Α παππού,
ήρτεν ο Καλλής ‘που την Ληνούν, λαλούσιν,
Τζι επέζεψεν
στου Γιάκουμου τζιαι πάσιν να τοδ δούσιν.
Εν ‘που τους
πρώτους του χωρκού τζιαι τα γεννητικά του
Φτάννουσιν
‘πού τον τόπον μας, η Κακουλλού εθ θκειά του.
Αρκόντηνεν
θέμι πολλά τζιαι για την αρκοντιάν του
Όπου σταθούν,
φουμίζουν τον. Μμα για την αθθρωπκιάν του
Είπεν κανένας
τίποτε; Αννοίξαν στόμαν, γυιέ μου;
Θεέ μου, κάψε
τζι άφησε να μεν τοδ δω ποττέ μου
Τον πίσσην,
τον λιμάντερον, τουν το κακόν κακκάτιν
Που πάντα πάνω
στο δικόν του άλλου εσ’ αμμάτιν.
Αν έκαμεν, βρε
Νικολή, ππαράδες τζιαι δανείζει,
Θαρεύκεσαι τζι
αθθρώπεψεν; τίποτες έντζι αξίζει,
Η αρκοντιά καλή
ένι, μμα να σ’η δικοσύνην
Με την αγάπην,
την τιμήν, την ελεημοσύνην.
Ει δε τζιαν
ου, ας μεν έσ’η ο άθθρωπος να φάη
Τζιαι νάνι
ασπροπρόσωπος όπου σταθή τζιαι πάει.
Τούτος τζι
όσοι του μοιάζουσιν, αφήτις ξισπιτώσουν
Τζιαι κάμουν
σ’ίλια δκυο κακά τους λας τζιαι γερημώσουν,
Αφήτις πκιον
τους κάμουσιν τ’ Άι Τζιεγκιά μανάλλιν
Τζιεν τους
αφήσουν για να φαν με πρότσαν με κουτάλιν,
Αφήτις κάμουν
τάρταλα τα έσ’ει τους, λαλούσιν
Πως τηφ
φτωχολογιάν πονούν τζιαι πως την αγαπούσιν.
Τζι άμα
γεράσουν τζι ύστερις πων να κλειδοστομιάσουν
Πων ημπορούν
ν’ αρπάξουσιν, να κλέψουν τζιαι να πκιάσουν,
Κάμνουσιν
τζιαι ταξίματα, στες εκκλησιές διούσιν
Για να τους
μνημονεύκουσιν αντάν να λουτουρκούσιν.
Τζι ήνταν που
δκιουν; Εν τους καμούς τ' ανήμπορου πλασμάτου
Της ορφανιάς
τα δάκρυκα, του ψυχομασ’ημάτου,
Του γέρου τ’
αναστέναμαν, της ρκας το μοιρολόιν
Τζιαι της
σ’ηρκάς τα κλάματα που κάμαν χωρκολόιν
Τζι ατσίππωτα
στην εκκλησιάν δκιουν πρόσφορα τζιαι νάμαν
Τζ’είνοι που
κάψασιν τους λας τζ’ εσύρτην τόσον κλάμαν.