Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξιούτας Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξιούτας Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

ΠΑΤΡΙΔΕΣ / Παύλος Ξιούτας


Γιόμισε η σάρκα σου
τη ζωή των Κυπρίων
κι οι θελξίφρονες έρωτες
έχτισαν για πάντα εδώ
τη φωλιά τους.
Η φαντασία ζωηρή οργιάζει.
Του ποιητή το όραμα
και του τεχνίτη η σμίλη,
του φιλοτάξιδου
και του εμπόρου οι λαχτάρες
γίνουνται τέχνη,
που η αναύρα της,
ηδονή πάνδημος
στεατοπύγα!
Συθέμελα σείστηκεν
η πλάση, σαν ένοιωσε
την ομορφιά της ζωής
κι είδε τους Θεούς
να μοιράζωνται
την αθανασία των με τους ανθρώπους!
Δεινή Θεός η Παφία,
που όσο πιο άμετρη,
τόσο και πιο ωραία!

Στίχος του Παύλου Ξιούτα

Ταξιδεύω στα φτερά απάνου του ονείρου

Παύλος Ξιούτας (μικρή αναφορά)

Ο Παύλος Ξιούτας γεννήθηλε στη Κάτω Πάφο το 1908 και απεβίωσε στη Λεμεσό το 1991. 
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως εκπαιδευτικός στη μέση εκπαίδευση. Ασχολήθηκε και με τα διοικητικά του αθλητισμού, ως πρόεδρος του νέου σωματείου «Ομόνοια» Λευκωσίας και της ΚΕΠΟ.

Ποιητικές Συλλογές:

Το 2004,εκδίδεται με επιμέλεια του κ.Παντελή Βουτουρή μαι επιλογή ποιημάτων του, ενώ το 2008, εκδίδεται δίτομη συγκεντρωτική έκδοση με τίτλο:  "Ποιητικά άπαντα"


Επισκεφτείτε την σελίδα: http://www.academia.edu/28314856/%CE%A0%CE%91%CE%A5%CE%9B%CE%9F%CE%A3_%CE%9E%CE%99%CE%9F%CE%A5%CE%A4%CE%91%CE%A3_%CE%A0%CE%9F%CE%99%CE%97%CE%9C%CE%91%CE%A4%CE%91._%CE%95%CE%A0%CE%99%CE%9C%CE%95%CE%9B%CE%95%CE%99%CE%91_-_%CE%95%CE%99%CE%A3%CE%91%CE%93%CE%A9%CE%93%CE%97

Ασυνήθιστη αγάπη / Ξιούτας Παύλος


Αγαπώ τον άνθρωπο
και τον φοβάμαι.
Σε λατρεύω
και τρέμω
μήπως αρχίσεις
το μέτρημα του χρόνου
και δεν καταδεχτείς
τα άχραντά μου.
Δεν θέλω τον οίκτο σου.
Λαχταρώ την ανάσταση
της ψυχής μου.
Τα δώρα μου για σένα
είναι ασυνήθιστα
για τα κοινά μέτρα
των ανθρώπων,
γιατί αυτοί μετράνε
τον έρωτα,
με την άδεια κλεψύδρα
του χρόνου,
κι όχι με την αδάμαστη
αθανασία της ψυχής.

Κύπρος 1878-1960 / Ξιούτας Παύλος



Χρυσόφτερες ελπίδες
ανερρίπισεν ο χρυσοστόλιστος Άγγλος
κι η άγνοια της ιστορίας,
στη γη των θελξιφρόνων ερωτων.
Οι παλμοί της καρδιάς μας
ακούστηκαν δειλά
και θέρμαναν τα στήθη μας
σαν αλλάζαμε αφέντη σκληρό
με προστάτη ομόπιστο.
Δεν υποπτευόμαστε την απάτη,
γιατί νιώθαμε ζωηρό το κάψιμο
της προηγούμενης πείρας
και πειστεύαμε αφελώς
στην αρετή του δικαίου.
Πενήντα χρόνια επίπλαστης
ελευθερίας κενής
μάδησαν ένα φθινόπωρο
τα φτερά των ελπίδων μας
και ξεχείλισε το παράπονο
σε κραυγή που συγκλόνισε
το νησί μας ολόκληρο.
Τότες συγκρίναμε παλιούς
και νέους αφέντες
κι' είδαμε πως δε διαφέρουν.
Τότες μισήσαμε τη σκλαβιά
και καταλάβαμε πως τα λόγια
δεν κατακτούν την ελευθερία.
Ανασκαλέψαμε πιο επίμονα
την παράδοση της φυλής
κι' ανακαλύψαμε τα μαρμαρένα αλώνια.
Μέσα μας αναθρέψαμε το Διγενή
κι' ετοιμαστήκαμε για το χαροπάλεμα
από κείνο το φθινόπωρο του '31.
Τόνιωσε ο αφέντης
και σκληρός, μαζί με βαρύτερη σκλαβιά
έσπειρε τη διαφθορά.
Μα κι' ο προδότης και τα σίδερα
χαλύβδωσαν την ψυχή μας
και πλάτυναν το μίσος μας.
Το ράσο και πάλι ανέμισε τη σημαία μας
κι' ο Διγενής μας εσάλπισε
το Θούριο που περιμέναμε
"ίτε παίδες Ελλήνων".
Όταν οι ελπίδες αποδειχθούν μάταιες
δεν υπάρχει άλλη οδός
από την άκρα ανδρεία,
να σκοτώσης ή να σκοτωθής
για να πείσης.
Σκοτώσαμε και σκοτωθήκαμε
κι ο όγκος του αίματος
κι η δάφνη της δόξης
ας μην έστησαν το τρόπαιο
ανάλογο προς την αρετή της ΕΟΚΑ.
Ως γνήσιοι Έλληνες
πιστέψαμε μονάχα στον έπαινο
κι' η απάτη αχρήστεψε τη θυσία μας.
Σαν γραικύλοι βοηθήσαμε
να μειώσουμ' εκείνον,
που τέσσερα χρόνια
χάριζε, ανώνυμος, τίμιος,
τη δόξα και το θάμπος
σ' όλους εκτός στον εαυτό του.
Φανήκαμε μικρότεροι
απ' ότι μεγάλο
μας έδωσε η φλογισμένη
ψυχή του Διγενή.
Άρχοντες τώρα
κι εκείνον τον εχλευάσαμε
κι εξανεμίσαμε την δόξα
που εμαστόρεψε για μας.
Τον επικράναμε τόσο
που δεν στέργει πια
να μας γίνη καταφύγιο
νέων ελπίδων ή νέων αγώνων.
Η δόξα μας τώρα
είναι τυλιγμένη
στη βρωμιά του καθημερινού εντύπου,
και υμνείται από τον πληρωμένο κόλακα.
Έχασε την αγνότητα της,
μας τρώει όλους
το σαράκι της αμφιβολίας.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2016

Ταξίδια / Ξιούτας Παύλος

Βυθίζομαι στα χάη των λογισμών μου και ξεχνιέμαι 
ή ταξιδεύω στα φτερά απάνου του ονείρου 
και χάνομαι σαν μια σταγόνα γαλανή του απείρου. 
Έχω χαρά που ζω τον εαυτό μου μόνος, 
τρελός κορυδαλλός που τη ζωή του, 
για να πρωτοφιλήσει την Αυγή, την ασωτεύει.* 
Δε θα μπορούσα να υποφέρω τους ανθρώπους, 
αν μού ’λειπαν ετούτα τα ταξίδια, 
και κάθε μέρα μου θα ήταν, 
μια με την άλλη, ανούσια, όμοια κι ίδια.


*ασωτεύει: σπαταλά, χαραμίζει