Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Κυπριακά Τραγούδια (στίχοι) που ακούγονται σε γάμους: 1




ΤΟ ΡΕΣΙΝ

Α. 
Ελάτε ούλες στο νερόν, στην βρύσιν για να πάμεν
να πλύννουμεν το ρέσιν μας, στο γάμον για να φάμεν.
Ελάτε ούλες του χωρκού ν' αλέσουμεν το ρέσιν,
να φά΄ η νύφφη κι ο γαμπρός, να δούμεν αν τ' αρέση.
Πέντε μαντήλια κόκκινα κ' έναν ωραίον φέσιν,
ελάτε, κοπελλούες μου, να πλύννουμεν το ρέσιν.

 Β. 
Σαρανταπέντε γερανοί κ΄ ένας ατός στην μέσην
ελάτε, κοπελλούες μου, ν' αλέσουμεν το ρέσιν.
Να πκιάσω στράταν μακρινήν, να κόψω χίλια μίλια,
ελάτε, κοπελλούες μου, ούλες στα χερομύλια.

Γ. 
Καλώς ήρταμεν κ΄ήυραμεν τα σπίδκια τους μϊάλα
κι όπου να τρέξει 'ππόσω τους το μέλι με το γάλα.
Φέρτε 'πο κει τις σανιδκές και κάτσετε ξωγύρου
να κόψουμεν ζυμαρικά σ' υγείαν τ' ανροΰνου.
Πκιάστε ζυμάριν πάνω σας και σμίλες* και πανέριν
να κόψουμεν για να το φα' του νιόγαμπρου το ταίριν.
Εις το ζουμίν των όρνιθων ψήννουν τα μακαρούνια,
και το φαΐν τους το γλυκόν μοιάζει σαν τα λουκούμια.
Ελέτε, κοπελλούες μου, να τρίψουμεν χαλλούμια
και να παραχυονώσουμεν* τωρά τα μακαρούνια.

σμίλα = βελόνα (για το μακαρόνια είναι από χόρτο (σκλινίτζιν) που μ' αυτά κάνουν τις τρύπες στα μακαρόνια), παραχυονώσουμεν = σερβίρουμε.

==========

ΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙΝ

 Α. 
Όρα καλή κι ώρα αγαθή κι ώρα ευλοημένη,
τούτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν να βγη στερεωμένη,
'που τον αφέντην τον Χριστόν να ΄νι ευλοημένη.
Ο Ρή(γ)ας της Ανατολής κι ο Βασιλιάς της Δύσης
συββούλιον εδώκασιν συμπεθθερκόν να κάμουν.
Ο Ρήγας έβαλεν τον γυιόν κι ο Βασιλιάς την κόρην.
Σαστήκαν να πατρέψουσιν κ' είπασιν να καλέσουσιν,
κ' εβγήκαν να καλέσουσιν 'π' Ανατολήν και Δύσην.
Ο Βασιλιάς εκάλεσεν ούλον τ' αρκοντολόϊν
κι ο Ρήας εν' που κέλεσεν ούλον το φτωχολόϊν.
Ότι και στεφανώσασιν εκάτσασιν να φάσιν,
εκάτσασιν οι άρκοντες πάνω μερκάν των τάβλων*
εκάτσασιν και τους φτωχούς κάτω μερκάν των τάβλων.
Πάνω στο φαν, πάνω στο πιειν είπαν να τραουδήσουν,
και πάνω στα τραούδκια τους είπασιν να χαρίσουν.
Άλλος χαρίζει εκατόν κι άλλος διά*δκιακόσια,
κι ο τρίτος ο καλλίτερος χίλια και πεντακόσια.
Και το νεπέττιν* έππεσεν πάνω στο καλοήριν.
«Πε μας, μωρέ κολό(γ)ηρε, είντα 'χεις να χαρίσης;»
«Εγιώ φτωχόν καοηρίν, είντα' χω να χαρίσω;
Χαρίζω κάλλη του γαμπρού και ομορφιές της νύφφης,
χαρίζω και του νιόγαμπρου εννιά πύρκους λουβάριν*
και δεκαπέντε ξυλαλάν κι οχτώ μαρκαριτάριν.»
Εκεί χαμαί οι άρκοντες πκιον εμπρουμουττιστήκαν.*
«Σου ΄εν είσαι καλόηρος 'που ΄κείνους που λαλούσιν.
Είσ' ο αφέντης ο Γριστός οπού τον προσκυνούσιν.»

 Β. 

Έλα, Θεέ, κ' έλα Χριστέ, έλα και Παναΐα,
τουτ' η δουλειά π' αρκέψαμεν νά' χη την ευλοΐαν.
Α λεμονιά μου φουντωτή πού' σαι στον κατεβάτην,*
σούστου* και ρίξε τους αθθούς να γεμιστή κρεβάτιν.
Μέσ' στην αυλήν της νιόνυφης κάθουνται δκυο α(η)δόνια,
εστείλασιν και 'φέρασιν ελληνικά βελόνια.
Ερέξαν* τα βελόνια τους μ' ολόγρουσον μετάξιν
και ράβκουν τα κρεβάτιν της με χάριν και με τάξιν.
Προσέχετε τες βελονιές καλά, να μεν φανούσιν,
γιατ' ύστερα θα τες θωρούν και θα σας νεγελούσιν.*
Εκόψαν την βασιλικιάν* κ' εκάμαν την δεμάτιν,
εφτά εν' οι μονοστέφανες που ράφκουν το κρεβάτιν.
Βάρτε τους τέσσερις σταυρούς στα τέσσερα καντούνια,
να πέφτουν να κουνίζουνται σαν τα φιλικουτούνια.*
Βάτρε τους τέσσερις σταυρούς, φεγγαριν εις την μέσην,
ν' αρέση τ' αντροΰνου μας την ώραν που θα ππέση.

Γ. 

Αντρέα μου Απόστολε μ' εξήντα δκυό κανόνια
βοήθα μας να στρώσουμε της νύφης τα σεντόνια.
Φέρτε και τα μαβλούκια της, κείνα τα μεταξένα
που τά ΄καμεν η νύφη μας με χέρια κουλουρένα.*



καρκόλα = κρεβάτι, κουβέλλας = προβατίνας, σαστήκαν = ετοιμάστηκαν, τάβλων = τραπεζιών, διά = δίνει, νεπέττιν = σειρά, λουβάριν = χρυσάφι, εμπρουμουττιστήκαν = έπεσαν μπρούμυτα, καντούνια = γονιές, κατεβάτης = μεγάλο αυλάκι, σούστου = κουνίσου, ερέξαν = περάσαν, νεγελούσιν = κοροϊδεύουν, βασιλικιάν = τον βασιλικό, φιλικουτούνια = πουλιά που μοιάζουν με τρυγόνια, δεκοχτούρες, κουτρουμπέλλες = τούμπες, λιμιστίραν = σχοινί, μαβλούκια = μαξιλάρια, κουλουρένα = παχουλά σαν τ' αφράτα κουλούρια.





Η ΜΑΝΑΣΣΑ ( Η επίδειξη της προίκας)

Φωνάξετε τις νόστιμες, πέτε τους να βουρίσουν*
Μανάσσαν εν' που στήνουμεν, για να μας βοηθήσουν.
Φωνάξετε της μάνας της να φέρει τ' ανοιχτάριν,*
να ΄βρετε τα σεντόνια της τα διπλοτριπλωμένα
που τα ετριπλοδίπλωσε με τα χρυσά της χέρια.
 Άγια Μαρίνα, σύντρεξε, κι άγια* Φανερωμένη,
βοηθάτε τούτην την δουλειάν να είν' ευλοημένη.
Σύντρεξε και βοήθα τους και στείλε τους την χάριν,
κι' άγια Χρυσορρογιάτισσα* με το γρουσόν ζωνάριν.
Σύντρεξε και βοήθησε να ΄ρτουν οι καλεσμένοι,
να ΄ρτουν οι καλεσμένοι τους κανίσκια* φορτωμένοι.
Κυρά του Κύκκου*, μια είσαι, υπερδεδοξασμένη,
οπούρκονται στην χάριιν σου 'π' ούλην την οιικομένην
και λουτουρκούν την μέραν σου πισκόποι καιι γουμένοι.
Κυρά του Κύκκου, μια είσα και άλλη του Τροόδου*
κ' ένας ο Τίμιος Σταυρός*, ο Κάνναβος* τ' Ομόδου.
Συντρέξετε, βοηθάτε τους, να 'ρτουν ευλογημένοι,
να 'ρτουν κ' οι καλεσμένοι τους κανίσσια φορτωμένοι.


αρμάρκα = ντουλάπια, νιστιάν = τζάκι, εστία, βούφα = αργαλιός, καντήλες = ποτήρια, σουβάντσες = ράφια γύψινα, βουρίσουν = τρέχουν, ανοιχτάριν = κλειδί, άγια = άντε εμπρός,  Χρυσορρογιάτισσα = Παναγία η Χρυσορρογιάτισσα μοναστήρι στην Πάφο, κανίισκια = δώρα, Παναγία του Κύκκου = μεγάλο μοναστήρι της Παναγίας στην Κύπρο, Παναγία του Τροόδου = μοναστήρι της Παναγίας Τροοδίτισσας, Τίμιος Σταυρός = μοναστήρι Τιμίου Σταυρού στο χωριό Όμοδος, Κάνναβος = κομμάτι σχοινί που έδεσαν τον Χριστό στο Σταυρό,


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου