Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πέντε [5] Ποιήτριες και Δύο [2] Ποιητές της Κύπρου σε 14 Ποιήματα


Παύλος Ανδρέου

[1]
Οριστικό τοπίο
Ξεχύνονται περιστασιακά τα ψέματα.
Μηχανισμός εμέσματος
μια πιατέλα χώμα.
Το σάλιο, ρουφηξιά ικεσίας.
Ενώ βιασμοί μικρόσωμοι
παρηγορούν κηδείες
[2]
ΙΔΙΟΠΟΙΗΣΗ

Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ' τον ουρανό
πίσω σ' αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.


**
Κατερίνα Κωνσταντίνου Μάτσιου

[1]
Καιρός
να αποκτήσεις
μια βαρκούλα ...
Αυτή
δεν φοβάται
τον πλου ...

[2]

Χωρίς μολύβι, χωρίς χαρτί ...
Μα θα τρυπήσω τα δάκτυλο
με την πιο σμιλευμένη
πρώτη ακτίδα του φωτεινού ήλιου
Θα γράψω με χρώμα ερυθρό
στο γαλάζιο τ' ουρανού
το πρώτο ...
Σ΄ αγαπώ ...
Να το δεις στην πορεία σου
δώρο ακριβό
Μην δακρύσεις ουρανέ μου
και μου χαλάσεις το σχέδιο,
δεν πονώ,
μόνο ήλιε μου
γερά να στιλβώσεις το ερυθρό
μη χαθεί
ως που οι φτερούγες
της αγάπης
το αγκαλιάσουν ...
 **
Αδελαίδα Παπαγεωργίου
[1]
Για ένα μήλο…..
Χωμένοι στη πρασινάδα κήπων
Οι πλαστικοί νάνοι αναζητούν την Χιονάτη
ένα μήλο τους στέρησε την μοναδική ελπίδα
να φωτίζονται τ’ανήλιαγα λημέρια της μοναξιάς τους
με την άλικη ομορφιά της
Για ένα μήλο χάθηκε ο Παράδεισος και η Τροία
Χάθηκαν πια και οι Ελένες και οι Χιονάτες
Η ομορφιά ουτοπία, πλανά και πλανάται
Τα παραμύθια δεν τα πιστεύει πια κανείς
Μονάχα η Εύα γυρίζει μες τον χαμένο παράδεισο
με ένα φίδι να έρπει συντροφιά της
[2]
Όταν η αγάπη πεθαίνει

Η αγάπη πεθαίνει
Όταν η καρδιά στραγγίσει και την τελευταία σταγόνα
Καταπίνοντας τις μηδαμινές επιλογές
όταν το λογισμικό του μυαλού
δώσει εντολή διαγραφής της μνήμης
Όσες φορές προσπάθησα να σ ’αγαπήσω
Παρακαλούσα τ ’αστέρια
Να φωτίσουν τον αστερισμό της Αφροδίτης
Να δώσουν λίγο από το δανεικό τους φως
Στα ερέβη του σκότους μου
Παρακαλούσα να κτυπηθώ αλύπητα
Από την μοιραία σαϊτιά του έρωτα
Να ερωτευτώ ξανά, να νοιώσω στις φλέβες μου
Να κυκλοφορά με ορμή το αίμα
Την αδρεναλίνη να χτυπήσει κόκκινο
Βάφοντας τις παρυφές του ονείρου μου
Δίνοντας παλμό στον αδύνατο κτύπο της καρδιάς
Όταν η αγάπη πεθάνει
Θάβεις μαζί της το μισό εαυτό σου
Τον άλλο τον έχεις θάψει ήδη στο βωμό της αγάπης…
 **

Μαρούλλα Πανάγου
[1]
ΘΕΤΗ ΠΑΤΡΙΔΑ

ποτέ στην καρδιά του δεν μπήκε
Τούτη η θετή πατρίδα
που ρούφηξε τα νιάτα
του μετανάστη.
Εικοσιενός χρονών τότε ,
τώρα στα πρώτα ….ήντα
κι αυτός!
Ν'απομένει περαστικός
να αεροβατεί τον γυρισμό
'Ομως αγνόμων δεν πρέπει να'ναι
Η θετή χώρα πολλά τον έμαθε
Δυνατό τον έκανε .
Τόσα του έδωσε
που η μάνα πατρίδα ,
η ζυμωμένη στο είναι του
ποτέ δεν θα του δίδασκε .
Δεν θα μπορούσε
να του προσφέρει την εμπειρία
που πάντα καταφέρνει
την καλύτερη περιγραφή.

[2]
Λατρεύω τη φωνή σου
Θέλω να φωνάξω "Σ ' αγαπώ"
Άσε τον άνεμο να κάνει ένα τραγούδι
Για να σε φτάσω
Ενημερώστε τα πουλιά
Να χτίσω ένα σπίτι αγάπης. Σε εμάς
Ακούστε το τριαντάφυλλο
Βάλε τα φύλλα στη μέση
Να σας ακούσει η αυγή και να φωτίσει τη μέρα σας
Για να ακούσει το παιδί να κρέμεται στα αθώα του
Μην ξεγελιέστε με το να σας εξαπατούν.
Να το ακούσει το φεγγάρι και να κάνει ασήμι
Είμαστε το tonerimiz μας
Άντε να περάσει η ώρα
Στέκομαι στις καρδιές μας
Μην ξεχνάμε και ας μην απομακρυνθούμε
Και το χαμένο
Κάθε μέρα της ζωής μου.



**


 Νίκος Πενταράς

[1]

ΚΑΡΑΒΙ ΣΤΟ ΒΥΘΟ

Από γλάρος
να καλημερίζω την κάθε μέρα σου
μέχρι τα πιο κρυφά της ακρογιάλια
και σπουργίτι
κουρνιασμένο τα βράδια στα κλαδιά της
να την καληνυχτίζω
βρέθηκα τώρα καράβι στο βυθό
κυνηγημένο απ’ τον ουρανό σου
αλλά δεν πνίγομαι
- μ' ακούς;-
δεν πνίγομαι
γιατί χρόνια πολλά
προτού να με γνωρίσεις
ήμουν χελιδονόψαρο
και διαθέτω βράγχια.

[2]

ΑΘΑΝΑΣΙΑ

Στο μικρό πελεκανιό του
ο πατέρας μου
καθώς πελεκούσε τα ξύλα
πελεκούσαν τη σκέψη μου
τέσσερα ονόματα
που ο ίδιος είχε γράψει
πίσω απ' την πόρτα μιας ντουλάπας
τι σήμαιναν για τον πατέρα μου
εκείνα τα ονόματα
ποτέ μου δεν κατάλαβα
ούτε ποτέ
τον ρώτησα να μάθω
ακόμα και τώρα
που ο πατέρας
δεν είναι πια εκεί
να πελεκά τα ξύλα
αυτά τα τέσσερα ονόματα
δεν έπαψαν ποτέ να πελεκούν
τη σκέψη μου
και χαίρομαι
γιατί καταλαβαίνω
πως ό,τι πελεκά τη σκέψη
φτιάχνει την αθανασία.


**
Αθηνά Τέμβριου

[1]

Γράφω…
Μετουσιώνω τις σκέψεις
σε λέξεις, στίχους, στροφές
σαν με γυρνάνε σε κάθε στιγμή
που αγάπησα και θέλω παράφορα
να χαράξω σ’ άσπρο χαρτί.
Να το πονέσω με μια πένα
που ταξιδεύει και με εκδικείται
σαν αμείλικτα ο οίστρος αστροπελέκια ρίχνει
στου κόσμου τις άδειες γραμμές.

[2]

Το αίνιγμα
Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τ
oυ κόσμου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.

**

Ελένη Αρτεμίου Φωτιάδου

[1]

τατουάζ
τρέφει ο ύπνος τα παιδιά
μου είπαν μια φορά
πολλούς καιρούς
σ΄ένα νανούρισμα
τρέφει
-αμήν -
ο ύπνος τα παιδιά
άγια στιγμή τους τζιαι τζιυρά
κάθε βράδυ ανάγκη ήτανε να κοιμηθώ
πολύ το θέλανε
να ησυχάσει η έγνοια τους
για το αυθόρμητο της ηλικίας
εγώ παιδί δεν ήμουνα
κι ας ήταν οι λέξεις μου μισές
από φόβο λεν
από τρόμο λέω
πρέπει να είναι το ένα μάτι ανοικτό
η διαίσθηση ακάθιστος ύπνος
ξέρει ο κόσμος να περπατάει στην πλάτη μου
την κατάλληλη στιγμή
να αμολάει τατουάζ της εποχής
κάποιο στυλό της μοίρας μου θα έσπασε
ανεξίτηλη μουντζούρα κουβαλώ
μα δεν τη βλέπω

[2]

ΥΛΙΚΑ ΚΑΘΑΡ(Ι)ΟΤΗΤΑΣ

Το σπίτι μίλησε απότομα μια μέρα
καθώς ξεσκόνιζα ξανά την απουσία σου
Στίλβωνα τις ώρες που γεννήσανε ανάμεσά μας
την αόρατη δέσμευση δύο βλεμμάτων
Τόση σπουδή για την καθαρότητα του χώρου
που δεν αγάπησες
Τώρα πια ερωτεύεται παράφορα
την πεντακάθαρη απουσία σου

Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

Και μετά σίγησε ο ουρανός (απόσπασμα) Παυλίνα Στυλιανού



Ντύθηκε κι απόψε η νύχτα
με χιλιάδες τ'αστέρια να χορεύουν ταγκό
Τα χέρια ακουμπάνε τα πλήκτρα
κλείνεις τα μάτια
κι ονειρεύεται ένα χορό.
Ενα φεγγάρι για πίστα
αστέρια τριγύρω με νότες σωρό
Το σκοτάδι φωτίζεται απ' τ' αστέρια
Είναι η στιγμή της λύτρωσης
ανεξίτηλης λαγνείας

Καθρέφτης / Χριστοφή Χριστίνα



Κοίταξε το κάτοπτρο με το είδωλο της κρυμμένο σα γερασμένο νούφαρο σε ακίνητη λίμνη
Καμία έκφραση
Κανένα έστω μειδίαμα να ταράξει τη γυάλινη σιωπή
Μια γερασμένη ομορφιά ανίκανη πλέον να πείσει κάποιον
Ακόμη κι ο ίδιος ο καθρέφτης φάνταζε υπερόπτης και δύσπιστος
Πανέτοιμος να την εκτινάξει με ένα και μόνο ράγισμα

Πανσέληνος του λουλουδιού / Χριστοφή Χριστίνα



Η πανσέληνος του λουλουδιού εισβάλλει θρασέως στη μοίρα μας.
Έρχεται να λάμψει, φωσφορίζοντας τα μαγιάτικά της θέλγη, στεφανολούλουδο φωτoς στις τρεμάμενες νύχτες μας.
Μα' ναι του μαγιού τα δόρυτα ανέκαθεν νοσταλγικά, μια τα αρώματα τα φρέσκα, μια η γυκάδα της εποχής, παραμερίζεις ομαλά την όποια αμφιβολία.
Ντύνεις με άστρα τα βλέμματα, φυλάγοντας τσίλιες θεληματικά στα κορταρίσματα του φέγγους με τη μαγεία της εαρινής θάλασσας. Συμμετέχοντας στης πλάσης το κάλεσμα, δε είσαι απλά ο κομπάρσος ή ο υποβολέας των ξεχασμένων λογιών, μα επιτέλους ο πρωταγωνιστής στο έργο που χει γραφτεί αιώνες πριν για σένα...

Στη μόνη εν ζωή γιαγιά μου / Χριστοφή Χριστίνα



Ό τι έχω από σένα, γιαγιά, λίγα ρόδα στον κήπο μου.
Με παρηγορεί πως διόλου δεν είναι συνηθισμένα ετούτα τα ρόδα: γεννήματα κείνων που μύρισες μικρή, παντρεμένα με τ'άκαρδο λιοπύρι και την χωρίς φραγμούς αλμύρα κατευθείαν απ'τη θάλασσα...
Με ετούτα ακριβώς τα ρόδα αντάμα μεγάλωσαν και σκλήρυναν πιότερο οι άκαμπτες ημέρες σου.
Ημέρες σαν χρόνο χαραγμένο από ατόφιο ατσάλι.
Κάθε που τα αισθάνομαι, για τα ρόδα σου μιλώ, διερωτιούμαι βαθιά και ειλικρινά πώς και δεν κατάφεραν να δροσίσουν έστω για λίγο το πύρρινο ύφος της ζήσης σου...
Εκείνο ακριβώς που συναντούσα κάθε φορά που η κάθε λογής λαιμαργία μου δίπλωνε και τη ψυχή μου.
Κάθε που σου ζητούσε κάτι...
Κάτι σα πίττα τηγανιτή με ζεστό το μέλι να ρέει  ζωντανό, θαρρείς αν το γευόσουνα θα σου ψιθύριζε στη ψυχή λόγια αγάπης, ή αφρόψαρα αλμυροθρεμμένα που σπαρταρούσαν θάλασσα και μοσχομύριζαν ακρογυαλιά... Πατάτες τηγανιτές που ξεπρόβαλλαν τους χειμώνες και λουκάνικα μπαχαροθρεμμένα που βασάνιζαν τη παιδιοσύνη μου...
Όλα ετούτα, γιαγιά, τη στοίχειωσαν την άβγαλτή μου όσφρηση, μα πιότερο τη χάραξαν την καρδιά μου...
Και κάθε που κοιτάω τα ρόδα σου τα θαυμάζω τα αγκάθια τους...
Πόσο κατάφεραν και αγγίξαν τη ψυχή σου, χωρίς να της χαράξουν ουδεμία γραντσουνιά...

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Ανάσταση / Χριστίνα Χρστοφή

 Στιγμές τέτοιες, θα'θελα να μουν διαδρομή, σε δρόμους αγροτικούς, φιδογυριστούς, κιτρινοσπαρμένους, ανεξίτηλα πρασινωπούς... Στιγμές τέτοιες θα'θελα να μουν χελιδόνι, με την κοιλιά μια να φιλά την εύφορη γη, μια να φλερτάρει το μπλε τ'ουρανού... Στιγμές τέτοιες θα'θελα να μουν λιόγερμα, να σμίγω με τη θάλασσα, να πλανεύω τους αγαπημένους, να ζω το χρώμα, το φως, τη μαγεία, τα θαύματα... Μα είμαι απλά ένας άνθρωπος. Ένας άνθρωπος που και πάλι θα αγωνιστεί, θα ντυθεί μαχητής, θα πιστέψει! Ώσπου να γίνω βέλος να αγγίξω το στόχο. Ώσπου να ρθει κείνη στιγμή που η κατάλυσις πάντων θα σημάνει Ανάσταση κι η μέρα η ιερή, η αμόλυντη, θα εξπνεύσει οξυγόνο να ανασάνουν αλήθεια οι άνθρωποι...

Ένας κούκος, μια Άνοιξη / Χριστοφή Χριστίνα

Μισοκρύβεται η επόμενη ημέρα πίσω απ'τις ζοφερές ηλιάχνες. Προς το παρών, το ιερό, το υπαρκτό, παραμένουν ζοφερές...σα να κρύβονται της κυρά Άνοιξης... Μα πού θα πάει... Θα τον αρπάξει η ελπιδοφόρα εποχή απ'τις πυρόξανθες αιώνιες πλεξούδες να περιλούσει την όποια παγερή αμφιβολία μας, να εξατμιστεί κάθε εναπομείναν μικρόβιο... Αδύνατον, εξάλλου, να χωρέσει οποιαδήποτε αγάπη στο σχήμα της καραντίνας. Μήδε να περιοριστεί του ήλιου η φωτεινή έκρηξη, είναι πιθανόν... Ας πάρουμε δέσμες κίτρινου να εξατμίσουμε της κάθε μόλυνσης την πλάνα εστία, ας επιτρέψουμε στην αγάπη, επιτέλους, να καραδοκεί σε κάθε επόμενη γωνία, ας πιστέψουμε στου Δημιουργού τα δώρα, και ετούτη τη φορά ένας ήλιος θα φέρει την Άνοιξη..

Προπόσεις / Χριστοφή Χριστίνα

 Καθώς συγκρούονταν ανεπαίσθητα τα κρασοπότηρα, συγκρούονταν και τα λαξευμένα προφίλ. Μαγεία απ'τη διαύγεια των κρυστάλλων, μαγεία απ'την αστρόσκονη των αγαπημένων. Οι ευχές οι πρώτες, φρεσκογεννημένα αστρολούλουδα στα αυτιά της πρώιμης νιότης. Και πώς γερνάμε αθόρυβα με τις ευχές μας υπo μάλης. Σαν κάτι να καρτερούμε, ενώ η πρόποση είναι ήδη μια μεθυσμένη αλήθεια. Άρπαξε την ευχή και σμίξε τα σμιλεμένα από ανέμους προφίλ, η στιγμή έχει ήδη εξατμιστεί, αλκοόλ στη μαγεία της ατμόσφαιρας... Τα φιλιά, κατευθείαν απ'την καρδιά είναι εκείνα που πραγματοποιούν, τις μαγευτικότερες ευχές. Κράτα την ωραιότερη πρόποση για το τέλος... Ο αντίλαλος ακόμα ζει στις νύχτες του Γεννάρη... 

Μάης / Χριστίνα Χριστοφή

 Έλεγα ολοβραδύς να μπλέξω ένα στεφάνι. Να τ'αφήσω να φιληθεί απ'της νοτιάς τα υγρά χείλια, να φιλοξενήσει ζωή απ'των μελισσών τα θεία δώρα... Να ευφράνει τη ψυχή της γειτόνισσας, που'χει χρόνους ασπόνδυλους να νοιώσει του Μαγιού τα δόρυτα. Μα νύχτωσε εψές νωρίς. Σκούρηναν οι κάμποι υπό τις σκιές των βλεφάρων μου. Κι όταν εφάνην το ξημέρωμα, μια ενταφιασμένη σκονοσυρροή έπνιξε των λουλουδιών τα αθώα κι άδολα χρώματα. Μια σκόνη σαν ύπουλος εισβολέας, έθαψε του Μαγιού τ'αρώματα... Αντί στεφάνι κρέμμασα ένα χαμόγελο, στου ξωπορτιού το εμπα. Να ανταγωνιστώ ισότημα τη σκόνη, ώσπου να ανθίσουν και πάλι τα χρώματα... 

Έρωτας / Χριστίνα Χριστοφή

 Εκεί που το φεγγάρι θα σε κοιτάξει κατάματα, εκεί που τ'άστρα θα σ'ανοιγοκλείσουν τα χρυσανταυγή βλέφαρα, μειδίαινε... Τον κέρδισες τον έρωτα... Αποχώρησες ετσιθεληκά και περήφανα, απ'εκείνες τις σκουριασμένες και χρονοφαγωμένες αλυσίδες της στυγνής πραγματικότητας... Γιατί δεν είναι αλήθεια ο έρωτας... Είναι μαγεία... Κι η μαγεία κρατάει όσο η λάμψη εκείνη η πορτοκαλιά και μυστήρια που καλύπτει κάθε δείλι τις περίφημες γραμμές των οριζόντων... Όσο κείνα τα δυό καστανά μάτια, φθάνουν στα δικά σου σα δυό ιλιγγιώδη ερεθίσματα του έρωτα... Όσο τα χέρια σου, σμίγουν με τα δικά του και γεννιέται τ'άπειρον... Ένα οκτάρι πεσμένο... Μα' ναι ολόκληρος ο έρωτας... 

Ποιητές / Χριστίνα Χριστοφή

Είναι τα μάτια των ποιητών δυό ετοιμοπόλεμοι καταρράκτες. Δυό υδάτινα όπλα καρτερικά και προσδόκιμα να νοτιάσουν όποια ξηρή ψυχή λάχει στο λόγιο πέρασμά τους. Αν τύχει και τους συναντήσεις στο διάβα σου, μη τους προσπερνάς για σένα συνθέτουν της ψυχής τους τις ψηφίδες. Για σένα ξεχειλούν τα μάτια τους κάθε που συγγράφουν της καρδιάς τους τα πέταλα, όπως και για σένα παρατηρούν τα στερνοφύλλια της οπώρας καθώς τα κορτάρει ο άνεμος. Για σένα εγκλωβίζουν τα λιογέρματα ανάμεσα στις ακτίνες των λυπημένων τους ματιών...γύρε και συ τις πολυάσχολες κόρες σου... Αξίζει να εισπνεύσεις χρώμα να αλλάξει της καρδιάς σου η ξέρα. Αξίζει κάθε απόχρωση, κάθε δρασκελιά ποίησης, βούτα τη ψυχή σου κατευθείαν στα δάκρυα τους ανάμεσα...μια εξιλέωση το ελάχιστον της οφείλεις... 

Στην Κική / Χριστίνα Χριστοφή

 Είπαν πως έφυγες... Μα δε διάβασαν έστω ένα ποιήμα σου; Δε ψηλάφισαν στους διαδρόμους ανάμεσα των άστρων τα απομεινάρια της αστρόσκονής σου; Δε μύρισαν στο φύσημα του νοτιά τις ιριδίζουσες δροσοστάλες των επιφωνημάτων που τόσο μαστορικά έκρυβες στις καρδιές των γραφτών σου; Δεν ακούμπησαν τα φτερά των πεταλούδων, πόσο όμορφα λυγίζουν, κουβαλώντας τις μνήμες σου; Πώς μπόρεσαν τα χείλια τους να πουν πως έφυγες; Μή ξέροντας οι αδαείς ότι κρύβεσαι ολοζώντανη και περιχαρής, στο χρυσαφένιο σου τάλαντο βουτηγμένη... Χαμογελάς, ζυγίζοντας τα καράτια ενός επόμενου ποιήματος που ετοιμάζεις...

ΒΕΝΤΑΛΙΑ / Χριστίνα Χριστοφή

 Είναι και οι νύχτες που δεν χωράν στα σεντόνια τους κι άλλο ύπνο. Είναι κείνες που σε ξυπνάνε για τα καλά. Σαν κοκόρια που σε κουκουφάνε εώς και της ψυχής τα στεγανά. Να ξυπνήσεις επιτέλους. Όπως το χρωστάς και στη ζωή την ίδια. Να ταρακουνήσεις το λήθαργο που ξαποσταίνει σαν πασάς στου εαυτού σου τα ρημαγμένα κρεββάτια. Αρκετά σάπιζε η σκέψη σου για κείνον. Αρκετά καρβούνιασε η καρδιά σου στο διάβα του. Αρκετά τα βράδια τα αναγάπητα σου κατασπάραξαν τη νιότη. Σύρε την καρδια σου χωρίς αποσκευές. Μόνο με μιά βεντάλια εντός της. Να κάνεις σινιάλο με κείνην στον έρωτα, μήπως καταλάβει ο φτεροπόδαρος, πως είσαι επιτελους, έτοιμη.

Χριστίνα Χριστοφή (μικρή αναφορά)

Η Χριστίνα Χριστοφή γεννήθηκε στη Πάφο της Κύπρου το 1979. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Ζει στη Πάφο όπου και διατηρεί μία στήλη ποίησης σε τοπική εφημερίδα

Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Κωνσταντίνος Μακρής: Έγκλημα στην παλιά πόλη


Ήτανε νωρίς, πρωινό Κυριακής. Το προηγούμενο βράδυ είχε ξενυχτήσει πίνοντας και διασκεδάζοντας, μα έπρεπε να ξυπνήσει. Είναι η μεγάλη του μέρα. Είναι ο Βασιλιάς. Τέτοια μέρα την ονειρεύονταν ολόχρονα. Ο χάρτινος, μασκαρεμένος βασιλιάς, με την κιθάρα του πάνω στο άρμα, όλο το χρόνο κρύβεται μέσα στο ντουλάπι της ιστορίας. Όλες αυτές τις μέρες όμως, κυκλοφοράει μασκαρεμένος στις πλατείες και στα στενά της πόλης μας, γύρω απ’ το κάστρο και πιο κάτω, πίσω απ’ τον μιναρέ και το τούρκικο νεκροταφείο. Γύρω του ξεδιπλώνονται σερπαντίνες, ξεσπάει χαρτοπόλεμος, αφροί απελευθερώνονται στον αέρα, ο κόσμος ζητωκραυγάζει μασκαρεμένος, κι η ζωή παίρνει το ευτράπελο της χρώμα στον καμβά της κοινωνικής ανισότητας.
Έχει την πολυτέλεια να είναι στην αφάνεια, σαν φιλήσυχος πολίτης και καλός επιχειρηματίας. Μα η γιορτή των καρναβαλιών, τον φέρνει πάντα στο προσκήνιο, μέχρι να περάσουν τα σκουπιδιάρικα του Δήμου και να μαζέψουν τις ακαθαρσίες των δρόμων μετά τη μεγάλη παρέλαση. Δημοκρατία των εορτών. Ισότητα στην ιλαρότητα που διαφημίζεται εντόνως από τα κανάλια, ενώ οι ανάπηροι κι οι γριές συντονίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες για να οσφρανθούν με τα μάτια την γιορτή των καρναβαλιών. Εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ δαπανούνται ανά έτος για τις ετοιμασίες των αρμάτων και των ομάδων που παρελαύνουν, πάνω στους ίδιους κακοφτιαγμένους δρόμους, ανάμεσα στα ίδια κακοδιατηρημένα κτίρια, μα πάνω από όλα, ανάμεσα στους τόσους δυστυχισμένους και αναξιοπαθούντες οι οποίοι πληθαίνουν με γραμμική ακρίβεια.
Τρελαινόμαστε για τα καρναβάλια. Είναι οι γιορτές που κάνουν τον κόσμο να ξεχνά. Είναι το χρήμα που δαπανάται αφειδώς για το θεαθήναι, ακόμα κι αν ο λαός μένει χωρίς δουλειά, ακόμα κι αν οι άνθρωποι είναι δυστυχισμένοι χωρίς τα βασικά για την επιβίωση.
Όπως είπα και πιο πριν, ήταν η Μέρα του. Ζούσε για αυτές τις εορταστικές μέρες. Δυο βδομάδες περίπου πριν την μεγάλη Κυριακάτικη παρέλαση, τα πάρτι και οι καρναβαλίστικες εκδηλώσεις –τα προεόρτια δηλαδή- έδιναν κι έπερναν. Κάθε βράδυ, μασκαρευόταν κατά τα ειωθώτα και έκλεβε την παράσταση με το σκέρτσο και τη χάρη του. Η έντονη, λαρυγγική του άρθρωση καθώς τραγουδούσε, σε συνδιασμό με την μεγάλη ένταση της φωνής του, τον έκαναν ακαταμάχητο. Στις τηλεοπτικές εκπομπές που τον καλούσαν, τον έβλεπες πάντα να μιλάει με καμάρι για την πόλη μας και να εξηγεί τόσο γλαφυρά τη σημασία και την ιστορία του καρναβαλιού. Τώρα τελευταία, βέβαια, λόγω της επέκτασης των επιχειρήσεων του, άρχισε να ετοιμάζει σεμινάρια για αλλόγλωσσους. Εξηγούμαι. Βασικά, ένεκα της αθρόας προσέλευσης στην πόλη μας, Ρώσων εκατομμυριούχων, ο καπάτσος Βασιλιάς, θεώρησε προσωπικό του χρέος την μετάδοση του Λεμεσιανού γλεντζέδικου πνεύματος σε αυτούς. Έτσι, και σε συνεργασία με διερμηνείς και φιλολόγους, οργάνωσε έναν κύκλο σεμιναριών που τα ονόμασε: «Γίνε Λεμεσιανός, απόλαυσε την ζωή». Βέβαια, εύλογο και πετυχημένο. Γιατί, μπορεί οι εκατομυρριούχοι - πρώιν σύντροφοι και νυν μεγαλοκαπιταλίστες- να είχαν λεφτά και μάλιστα με τη σέσουλα, αλλά δεν τα αξιοποιούσαν καθώς έπρεπε, για να διασκεδάσουν με την πραγματική, λεμεσιανή έννοια της διασκέδασης. Ανέλαβε λοιπόν προσωπικά, σε συνεργασία με τουριστικούς πράκτορες και εταιρείες, να διαπαιδαγωγήσει τους προσφυλείς μας κατά τα άλλα «φιλοκύπριους».
Οργάνωνε λοιπόν – με το αζημίωτο πάντα-, ολόχρονα γλέντια σε ταβέρνες, εκδρομές στα κρασοχώρια μας, εκπαιδευτικά σεμινάρια για τον σωστό τρόπο που πίνουν την ζιβανία και τρων τα συνοδευτικά της, την σωστή προσφώνηση του «Εβίβα», καθώς και την αξιοσημείωτη γευστική λιχουδιά του συνδυασμού του καρπουζιού και του χαλλουμιού. Πέρα απ’ αυτά όμως, οι εκπαιδευτικές εκδρομές στα λαογραφικά μουσεία, οι φωτογραφίσεις με τον Βρακά στη γιορτή του Κρασιού και η ατελεύτητη πόση του κυπριακού καφέ και του φραπέ, δεν έλειπαν σε καμία περίπτωση από το άκρως πατριωτικό του έργο.
Σαν παραφούσκωναν λοιπόν οι κοιλιές των μαικίνων, από την αφείδωλη βρόση της κυπριακότατης μας σούβλας, άρχιζε η μουσική πανδαισία των φολκλορικών ασμάτων, για να βοηθήσει στη διαδικασία της χώνευσης, ενώ τα τραπέζια ετοιμάζονταν να υποδεχθούν το επιδόρπιο της ανάλατης αναρής με το γευστικότατο χαρουπόμελο.
Τα προσφάτως δημιουργηθέντα αποχευτευτικά συστήματα τα οποία με τόση αυταπάρνηση πλήρωσε ο κύπριος φορολογούμενος, μόλις και μετά βίας κατάφερναν να εξυπηρετήσουν τις φυσικές ανάγκες αφόδευσης των εκλεκτών μας αφεντάδων. Βουερά καζανάκια στέναζαν ανάμεσα στους ορόφους των υπερταφών ουρανοξιστών που χτίστηκαν ειδικά για τους κυπραιοποιημένους μας ζάμπλουτους φίλους. Την ίδια στιγμή, οι ρωσσίδες καλλονές –σύζυγοι των κροίσων κοιλαράδων-, έκαναν ηλιοθεραπεία με την ταυτόχρονη απόλαυση των εκλεκτών κοκτέιλ από τα παραθαλάσια κέντρα τα οποία βρίσκοταν σε πολύ κοντινή απόσταση από τα έκπαγλα εκτρώματα των ουρανοξυστών στα οποία διέμεναν. Οι καημένες, πάσχιζαν μέσα στην κάψα του ήλιου για να πετύχουνε μια καλή σέλφι. Τέλοσπάντων.
Αναμφίβολα, ο Βασιλιάς του Καρναβαλιού υπήρξε για μας ένας σωτήρας του έθνους. Δεν φύδονταν κόπο και χρόνο για να μορφώσει τους απέδευτους χοντρομπαλάδες εκατομμυριούχους. Όλοι τον αγαπούσαν. Όλοι τον καλούσαν με χαρά να χορέψει με την συνοδεία μπαλαλάικας, τους τοπικούς τους χορούς, τους οποίους συνδίαζε υπέροχα με τους δικούς μας παραδοσιακούς, άλλοτε ντυμένος βρακάς κι άλλοτε κοζάκος, ανάλογα με το τι απαιτούσε η περίσταση.
Το ξενοδοχείο του “Mother Russia”, ήταν ήδη στα σκαριά. Αναμενόταν να λειτουργήσει την ερχόμενη καλοκαιρινή σεζόν, φέροντας όλες του τις επιγραφές στα ρωσικά. Όλοι οι υπάλληλοι, ή θα ήτανε ρώσσοι στην καταγωγή, ή που θα μιλούσαν απταίστως την Ρωσική. Μεγάλες πέτρινες μπάμπουσκες, θα κοσμούσαν την είσοδο, ενώ, το υπηρετικό προσωπικό, ντυμένο ως χωρικοί/ες του 18ου αιώνα, θα αναβίωναν τις χρυσές εποχές της Τσαρικής Ρωσίας, εκεί όπου ο πλούσιος είχε πραγματική υπόσταση. Όταν ο γαιοκτήμονας, ο μεγαλοτσιφλικάς, είχε ακόμα ψυχές στην κατοχή του ή αγορασμένους σκλάβους κατά το χυδαιότερον.
Μέρα και νύχτα το ονειρευόταν ο Βασιλιάς. Είχε ήδη κλείσει συμφωνίες με μουσικοχορευτικά συγκροτήματα παραδοσιακών χορών Κύπρου και Ρωσίας και στα εγκαίνια του Ξενοδοχείου, μια πραγματική πανδαισία χρωμάτων, ακουσμάτων και γεύσεων θα γινόταν πραγματικότητα. Εκεί που το σουβλάκι θα ερχόταν σε πλήρη αρμονία με την μπορς και η ρώσικη σαλάτα δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από την δική μας χωριάτικη. Τα εγκαίνια, λοιπόν, θα γίνονταν στις 5 Μαΐου, του επόμενου χρόνου, τρεις μόνο μήνες μετά την Καρναβαλίστικη Παρέλαση.
Δουλειές με φούντες για τον εκλεκτό μας φίλο. Εκείνο το κυριακάτικο πρωινό λοιπόν, με βαρύ το κεφάλι απ’ τη μέθη της προηγούμενης νύχτας σε μια ταβέρνα χωριτικότητας 350 ατόμων, μετά από ένα έντονο Λεμεσιανό ξεφάντωμα, παρουσία 320 ρώσων, μπήκε στο μπάνιο. Το νερό, έπεφτε ζεστό πάνω στο δασύστρυχο του στήθος και το μαύρο έντονα βαμμένο του σγουρό μαλλί, φάνταζε στιλπνό κάτω απ’ το ευεργετικό ύδωρ που τον έλουζε. Το άρμα με τους κανταδόρους τον περίμενε στον Εναέριο για την εκκίνηση. Η μαύρη καλογιαλλισμένη του λιμουζίνα αναπαυόταν στο σκοτεινό εσωτερικό γκαράζ. Η γυναίκα του, μασκαρεμένη από το βράδυ, έπλενε στο χέρι, γυμνή μέσα στην πλαδαρότητα της, το καρναβαλίστικο της φόρεμα, το οποίο λέκιασε ένας απεχθής εμετός. Το ‘χε παρακάνει λιγάκι με τους μεζέδες χθες βράδυ.
Φέτος, μια λαμπρή έκπληξη περίμενε το φιλοθεάμων μας κοινό. Το άρμα των κανταδόρων, θα το έσερνε η άσπρη υπερπολυτελής λιμουζίνα της ρώσικης πρεσβείας, η οποία είχε μήκος 15 μέτρα και πλάτος 3. Η σημαία με τον δικέφαλο αετό σε φόντο λευκό, γαλάζιο και κόκκινο, θα ανέμιζε πανίσχυρη πάνω απ’ το πλήθος, στέλνωντας τα δικά της μηνύματα, την ώρα που οι εκλεκτοί μας κανταδόροι, θα τραγουδούσαν τα τραγούδια του Καυκάσου, σε καρναβαλίστικη διασκευή. Τι πιο όμορφο; Τι πιο γλαφυρό στεφάνωμα ανάμεσα στις δύο κουλτούρες, απ’ αυτό;
Το πλήθος φώναζε ενθουσιασμένο, στημένο από το χάραμα στις καφετέριες του Εναερίου. Άλλοι έπαιζαν τάβλι για να περάσει η ώρα μέχρι να αρχίσει η παρέλλαση, άλλοι έπιναν τις πρωινές τους μπύρες, παιδάκια έβγαζαν στριγγλιές κυνηγώντας το ένα το άλλο και γεμίζοντας με αφρούς τα τραπέζια και τα πεζοδρόμια, κι άλλοι σουλάτσαραν πάνω στην αποβάθρα, χαζεύοντας τους πρωινούς, καρναβαλιστές- ψαράδες. Επιτέλους, η ώρα πέρασε.
Πάνω στο άρμα, οι κανταδόροι παίρνουν τις θέσεις τους. Οι μαύρες τους στολές έρχονται σε ωραία αντίθεση με την κάτασπρη λιμουζίνα της πρεσβείας που τους οδηγεί. Μπροστά τους ένα άρμα με ανθρώπους- διαβατήρια φωνασκεί πανηγυρικά ανάμεσα σε πανήψηλα χάρτινα κτίρια. Η λιμουζίνα προχωρά πάνοπλη. Έξω και γύρω κάμποσοι μπράβοι την προστατεύουν. Ο Βασιλιάς μεσουρανεί καθώς άδει με την συνοδεία των ομότεχνων. Τα τραγούδια του Καυκάσου ηχούν παράξενα στ’ αυτιά των ακροατών που τορπιλίζονται απ’ τις φωνές των μεταμφιεσμένων καρναβαλιστών που παρελαύνουν. Οι κανταδόροι τραγουδούν. Μετά από 2 ώρες ακατάπαυστου τραγουδιού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν.
Η λιμουζίνα, ξάφνου παρεκκλίνει. Ο μεθυσμένος οδηγός παίρνει άλλη πορεία. Αντί να συνεχίσει την πορεία του επί της λεωφόρου Μακαρίου, κατευθύνεται προς την παλιά πόλη. Του είχε κάτσει βαριά η ζιβανία και παρά το δροσερότατο κλιματιστικό, ένιωθε φοβερές εξάψεις. Το κορμί του το έλουζε κρύος ιδρώτας. Ο πονοκέφαλος ήταν αφόρητος. Οι σαστισμένοι μπράβοι τον ακολουθούσαν τροχάδιν. Οι κανταδόροι κρατιούνταν γερά πάνω στο άρμα, οι μικρές ρόδες του οποίου έβγαζαν φωτιές απ’ την ξέφρενη ταχύτητα. Τα στομάχια των κανταδόρων θύμιζαν πληντύρια στο μάξιμουμ της απόδοσης τους. Ο Βασιλιάς ορίονταν έξαλλος. «Μα τι κάνει ο τρελός; Θα μας σκοτώσει όλους!».
Πράγματι. Κανείς δεν γλύτωσε. Όταν η λιμουζίνα έκανε το λάθος να στρίψει στα στενά της Αγίου Ανδρέου με ιλιγγιώδη ταχύτητα, το άρμα των κανταδόρων αναποδογυρίστηκε με πάταγο. Οι τροβαδούροι εκσφενδονίστηκαν πάνω στην τζαμαρία του εγκαλαταλελλημένου καταστήματος. Θρύψαλλα γέμισε ο δρόμος. Τα ματωμένα τους κορμιά κοίτωνταν στραπατσαρισμένα πάνω στο τσιμεντένιο πάτωμα του αδειανού κτιρίου. Θύμιζαν κοράκια στοιβαγμένα φύρδιν μύγδην, σκοτωμένα από έναν κακεντρεχή κυνηγό. Ο Βασιλιάς μας, ξεψύχυσε βγάζοντας την τελευταία του υπέροχη νότα. Όσοι είχαν την τύχη να τον ακούσουν, συγγκλονίστηκαν απ’ την σπαραξικάρδιά του ερμηνεία.
Η παρέλαση συνεχίζεται κανονικά. Περισσότερες πληροφορίες θα μάθουμε απόψε, στο δελτίο των 20:30. Προς ώρας, έχουμε την παρέλαση. Τρέχω να προλάβω. Δεν χαράμισα €50 για το τίποτα σε στολή και κομφετί! Ελπίζω μόνο να μην έχει τελειώσει το μαλλί της γριάς. Πάνε πολλά χρόνια που έχω να φάω και το πεθύμησα!


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ:Hellenic Cypriot Cultural Organization (HCCA) 

Κωνσταντίνος Ν. Μακρής (βιογραφικό σημείωμα)


Γεννήθηκε στην Λεμεσό στις 27 του Οκτώβρη του 1982. 


Ποιητικές Συλλογές

  • 2000:  "Εφηβικοί Προσανατολισμοί" 
  • 2003 : "Κήπο με τα ματωμένα άνθη" 
  • 2014 : «To Στέαρ Των Βερμούδων»

Πεζογραφήματα: 
  • Η νουβέλα «Εκχυλίσματα Πάθους», το 2012. 
  • 2020: Το  αφήγημα «Δικτύων Δυνάστευση» 
Διακρίσεις: 

  •  Το 2017  βραβεύτηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης, στον Διεθνή Διαγωνισμό της Unesco, Τεχνών Λόγου και Επιστημών Ελλάδος και 
  • Το 2018 με το βραβείο διηγηματογράφου της ΕΛΚ. 
Ποιήματα και διηγήματά  του, έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε διάφορα ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά λογοτεχνίας.

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

ΕΡΩΤΙΚΟ / Γάβρης Ανδρέας

Γυμνοί ανθοί 
σε κλειστές κάμαρες
θρεμμένοι από φωτιές
λιωμένων άστρων.

Κρασί 
από πολλά ποτήρια, 
καθένα μια χα΄ρα παρθένα
η νέα γνώση. 
Πλήθος οι προσδοκίες 
ως οι κληματαριές
αγγίζουν 
το χνούδι της κρυφής ευτυχίας. 
Στα χέρια μένουν 
δοξαρωτές καμπύλες 
καφτερές
και βυσσινιά χρώματα. 
Οι πολλοί ανθοί φυλλορροούν 
και χάνονται στο φύσημα της γνώριμης αύρας
που έρχεται απ΄ το δεντρί
της μιας Αγάπης 
της μοναδικής. 

Γάβρης Ανδρέας (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1925 και πέθανε στις 21.6.1991. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και παρακολούθησε διαλέξεις Ιστορίας και Αρχαιολογίας στην Πράγα, Λονδίνο και στη Βόννη. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Ζυρίχη, στην Αθήνα και στην Λευκωσία. 


ποιητικές συλλογές:

1. Τζιηλαδήματα, Κύπρος, 1946
2. Φωνή Αἳματος, Κύπρος, 1947
3. Η Ζωγραφιά τοῦ Ἀνήσυχου Πελάγου, Λευκωσία, 1951.

[Η νύχτα με λυπήθηκε] / Γάβρης Ανδρέας

Η νύχτα με λυπήθηκε,
και μου 'πε: Μέτρησε τ' άστρα μου
να ξεχαστείς στο μέτρημα.
Αδύνατο να μετρήσω τ' άστρα
τι τ' άστρα πέθαιναν
στους σβηστούς λυχνοστάτες τους
και δεν μετριόνταν,
τι το δικό μου λυχνάρι γύρευε λάδι να ζήσει...