Χρυσάφι και
φως οι ακτές σου
Αγαπημένη πόλη
της Κύπρου η πιο μικρή
Τα μελτέμια
σου δροσια κ' οι ζέφυροι οι βραδυνοί
Γαλάζια κύματα
να σπάνε λευκες δαντελοποίκιλτες ακτες
Γαλήνη και
όνειρο συνέχεια η ζωή
Και ξάφνου
αναπάντεχα μια βοή απ' άκρη σ' άκρη
Το πόδι τους
επάτησαν οι βάρβαροι
Έπεσε η πόλη
Του κατακτητή
ασήκωτα βαρύ το πέλμα
Καίνε
σκοτώνουν ξεριζώνουν
Η αγνότητα
κλαίει
Ανεμίζεται
κουρέλι της κοπέλας η ποδια
Φωνή παιδιου
σπαραχτική τη μάνα αποζητά
Το χωμα φιλά
τόν γέροντα
Και στο έρμο
σπιτικό τη γρια κρατάει
Αγαπημένη πόλη
της Κύπρου η πιο μικρή
Σκέπη σου τ'
αγέρωχο με τα Πέντε Δάχτυλα Βουνό
Τό λιμανάκι το
ρηχό το φράγκικο το Κάστρο
Κλαίνε τα
μάτια η θύμησή σου πόνος και οιμωγή,
Αγαπημένων
κόκκαλα φωνάζουν
Εκεί η ψυχή
μας όλη πάντα εκεί το βλέμμα
Ένας ολόκληρος
λαός μ' ελιά και με σπαθί
Τη λευτεριά
σου έχει τάξει
Και προσμένει
και προσμένει.