Χρυσόφτερες
ελπίδες
ανερρίπισεν ο
χρυσοστόλιστος Άγγλος
κι η άγνοια
της ιστορίας,
στη γη των
θελξιφρόνων ερωτων.
Οι παλμοί της
καρδιάς μας
ακούστηκαν
δειλά
και θέρμαναν
τα στήθη μας
σαν αλλάζαμε
αφέντη σκληρό
με προστάτη
ομόπιστο.
Δεν
υποπτευόμαστε την απάτη,
γιατί νιώθαμε
ζωηρό το κάψιμο
της
προηγούμενης πείρας
και πειστεύαμε
αφελώς
στην αρετή του
δικαίου.
Πενήντα χρόνια
επίπλαστης
ελευθερίας
κενής
μάδησαν ένα
φθινόπωρο
τα φτερά των
ελπίδων μας
και ξεχείλισε
το παράπονο
σε κραυγή που
συγκλόνισε
το νησί μας
ολόκληρο.
Τότες
συγκρίναμε παλιούς
και νέους
αφέντες
κι' είδαμε πως
δε διαφέρουν.
Τότες μισήσαμε
τη σκλαβιά
και καταλάβαμε
πως τα λόγια
δεν κατακτούν
την ελευθερία.
Ανασκαλέψαμε
πιο επίμονα
την παράδοση
της φυλής
κι'
ανακαλύψαμε τα μαρμαρένα αλώνια.
Μέσα μας
αναθρέψαμε το Διγενή
κι'
ετοιμαστήκαμε για το χαροπάλεμα
από κείνο το
φθινόπωρο του '31.
Τόνιωσε ο
αφέντης
και σκληρός,
μαζί με βαρύτερη σκλαβιά
έσπειρε τη
διαφθορά.
Μα κι' ο
προδότης και τα σίδερα
χαλύβδωσαν την
ψυχή μας
και πλάτυναν
το μίσος μας.
Το ράσο και
πάλι ανέμισε τη σημαία μας
κι' ο Διγενής
μας εσάλπισε
το Θούριο που
περιμέναμε
"ίτε
παίδες Ελλήνων".
Όταν οι
ελπίδες αποδειχθούν μάταιες
δεν υπάρχει
άλλη οδός
από την άκρα
ανδρεία,
να σκοτώσης ή
να σκοτωθής
για να πείσης.
Σκοτώσαμε και
σκοτωθήκαμε
κι ο όγκος του
αίματος
κι η δάφνη της
δόξης
ας μην έστησαν
το τρόπαιο
ανάλογο προς
την αρετή της ΕΟΚΑ.
Ως γνήσιοι
Έλληνες
πιστέψαμε
μονάχα στον έπαινο
κι' η απάτη
αχρήστεψε τη θυσία μας.
Σαν γραικύλοι
βοηθήσαμε
να μειώσουμ'
εκείνον,
που τέσσερα
χρόνια
χάριζε,
ανώνυμος, τίμιος,
τη δόξα και το
θάμπος
σ' όλους εκτός
στον εαυτό του.
Φανήκαμε
μικρότεροι
απ' ότι μεγάλο
μας έδωσε η
φλογισμένη
ψυχή του
Διγενή.
Άρχοντες τώρα
κι εκείνον τον
εχλευάσαμε
κι εξανεμίσαμε
την δόξα
που εμαστόρεψε
για μας.
Τον επικράναμε
τόσο
που δεν
στέργει πια
να μας γίνη
καταφύγιο
νέων ελπίδων ή
νέων αγώνων.
Η δόξα μας
τώρα
είναι
τυλιγμένη
στη βρωμιά του
καθημερινού εντύπου,
και υμνείται
από τον πληρωμένο κόλακα.
Έχασε την
αγνότητα της,
μας τρώει
όλους
το σαράκι της
αμφιβολίας.