Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσιαήλης Ρ. Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τσιαήλης Ρ. Χρίστος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Μόνο μη λες στο παιδί / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


-----------------------------------
Η ψυχή στα τέσσερα όταν μπουσουλάει
πλάθεται με κάθε τι που αγγίζει
αν δεν την καίει
αν δεν την τρυπά
αν δεν την παραμορφώνει
πήζει με κάθε τι που ακούει
ενδιαφέρον
τα όμορφα ψέματα θα δώσουν
στη λευκή πλαστελίνη χρώματα ζωηρά
τα φοβερά πλάσματα στα παραμύθια
θα δώσουν στα βαθιά κύτταρα
μικρά ποδαράκια και φτερά
να πετάει η ψυχή, να πετά
Η ψυχή στα οχτώ όταν φιλοσοφεί
ξέρει πια λεξεις από ελ-
ξέρει προτάσεις χωρίς προσωπικές αντωνυμίες
ξέρει ήχους που δεν γράφονται
μα μην λες ακόμη αλήθειες πικρές
για τους πολέμους που ζεις
για το μίσος των μεγάλων πληθυσμών
με τους μικρούς
κι ασήμαντους ανθρώπους
που πέφτουν σαν μυρμήγκια
αν η τρύπα της φωλιάς ενοχλεί
και μην αμαυρίζεις την ψυχή
λέγοντας αυτός είναι ο εχθρός
αυτός είναι ο αδύναμος
αυτός είναι ο άλλος
εκείνος είναι ο διαφορετικός
μην εξηγείς στην ψυχή που σκληραίνει
γιατί σκληραίνει
πριν σκληρύνει αρκετά
για να δεχτεί πως,
λογική: λογική
παράλογο: παράλογο.
Ας μην καταλάβει ακόμη βρε αδελφέ
και πως αυτά τα τέσσερα τινά
έχουν πολλαπλάσια.
Ας ξέρει μόνο
πως τα ποδαράκια βαθιά μέσα της
πρέπει κάθε μέρα να τρέχουν λιγάκι
για να γαργαλούν
ψάχνοντας και δίνοντας αθώα αγάπη
σε πολλές και διάφορες άλλες ψυχές
που ανήκουν σε λέξεις
που αρχίζουν από τον ήχο /ki:n/ *
και ένα όμικρον στο μέσο
αλλά είναι πολυσύλλαβες
ποτέ μη λες στο παιδί πως η αγάπη
ανήκει μόνο σ' αυτή
την πρώτη συλλαβή.
Ίσως έτσι ανατραπούν
σύντομα τα πάντα
και δε θα υπάρχει κάτι
που να μην πρέπει να πεις
στο παιδί.
copyright Χρίστος Ρ. Τσιαήλης
*kin(αγγλ. οικογένεια και συγγενικός κύκλος ενός ανθρώπου

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

γιατί σκέφτεσαι σε τετράγωνα, Ιωσήφ; / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος



Το πρόβλημα στον τόπο μου
που σκέφτονται όλοι σε τετράγωνα
το τέσσερα είναι πια ο συνήθης γνώμονας
στην περισυλλογή μας
οι εποχές τετράμηνες
η αξιολόγηση τετράμηνη
τετράγωνα οικόπεδα στη θάλασσα
τετράγωνο οικόπεδο το σπίτι
τετράγωνα τα δωμάτια
τετράγωνα τα κρεβάτια μας
τετράγωνα τα πάρκα
κρατάω το ταφ με φάδι ενσωματωμένο
κι ισορροπώ το βήμα μου
και την ορθοστασιά μου
σαν αποχαυνωμένος μα σίγουρος
περνάω τις πλατείες
τα κτήρια τα κυβερνητικά
τις δημόσιες υπηρεσίες
στα τέσσερα ο πληθυσμός
στα τέσσερα η διαίρεση του ουρανού
με τα σημεία του ορίζοντα
αμετανόητα να ορίζουν
τετράγωνα τα βιβλία
και τα αμάξια τετράγωνα
στου δρόμου τις λωρίδες να χωράν.
Αν στρογγυλά έκοβαν τα οικόπεδα
να τέμνονται με έδαφος κοινό
εκεί να καλλιεργώ με τη γειτόνισσα,
κοινό δωμάτιο οβάλ σαν μάτι
τα σπίτια μας να ενώνει,
όλος ο κόσμος να σκεφτότανε πιο στρογγυλά
να βλέπανε του εδάφους την καμπύλη
όταν προεκτείνεται στις πέρα χώρες
να βλέπανε τη γη πόσο η ίδια
με τις γωνίες μας υποφέρει.
Στον κύκλο όλοι να στρεφόμασταν
τέλειοι κύλινδροι τα σπίτια μας
σφαίρες κυλιόμενες τα αμάξια,
να προλάβουμε,
εγκαίρως πριν αρχίσουνε τα τρίγωνα
στη μέση τα τετράγωνα να κόβουν
κι η νόηση πιότερο στριμωχτεί
να προλάβουμε
πριν η Τριάς πολεμηθείσα σφόδρα
ασυναγώνιστη κι αμείλικτη
στα σχήματα όλα τα άλλα
αντεπιτεθεί.

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Χειρονομία΄/ Τσιαήλης Ρ. Χρίστος



Δάκτυλο - παλάμη - αντίστροφο
πώς θα γίνει;
Ποια χειρονομία θα ξεκλειδώσει το λουκέτο ετούτο;
Ήταν σαφείς, ήταν ξεκάθαροι:
κανένα χρυσό κλειδί
μηδέ τα εργαλεία του διαρρήκτη,
ούτε κανένα πασπαρτού,
είναι λουκέτο αδιάρρηκτο
ένα σύμβολο, μια φαντασιακή κλειδωνιά
που θα έφτιαχνε ο Νοστράδαμος
αν του Πράτσετ ήρωας ήταν
και πέρασε - ποιος ξέρει πώς - ανάμεσά μας
πώς ήμασταν τρεις τα πρώτα εκείνα χρόνια
εγώ - η επιθυμία - και η λογική.
μα πια έχω αποκλειστεί.
Ποια κίνηση ακριβώς μού έχουνε καθορίσει
για να περάσω
στο εκεί;
Δάκτυλο - παλάμη - αντίστροφο
δεν θα με ευκολύνουν.
Παρακολουθούν, αισθάνομαι διάχυτη τη χαιρεκακία
κι είμαι ξανά ο ξυλοδαρμένος επαίτης
μια τρύπια χλαίνη αφήνει τον χλευασμό
να διαχέεται στο κορμί μου
όταν το κρύο μάρμαρο
χαμαιλεοντικά το χέρι μου μεταμφιέζει
σε άκαμπτο ρόπτρο της πύλης των προσιτών,
εκτεθειμένο στων περαστικών τη θωριά
που να σιμώσουν δειλιάζουν.
Ψηλά ένας λέοντας χρυσός παραμονεύει.
Δεν θα μου επιτεθεί κανείς.
Ήταν το μόνο συμβόλαιο που υπογράψαμε ομού.
Θα είμαι εκεί
ωσότου
η κατάλληλη χειρονομία
το ανοίξει.
Δάκτυλο - παλάμη - αντίστροφο
πόσο αυτή η πολυπολιτισμικότητα.με έχει συγχύσει
στα μπίλμπορντς αντίχειρες προηγούνται χαμογέλων
στις χειροκίνητες ταμπλέτες μεσαία δάκτυλα
εκπαιδεύουν νεανίσκους
παλάμες χαστουκίζουν μάγουλα που δεν αντιδρούν
νύχια γδέρνουν τοίχους ζωντανούς,
των έξυπνων παλαμών τα αντίστροφα
παραμορφώνονται με εφέ.
Ποια χειρονομία είναι η πραγματική για εμέ
που αναμένουν;
Στο πεζοδρόμιο παρελαύνουν χέρια μόνα
χέρια με χέρια πιασμένα σφικτά
χέρια που ταλαντεύονται οικτρά
χέρια που δείχνουν τον ήλιο
που παιχνιδιάρικα στριφογυρίζουν
να σταματήσουν το κλάμα ενός παιδιού
ποια χειρονομία θα μου ζεστάνει το χέρι
θα ξεγελάσει το μάρμαρο
θα ξεκολλήσει από επάνω μου την πράσινη χλαίνη
θα τους ικανοποιήσει
να σταματήσουν να γελούν
να ξεκλειδώσω αυτή την τελευταία δικλείδα
που ονειρεύτηκε τόσο άδικα για μένα
τόσους αιώνες πριν
για να με παγιδεύσει
μακριά από αυτά που.../
Ο δείκτης μου. Κινήθηκε!
Δείχνει.
Εκεί.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2019

Μια Παλιννόστηση (χαικού) / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Περιπλανώνται
τα χαμένα καράβια
φαύλα γαλήνη
υγρή ελπίδα
πώς εξορία τιμάς
τι μηρυκάζεις
νησιά σφραγιστά
πλανεύτρες πλάτη γυρνάν
θύμησης φρούτα
αφαλάτωση
μιας γενεάς σειρήνων
κατάρτια γυμνά
ταξίδια στείρα
χαλασμένες πυξίδες
βορράς σαλεύει
η παραπλάνηση
κατάρα που απλώνει
δίκτυα παντού
ακούς το κουπί
όταν η ησυχία
νικά το παιδί
ήλιοι μαυλίζουν
δελφίνια και αγόρια
στο βωμό κανείς
νύχτα θεριεύουν
στις αγγειογραφίες
κύκλωπες τραυλοί
γαλάζια Δίκη
ένα νησί θ' ανοίξει
λιμάνι στενό
αθωώνεσαι
στο εδώλιο πλάτη
θα ξαποστάνεις
περιπλάνηση
σημαίνει παράβλεψη
κοινών πταισμάτων
ελευθερία
ζητούν οι σκεπασμένοι
λαθρεπιβάτες
παφλασμό ακούς
στέκεσαι μόνος εκεί
χωρίς καράβι
Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Δώσε ----------- / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Αν τα πολλά που είχες παλιά τα έχεις χάσει
Κι αισθάνεσαι βαθιά η στέρηση πώς μοιάζει
-δώσε-
Αν η καρδιά σου ματώνει συχνά
Από συμβάντα ασήμαντα, μικρά
-δώσε-
Παίρνεις ηλιοβασίλεμα τ' απόγιομα
Κι έχεις το φως περίσσιο
-δώσε-
Αν οι πολιτικοί σου μίκραναν τη μέρα
κι οι κροίσοι σου μασάνε τον αέρα
-δώσε-
Σού 'κανε η θάλασσα τη χάρη
Και στον ορμίσκο σου μύρια φρούτα αλμυρά
-δώσε-
Μυρίζουν στον κήπο σου θεσπέσια άνθη
Σαν άγιος επιτάφιος, σαν παραδείσου πύλη
-δώσε-
Σε Μήδα αφού μετενσαρκώθης
Τριγύρω σου χρυσό το σύμπαν κλώθεις
κι ας ήσουν το πρωί ένα άφραγκο ρεμάλι
-δώσε-
Ζεις κρυμμένος σε μια πόλη μικρή
Κι αρνείσαι το εισιτήριο της φυγής
Για να είσαι ο μέγας νάνος
-δώσε-
Μα ακόμη κι εσύ ο ίδιος αν χρειάζεσαι
μια χείρα βοήθειας
και απ' άγνωστα χέρια μια αγκαλιά
-δώσε-
σε έχει ρίξει κάτω η αρρώστια
κι έχει ο δρόμος σου μικράνει
Και η ανησυχία σου αβάσταχτη
-δώσε-
[τότε τα πλείστα θα πάρεις εσύ]
Ακόμη κι εκείνοι
που χωρίς μοίρα
Χωρίς ελπίδα μισή
Στου δρόμου το έρμα που σέρνονται
Στου γκρεμού το χείλος κρεμάμενοι
Αλλάζουν για πάντα
Αν εσύ τους κοιτάξεις στα μάτια
Και πεις
"Ιδού το υστέρημά μου - πάρε κι εσύ".
Χ.Ρ. Τσιαήλης

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

Χρίστος Ρ. Τσιαήλης (βιογραφικό σημείωμα)

Ο συγγραφέας Χρίστος Ρ. Τσιαήλης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1974. Καθηγητής Αγγλικών, ανάμεσα σε άλλες δραστηριότητες είναι ενεργός αθλητής τριάθλου.
Ποιήματα και πεζογραφήματά του στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα έχουν εμφανιστεί σε συλλογές, λογοτεχνικά περιοδικά, και σε ανθολογίες μετά από διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. ‘Το Φρούτο’ είναι το πιο πρόσφατό του διήγημα και διακρίθηκε στον διαγωνισμό ‘Φαντασμαγορία 2017’ και εμφανίζεται στην ανθολογία ‘Το Έπος Του Φανταστικού’ από το I-Write.
Έχει εκδώσει μία συλλογή με πεζογραφήματα (Throwing Dice on a Chessboard, 2010) και μια ποιητική συλλογή (The Green Divorce, 2012), και τα δύο με τον εκδοτικό οίκο Authorhouse. Τον Απρίλιο του 2016 με τις εκδόσεις Αρμίδα έχει εκδόσει το Klotho Surfaces, το πρώτο μυθιστόρημα από την Τριλογία Επιστημονικής Φαντασίας – The Omniconstants Trilogy. Το τελευταίο του βιβλίο, ‘Το Ψωμί’, 2017 με τον εκδοτικό οίκο Γκοβόστης αποτελεί μια σπονδυλωτή συλλογή διηγημάτων.

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

Τα Νέου Τύπου Εκμαγεία / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


Έπειτα έφτιαξαν οι άνθρωποι τα νέου τύπου εκμαγεία.
Άφησαν πίσω τα αγάλματα, ξέχασαν τα αγγεία.
Μα αυτό το ‘έπειτα’
-μου λες- δεν το κατανοείς,
γιατί έπεται της συγκατάβασης τεράστια εποχή,
κι είναι επαίτειο μίας αρχαίας Χιλιετηρίας
που τέλειωσε άδοξα, ασκαρδαμυχτί,
την ψάχνουμε στους βυθούς μες τα αρχαία εκμαγεία
και πίσω από τους τοίχους των σπηλαίων,
ακόμη και στη φρασεολαγνεία των φιλοσόφων της δυστοπίας
-για να προσέξουμε μην ξανακάνουμε το λάθος-

Έπειτα έφτιαξαν οι άνθρωποι τα νέου τύπου εκμαγεία
[ναι, σε αγνοώ,
και δεν με νοιάζει αν το ‘έπειτα’ δεν το αποδεχτείς
κι αν τη Χιλιετία εκείνη ξεχάσεις]
κι έχυσαν μέσα τα μίγματα.
Κι έχυσαν μέσα το αίμα και τα βλαστοκύτταρα
και διόρθωσαν τον άνθρωπο που έμοιαζε ατελής
-κατά τη νέα προσέγγιση-
και έφτιαξαν άκρα δυνατά
και έφτιαξαν καρδιές και συκώτια γερά
για τους νέους αθλητές και τα επίμονα ρεκόρ
των προγόνων που πια δεν άξιζαν
και έφτιαξαν ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια.

Κι έχυσαν μέσα τα μπάζα και τα σπασμένα πεζοδρόμια
και μισοχαλασμένα μνημεία και ναούς
και άστεγους, επαίτες και αλλοδαπούς
κι έφτιαξαν τις νέες πόλεις για τις καινούριες κοινωνίες
με ραφιναρισμένα τετράγωνα κτίρια
και τετράγωνους δρόμους
και ομοιοτέλευτα πάρκα
για να’ναι  σίγουρα λυσιτελές στο νέο χάρτη το κάθε σημείο.

Έξω απ’ το εργαστήρι δεν στεκόντουσαν οι επιστήμονες,
δεν συζητούσαν οι γιατροί κι οι πολεοδόμοι,
μον’ ήτανε ο Διαφορικός Ζογκλέρ
και έκλαιγε καθήμενος σταυροπόδι,
κι ο Μέλανας Φιλόσοφος έξυζε το κεφάλι.

Κι έπειτα έριξαν μέσα στα εκμαγεία τα καμένα δάση κι άπλετο άνθρακα
κι έφτιαξαν διαμάντια τεράστια για να στολίζονται
και να διαπραγματεύονται το ακριβό μίγμα.

Κι αφού τέλος έφτιαξαν το ένα, τεράστιο εκμαγείο
έλειωσαν μέσα τον ήλιο που έσβηνε
και φτιάξανε ένα αστέρι που έλαμψε επαρκώς,
μα δεν υπολογίσανε
του νέου πλανήτη το εκμαγείο πώς θα το φτιάξουνε,
με το καλούπι της Γης που πεθαίνει
και με ποιο πολύτιμο μίγμα να το γεμίσουνε
για να γυρνάνε τα γρανάζια αιώνια
ακόμα και προσωρινά πού θα σταθούνε να το χύσουνε
δεν σκεφτήκανε
κι ούτε σε ποια εποχή το καλούπι να σπάσουν
για να αρχίσει ο Χρόνος να τρέχει ξανά,
κι ο Μέλανας Φιλόσοφος έξυνε το κεφάλι,
-ίσως για τελευταία φορά-


© Χρίστος Ρ. Τσιαήλης

Το Χρώμα που Έγλειψα απ’ το Χνούδι της Γιαγιάς / Τσιαήλης Ρ. Χρίστος


«να τις ακούς τις ιστορίες της γιαγιάς, μόνο έτσι η γλώσσα σου μια μέρα θα ευπρεπίσει»
έλεγε η μάνα μου και μ’ άφηνε εκεί,
εις τη δουλειά να πάει.

Στα τρία μου για πρώτη φορά
τις ζαβολιές παράτησα
και χαμηλά εκάθισα
δίπλα απ’ τη γιαγιά μου,
κι ακούμπησα στο γόνα της
του κεφαλιού το πλάι.
Χορταρικά καθάριζε
εκείνο το πρωί
και μου χαμογελούσε
μα αηδία ένοιωθα
όπως τα φλούδια πέφτανε
και με άγγιζαν,
και οι σπόροι και η γλίνα,
και κάτω μου και γύρω μου
ένα χαλί απλώναν.
Μα αφέθηκα και ξέχασα
κι ανάποδα εξάπλωσα
επάνω να κοιτάω
ένα γαλάζιο ουρανό
και δυο τεράστια πόδια
σαν βάλθηκε πρώτη φορά
αρχαίες ιστορίες άγνωστες
να μου αφηγηθεί.

«Άκουσε γιε μου να σου ειπώ, μιαν ιστορία σαν παραμύθι».
Κι έκτοτε για χρόνια άκουγα
δικές της αφηγήσεις
προτού μας μαγειρέψει.

Ιστορίες σαν παραμύθια, όντως,
μα εγώ στα τέσσερα μόλις
το «σαν» εξήγησα ωσάν «από»
με ένα μικρό μυαλό
και φαντασία περίσσια.

Μπάμιες πάλι καθάριζε την πέμπτη ημέρα εκείνη
που παρακινημένος απ’ της αφέλειας την ορμή,
πιο χαμηλά έσκυψα
και άρχισα –πρώτη φορά - να γλύφω.
Μα ήταν ανέτοιμη η γλώσσα μου
για το χοντρό της χνούδι,
πυκνό, πρασινωπό  όπως ‘κει κάτω το μεγάλωνε
στων πατουσών το αντίστροφο,
που χρόνια η γης θα το έθρεφε
με των επισκεπτών της νύχτας τις πατημασιές
και με του χώματος την πανάρχαια ιστορία.

Και όπως το ακουμπούσα με τη γλώσσα μου δειλή
ένοιωθα πως τα απαίσια ζαρζαβατικά έγλυφα
κι ερχόμουνα πίσω στα σύγκαλά μου,
να την ακούσω να φωνάζει «τι κάνεις αυτού;»
κι απ’ το γαργαλητό ανεξέλεγκτο
σε ακράτητα γέλια κάθε μεσημέρι να ξεσπάει.               
Μα εγώ για λίγο τη γιαγιά δεν άκουγα
μόνο τη γλώσσα μου ένοιωθα,
εκατοστό-εκατοστό να προχωρά,
ήτανε τόσο παιδική,
απαλή ήταν ασφαλώς,
έτσι όπως τη θυμάμαι.

Γέλαγε, γέλαγε η γιαγιά,
και την ιστορία σταματούσε,
κι εγώ ενόμιζα το γέλιο αυτό
πως του παραμυθιού ήτανε μέρος.
Γιατί εγώ λίγα καταλάβαινα
από όσα μου αφηγόταν
κι άλλο τόσο λιγότερα έλεγα,
καθότι δεν εγνώριζα τότε ποσώς
πώς να αρθρώσω τι ένοιωθα και τι επιθυμούσα,
κι έτρωγα μπάμιες βραστές συχνά
κι έφτυνα άμα αλλοκοιτούσε.

Κι ολοένα απ’ τη γιαγιά άκουγα
αληθινές απ’ τη ζωή ιστορίες
και νόμιζα πως ήτανε
ψεύτικα παραμύθια.
Μου μίλαγε για τον Ιησού, για τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς
κι ήταν για μένα κούκλες ξύλινες,
 κινούμενες κούκλες
φοβερές
ανήλεες
στην ύπαρξή μου απειλές.
Κουβούκλιζαν αλύπητα
μες το μυαλό
και στα βουνά μακριά,
σκιές της Αθηένου.

Και ορκίζομαι
το έβλεπα
το χνούδι
που χρώματα άλλαζε με κάθε νέο μύθο.
Την κοίταζα χαζά,
με στόμα ορθάνοικτο,
κι ας μου το έκλεινε η ίδια τρυφερά
από καιρού εις καιρόν
αφήνοντας για λίγο το καθάρισμα
μα εγώ διόλου δεν ήμουνα λειψός
-κι ας έδειχνα τότε άθελά μου έτσι-

Σφιχτός κι απόμακρος εσηκωνόμουνα
κάθε φορά που τέλειωνε την κάθε ιστορία,
με χείλια κλειστά έφευγα,
μην καταλάβει,
και στον καθρέφτη πήγαινα
τη γλώσσα μου να κοιτάξω,
πώς κάθε φορά μεγάλωνε κι άλλαζε,
ήτανε πια κοντά ένα πόδι.
Κι εκεί που έφτυνα
το χνούδι με μανία
και με βήχα επίμονο
έτεινε η γλώσσα μου σιγά-σιγά
μύες να βγάζει,
μπροστά στα τρομαγμένα μάτια μου
αλήθεια να θεριεύει
και χρώμα να αλλάζει.
Κι ήμουν ο διάβολος
κι ήμουνα γίγας χαμαιλέων, θαρρείς,
με γλώσσα πράσινη και ροζ.

Μα εκεί πίσω στην αυλή που τη γιαγιά άφησα,
λουβιά να καθαρίζει,
τα πόδια χαμηλά απ’ το γλείψιμο
χλωμά έμειναν, άχρωμα,
στην μνήμη τα αποτύπωσα λευκά,
σα μάρμαρο γινωμένο.

Θυμάμαι άλλη φορά στα πέντε μου
που η γιαγιά καθάριζε ντομάτες ζουμερές
να φτιάξει κριθαράκι.
Άρχισε μια ιστορία οικτρή
για κάποια σκουφωμένη υστερική, 
και νόμιζα τότε πως θα ήτανε η Κοκκινοσκουφίτσα και αλαφιάστηκα,
μα πώς να το φανταζόμουνα
για κάποια Μπουμπουλίνα πως θρηνούσε,
αφού χαμογελαστή τα επερίγραφε όλα.
Στο μέσο της διήγησης
ακόμη λιγάκι το λαιμό μου μάκρυνα
πάνω στην αποχαύνωσή της
κι έφτασα πίσω απ’ των ποδιών της τα κανιά,
τους κόκκινους στρογγυλεμένους μύες να γλύψω.
Το χνούδι ήταν κοκκινωπό, αραιό και σγουρωμένο,
πάνω στο δέρμα το θαμπό και σουρεμένο,
πρησμένες φλέβες ένοιωθα να με απωθούν
το χνούδι να παλεύουν να κρατήσουν,
μα θαρρετά συνέχισα το γλύψιμο,
αφού την αηδία μου εύκολα ξέχναγα
γιατί ήξερα πόσο απ’ τον ήλιο κάηκε
στον κήπο που έσκυβε συχνά
και παρακολουθούσα.
Μα ούτε την πικράδα του χνουδιού αυτού δεν άντεχα,
του σποροβλαστημένου,
μα ήθελα να μάθει η γλώσσα μου
να λέει τις νέες λέξεις,
με χρώματα από άλλους τόπους,
μακρυνούς, βασανισμένους.

Τη γαργαλούσε τη γιαγιά το γλύψιμο κι εκεί,
ολόκληρη την τάραζε σαν την κλιματαριά του Οκτώβρη.
Κι έτσι κάποτε έσκιζε με το μαχαίρι κάνα δάκτυλο
και έσταζε άπλετο
το αίμα στα μαλλιά μου.
Το έγλυφα κι αυτό,
με την τεράστια γλώσσα,
ήταν ζουμί με χρώμα άψογο, γιομάτο.

Για τον καθρέφτη τρέχοντας ξανά,
να δω επάνω μου από τις ιστορίες τι είχ’ αλλάξει,
κοίταξα πίσω όπως σηκώθηκε και γύρισε να φύγει
κι ήταν τώρα τα πόδια της ως πάνω λευκωμένα,
η γλώσσα δε που κρυφά στο στόμα μου ανάτρεφα
θηριώδης πλέον,
από της κόλασης το μυστήριο πέπλο το καυτό
πιο κόκκινη,
κι ήμουνα πιο Μεφιστοφελής
και πιότερο Δαντικός
από όσο προοριζόμουν.

Ήταν θαρρώ στα οκτώ όταν μου διηγήθηκε με δάκρυα,
στης μάνας μου τη γέννα πόσο πόνεσε,
και τότε εγώ απ’ το αιδοίο της τριγύρω έγλυψα
όλο το μαύρο χνούδι,
τη μνήμη ετούτη τη βαριά να της την απαλύνω,
μα έπαθα μεγάλο πανικό
που σφήνωσε στα μπούτια της
το παιδικό μου κεφαλάκι
δεν μ’ άφηνε
όσο και αν επάσχιζα για να τα ξεχωρίσω,
και τέντωνα τη γλώσσα μου να φτάσω
μα δεν μ’ άφηνε.
και στα απαλά μου μάγουλα ένοιωσα
σαν πορτοκαλόφλουδα
τραχύ το δέρμα της.
Αηδίασα, ξέρασα
και μ’ άφησε να φύγω.
Πόσο προσεκτικά έκοβε σαλάτα την ημέρα εκείνη,
δεκάδες χρώματα πέταγανε τριγύρω στα δέντρα ανάμεσα
και στο μαντρότοιχό μας,
κι αναρωτιόμουνα αν είχε να μου πει και άλλο παραμύθι,
ζαλισμένος όπως εξάπλωνα στο φρέσκο απαλό χαλί της
κι έγλυφα με τη γλώσσα μου τα χέρια της πάνω-κάτω.

Και πάνω στη γλυκιά ετούτη αδημονία
αυτό που δεν περίμενα συνέβηκε
και άλλαξε η ζωή μου.

Έτσι που έγινε το δέρμα της εκεί που έγλειφα
πολύχρωμο, χαρούμενο, και ζουμερό,
ένοιωσα μέσα μου καινούρια, πρωτόγνωρη, πρωτόγονη χαρά
τα σωθικά μου να διαπερνά
και να με αγγίζει εκεί,
εκεί που η μάνα μου δεν μέ άφηνε ποτέ να ακουμπάω.
Κι όπως απ’ τη χαρά κατούρησα
ένοιωσα τη γιαγιά από απόλαυση να τρέμει
και μου ‘πε την ιστορία της μάνας μου
πώς είδε στα δέκα της
ανάμεσα στα σκέλια της
αίμα πρώτη φορά,
και έγινε γυναίκα.

Αναρωτήθηκα γιατί μου τα ‘λεγε αυτά
μια ογδοντάχνονη χοντρή γιαγιά
ετούτα όλα τα παράξενα,
μα μου αρέσαν φαίνεται
και τέτοια παραμύθια,
και έγλυψα με μανία πιο γρήγορα,
λευκό να γίνει το σκουρόχρωμό χνούδι της αυτό
- αυτό που με εκέρδισε -
και ενώ ήμουν πάντοτε εγώ
ο κυρίαρχος του παιχνιδιού ετούτου,
ένοιωσα ξαφνικά
ναύτης ταπεινός να γίνομαι,
μούτσος να τρίβω πάτωμα στη φρεγάτα του ονείρου
που ρότα έδινε και διαταγή η γιαγιά και μόνο

Και έγλυψα έτσι πιο σκληρά,
κρατώντας με τα χέρια μου δυνατά την τεράστια γλώσσα,
κι άρχισε όλο το τρίχωμα στο αιδοίο της
να γίνεται λευκότερο,
και πιότερο γερόντισσα η καπετάνισσα
άρχισε να μοιάζει,
κοντύτερα στο Θάνατο λίγο να σιμώσει,
καλύτερα,
παρά αυτή την άβυσσο
που τότε έβλεπα,
που μου τραβούσε τη ψυχή,
κι ήθελα μέσα στο φουστάνι της να μπω
και να με ρουφήξει ολόκληρο
και ύστερα και τη μάνα μου
-ναι - κι αυτή να την τραβήξει
εκ νέου μέσα της με τη σειρά
του ονείρου την αντίστροφη
που λέει τις αλήθειες
και ύστερα η μάνα μου κι εγώ
μέσα στη μάνα μας κι οι δυο
χορό να μη χορέψουμε
μα να με αντιγεννήσει,
γιατί τις ιστορίες πια αυτές
δεν ήθελα να ακούω.

Ανασηκώθηκε για μια στιγμή η γιαγιά,
με κοίταξε αυστηρά,
τα χέρια τέντωσε στα πλάγια της καρέκλας.
Σταμάτησα απότομα και ρώτησα γιατί.
Μα δεν θα άκουγα απ’ το στόμα της λέξη ξανά,
γιατί ήδη της έκλεψα από κάτω εκεί
τη γλώσσα της,
τη γνώση
μα και τη ψυχή,
αφού θαρρώ σ’ αντάλλαγμα της έδωσα
την ύστατη ηδονή της
αφού άξαφνα έγινε μπάμια τεράστια
κι έπεσε στο τηγάνι.

Και από τότε, χρόνια μετά,
η γλώσσα μου ολοένα μεγαλώνει
διψάει για ιστορίες παλιές
απ’ τον αέρα που φυσάει να γλύψει,
και τώρα στα εβδομήντα επτά,
τριάντα τέσσερα μέτρα μελανένιο ουράνιο τόξο
έγινε να φυλάει την αυλή,
με βωμολοχίες και ατιμασιές
να διώχνει τους περαστικούς,
και αρχαίες κατάρες
και πού και πού στα τυφλά να αναζητά
τα δύο στήθια που δεν άγγιξε ποτέ,
που ήθελε πολύ να τα λευκάνει,
το χνούδι να γλύψει απ’ το κίτρινο λεκιασμένο δέρμα τους,
το ξεραμένο γάλα που ξέχασε η μάνα μου
όταν γιαγιά έγινε κι αυτή,
κι άφηνα το παιδί μου εκεί,
να μου το μεγαλώσει.

«να τις ακούς τις ιστορίες της γιαγιάς, μόνο έτσι η γλώσσα σου μια μέρα θα ευπρεπίσει»
είπα κι εγώ με τη σειρά μου στο γιο μου ένα πρωί.

©Χρίστος Ροδούλλας Τσιαήλης

Όπιο / Χρίστος Ρ. Τσιαήλης:



κοτόπουλο
αδάμαστη ευθύνη
ακατάλληλο
σάντουιτς
αλλόκοτο
θανατηφόρα δίνη
[ρίξε]
[τράβα]
[τύλιξε]
ψήσε επάνω μου ότι μείνει
μαργαριτάρι άμορφο
η μοίρα του αγύρτη
άπιαστο
στρίφωμα
άραβο
θεατρική στολή μιας χρήσης
[σκίσε]
[πέρνα]
[κουβάριασε]
το σώμα μου ο χάρτης
όρη από άλευρο
ωκεανοί από μπαχάρια
αλληγορία θεϊκή
άκαμπτο
ψάρι
ευθυτενές
Σισύφεια πορεία
[τρέξε]
[ανάπνευσε]
τα δόντια [τρίξε]
γλύψε από πάνω μου τη στάχτη λαίμαργα
γράψε πορείες νέες,
απάτητες,
επάνω να γλιστρήσω,
νέες λέξεις να πεις
από τους ήχους
ηδονής
που θα παράξουμε μαζί
κορμιά από όπιο,
αυτά που
απομείνανε
απ’ το συμπόσιο
ετούτο.