Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ροδίτης Άντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ροδίτης Άντης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

Τι έχει απομείνει από το ρόδο; του Άντη Ροδίτη


Το έργο τέχνης πρέπει να συγκλονίζει, πρέπει να αφυπνίζει. Πρέπει ν’ αποτελεί τη συνεχή, απίστευτη, άφθαρτη είδηση: Ότι δεν είμαστε αυτό που ζούμε, αλλά μια εκτροχιασμένη, θλιβερή εκτροπή, που κρύβει όσο μπορεί αυτό που θα μπορούσαμε να είμαστε.
Ο μηχανισμός της απόκρυψης περιλαμβάνει θρησκευτικές και καλλιτεχνικές πρακτικές, που υποδύονται τους φορείς της «αλήθειας», μα είναι μόνο φόρμουλες και τύποι ξεπερασμένοι, κέλυφος σπασμένο, κενό περιεχομένου. Οι «πρακτικές» δεν περιέχουν αυτό που διατείνονται, αλλά τα μέσα διατήρησής μας στον βολικό για όλους εκτροχιασμό. Τον υπηρετούν.
Αν αυτό που είμαστε είναι έγκλημα σε βάρος του αληθινού, η κατάστασή μας πριν τη διάπραξή του είναι τρόπον τινά ο παράδεισος ή υπόμνηση παραδείσου.
Η «υπόμνηση παραδείσου» είναι το ζητούμενο, ώστε να ονειρευόμαστε τον παράδεισο. Κανείς δεν μπορεί ν’ αποδείξει ότι η ονειροπόληση δεν είναι η οδός στην πραγμάτωση του ονείρου, επειδή, απλά, ο χρόνος είναι ατέλειωτος.
Μπορούμε να ονειρευόμαστε, να ελπίζουμε, να πιστεύουμε επ’ αόριστον, έως θανάτου· άλλοι θα παραλάβουν τη σκυτάλη.
Επισκέφθηκα πριν κάποιο καιρό μια «έκθεση» καλλιτεχνικού έργου. Μια επί τούτου «κατασκευή». Απελπισμένος -νομίζω- ο καλλιτέχνης από την άγνοιά του για το ζητούμενο και την εξ αυτής αδυναμία να το υπομνήσει, μετέφερε αυτούσιο το εργαστήρι του στον εκθεσιακό χώρο. Πάγκοι, καβαλέτα, εργαλεία, ένα γραφείο, τα κάδρα και οικογενειακές φωτογραφίες στους τοίχους, όλα τα αντικείμενα της δουλειάς του με το οικείο περιβάλλον, προς πώληση. Μέρη του ή το όλον.
Ένα ακραίο παράδειγμα άσκοπης περιπλάνησης· ενός ταξιδιού που ξεκίνησε γι’ αλλού με τον ταξιδιώτη να έχει χαθεί στην έρημο.
Το τείχος του Βερολίνου, το Άουσβιτς, τα γκουλάκ, τα κρατητήρια Κοκκινοτριμιθιάς, τα κελιά των μελλοθανάτων, η αίθουσα της αγχόνης, τα χίλια πενήντα φυλακισμένα μνήματα στην Κένυα, είναι κι αυτά «κατασκευές», που κατά έναν αντίστροφο, «μπούμερανγκ» τρόπο υπηρετούν αληθινά ό,τι δεν κατορθώνουν οι καλλιτέχνες και οι θρησκευτικές τελετουργίες. Αυτός που τα ξέρει δεν έχει ανάγκη την τέχνη για να τον κρατήσει σ’ επαφή μαζί τους και το φρικτό μήνυμά τους, κι όποιος δεν τα ξέρει, πάλι η τέχνη δεν τον βοηθεί.
Τα ίδια τα έργα του εγκλήματος μιλούν αφ’ εαυτών για τον αποτρόπαιο εαυτό τους, για την ανάγκη να πάψει να υπάρχει η συνέχεια και τα όμοιά τους, για την ανάγκη επιστροφής μας στο αληθινό.
Ο εκτροχιασμός μας έχει πάει πολύ μακριά κι έχει μισθώσει και την τέχνη και τη θρησκεία στη δούλεψή του, ακόμα βάζοντάς τες στην άκρη σε αργία, αναποτελεσματικότητα και απραξία.
Από τη ταράτσα του εκθεσιακού χώρου όπου ήταν εκτεθειμένο αυτούσιο το εργαστήρι του καλλιτέχνη, μπορεί κανείς να δει σε μια απόσταση τη συγκλονιστικότερη κατασκευή, ένα «έργο τέχνης», που επιτελεί στην εντέλεια τον σκοπό του. Τελάρο του «έργου» είναι ένα ολόκληρο βουνό, που κολυμπά στον ουρανό επί τόπου σαν ασημένιο ψάρι, με τα πλευρά του άγρια δαγκωμένα από τα λατομεία, ένα αιμάσσον ερυθρόλευκο τραύμα, καμωμένο από ανίδεους «καλλιτέχνες». Δίπλα ακριβώς έχουν στημένη σε μέγεθος-τέρας την υπογραφή τους, τη σημαία της ισχύος και της επιβολής τους, ν’ αναβοσβήνει από το σούρουπο ως την αυγή, για να μη ξεχνάμε την αληθινή ζωή…
Η τέχνη δείχνει να έστειλε το τελευταίο της μήνυμα εδώ και χρόνια, βάζοντας σε λέξεις εκείνο που είχαμε υποψιαστεί από την αρχή: Τίποτε δεν είναι μόνο ένα πράγμα.
Είμαστε, λοιπόν, άτυχοι ή τυχεροί; Ή και τα δυο; Κι αυτοί που από άδικο χέρι έχασαν στο στήσιμο του «έργου» τη ζωή τους, με ποιο κριτήριο μπορούν να λογαριάζονται και «τυχεροί»; Κι αυτοί που τους έκλαψαν και τους κλαίνε, οι ζωντανοί που στέγνωσε από το δάκρυ η ψυχή τους, τι κέρδος έχουν, σε τι ωφελεί μια χέρσα, στεγνή ψυχή;
Ο μισός μας κόσμος έχει γίνει ένα TRAUMA, μια έκθεση «κατασκευών», που με αυτό τον τίτλο είχα δει πριν χρόνια μια άλλη έκθεση με τον καλλιτέχνη να προσπαθεί να ρίξει φως στο ολοφάνερο, στον τόπο που δεν θα ξέραμε ποτέ πως ήταν το ζωντανό όνειρο, αν δεν είχε τόσο βάναυσα καταστραφεί. Τον τόπο που μπορεί κανείς σήμερα απλά να τον διασχίσει πεζός σαν μέσα σε θύελλα κι αστραπόβροντα, τυλιγμένος αδιάβροχα και κουκούλες, με την άκρη του ματιού του στο μονοπάτι μήπως τύχει και μέσα στον χαλασμό χαθεί· ή και εποχούμενος, σκυμμένος πάνω από το τιμόνι, προχωρώντας σιγά μην σε γκρεμό ή χαντάκι γκρεμιστεί… με συνοδεία το μονότονο τικ-τακ των υαλοκαθαριστήρων, σαν το κτύπημα των κουπιών του βαρκάρη σ’ έναν Αχέροντα, που μπορείς να πλεύσεις -θλιβερό προνόμιο- μετ’ επιστροφής…
Τι περισσότερο μπορεί να κάνει ο καλλιτέχνης από τον Λεοπόλδο του Βελγίου στο Κογκό, τους Αθηναίους σφαγείς της Μήλου, τους ναζί, τους τζιχαντιστές, τον πιλότο του Ενόλα Γκέι, τον Στάλιν, τον Αττίλα, τι περισσότερο από τις γενοκτονίες, τις καθημερινές σφαγές, τους βιασμούς παιδιών, τις θανατώσεις τους από την πείνα, τι περισσότερο απ’ όλα τούτα, τα αποτρόπαια του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος, μπορεί να κάνει ο καλλιτέχνης για να διατηρήσει τη μνήμη της επιστροφής, το όνειρο της άφιξης επιτέλους στον τόπο της ανάπαυσης, της ποθεινής πατρίδας της ως εν ουρανώ κι επί της γης;