πολιορκημένους ἐλεύθερους
Φρέαρ βαθὺ
Οἱ γαμπροὶ νὰ περνοῦν στὸ νερὸ
Καὶ ν΄ἀφήνουν στὸν ἴσκιο τους
Ἀνθισμένη μυρτιὰ καὶ μυρσίνη καὶ δάφνη
Σκοτεινὰ νὰ τραβᾶ τὸ σχοινὶ
Γιὰ νὰ δεῖ στὸν κουβὰ τὸ φεγγάρι τὸ πρόσωπο
Καὶ τὸ μάτι στὶς φάσεις ν΄ἀστράφτει
Καὶ ἔαρ καὶ φρέαρ λοιπὸν
Ἀφροδίτη καὶ Ἀστάρτη
Νὰ χλωριάζει βολβοὺς καὶ σπορᾶς μυστικῆς
Ν΄ἀνθίζει Ἀπρίλης ἀντάρτης
Μὲ τὰ χαῖρε καὶ μάνας κλωστὴ
Νὰ χλωριάζει πολύχρωμος Μάρτης
Μὲ ἀρᾶς τὶς ἐκλείψεις φυλῆς
Καὶ χαρᾶς τὶς ἐκλάμψεις
Καὶ τὸν Μάη πρωτόκλητος
Νὰ κρατᾶ τοῦ Ἀσκᾶ τ΄ἀηδόνι
Ὁ Μιχάλης ἀθῶος ὀπλίζοντας
Τὴν φωνὴ γιὰ τὸ μαῦρο π΄ἁλώνει
Καὶ τὴν μιὰ καὶ τὴν μόνη π΄ἀγάπησε
Ἀπὸ χρόνια φευγάτη
Νὰ κρατᾶ τῆς φωνῆς μου τὸ φρέαρ βαθειὰ
Ἀπὸ βάσκανο μάτι
Στῶν ὀστῶν νὰ περνάει τὴν φόρμιγγα ἴλιγγο
Κι΄ἄπ΄τὰ βάθη τοῦ τόπου μου φρέαρ
Ἡ φωνὴ ξεπηδώντας νὰ φέρνει τὰ κάνιστρα
Καὶ στὸν ὕπνο σας ἔαρ.
Ἀπὸ τὴν ἀνέκδοτη ποιητικὴ συλλογὴ Φων

Αμμόχωση / Γαλάζη Πίτσα


XXIV
Μικρέ Σολωμέ σε λένε Ευαγόρα
και γράφεις τον ύμνο μας
Μικρέ Σολωμέ με τον στραγγαλισμένο ύμνο
και το συμπυκνωμένο δάκρυ στο σύνορο
Τα μονοπάτια και τα σκαλοπάτια σου
κατεδαφίσαν οι εποχούμενοι
Αναβατόρια ανελκυστήρες ασανσέρ
ψηλά ανεβάζουν δεν ψηλαφίζουν
και απομακρύνουν από το χώμα σου
Εγώ που παράδωσα στη γη αγάπες κι όνειρα πολλά
για να γίνουν πατρίδα
Εγώ που είχα πατρίδα και δεν έχω πια
ο μέτοικος ποιητής
των ονείρων ο πρόσφυγας
ψάλλω τη λειτουργία να τελειώσω
παλαιο-λόγος
σε χρόνο που τρώει τον λόγο
την αρχή διαγράφοντας