Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λιασίδης Παύλος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λιασίδης Παύλος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Ο Σπύρος Ζήσιμος διαβάζει ποιήματα του Παύλου Λιασίδη

ΟΙ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ

https://www.youtube.com/watch?v=7NS63xR1PfQ&list=UU-wlDeFr4Ig4mmYJFY6gE4Q&index=1&feature=plcp

ΚΑΝΕΙ ΣΕ ΠΚΙΟΝ 

https://www.youtube.com/watch?v=qZtflmin5lM&list=UU-wlDeFr4Ig4mmYJFY6gE4Q&index=7&feature=plcp

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΠΕΤΡΗ 

https://www.youtube.com/watch?v=AxHrrtv3ZaM&list=UU-wlDeFr4Ig4mmYJFY6gE4Q&index=8&feature=plcp

ΑΓΑΠΗ ΔΙΧΩΣ ΕΡΩΤΑΝ 

https://www.youtube.com/watch?v=vA6Kb8FrAHc&list=UU-wlDeFr4Ig4mmYJFY6gE4Q&index=10&feature=plcp

ΒΑΣΤΑΞΕ 

https://www.youtube.com/watch?v=wkEg83vJ5pY&feature=relmfu


Η ΠΙΣΤΗΣ ΜΟΥ ΚΡΑΤΑΜΕ 

https://www.youtube.com/watch?v=n8o96o4htsM&feature=relmfu


ΔΕΝΤΡΟ ΧΩΡΙΣ ΜΑΞΟΥΛΙ 

https://www.youtube.com/watch?v=2pYqz57wbT0&list=UU-wlDeFr4Ig4mmYJFY6gE4Q&index=1&feature=plcp

Τετράστιχον / Λιασίδης Παύλος

Έν’ τζι η ομορκιά σου μιάλη, αμμά τζι η κορμοστασιά σου,
αφούς ούλες καττουδκιάζουν, όντες ρέσσουν που κοντά σου.
Είσαι ο ψηλός ο πεύκος πον ι-μπόρουσιν να ζήσουν,
χαμηλόττερα δεντρούδκια στον νοσσιόν του να πολύσουν

Η αθανασία / Λιασίδης Παύλος

Η Κυβέρνησίς μου
έν’ η ποίησίς μου,
πάντα στο τεμόνιν
τζαι του νου τ’ ακόνιν.
Είδεν το πουντζίν μου
τζι έν’ παστόν; λαλεί μου·
-Τρώ’ σατέ σαλάταν,
χόρτα τζαι πατάταν.
Το κριάς στην σούβλαν
φέρνει πάντα μούγλαν!
Είμ’ ως δύμμαν νήλιου
ασκητής του σπήλιου.
Γράφω τζαι δκιεβάζω,
πλούτον κατεβάζω,
που ποττ’ εν θα λείψει,
ποιος να μου τον κρύψει;

Οι αθάνατοι / Λιασίδης Παύλος

Έπρεπεν πάντ’ αθάνατοι να μείνετε στην Τζύπρον μας
εσείς οι δκυο πρωτόμαστροι, Βασίλη τζαι Λιπέρτη
που ντύσετε τους στίχους σας πάνω στην χωρκατόγλωσσαν
τζι εμείς να σας κλουθήσουμεν, όι του όποιος έρτει.

Γιατί τωρά που λείψετε, πολλοί επήραν πάνω τους,
μάχουνται να χαλάσουσιν τους πασιοθεμελιούς σας,
που ξένους να ’ν’ οι μόλες τους, ζαπούνηεςνα κάμνουσιν,
όι να ’ν’ τσιμεντένιοι, πασιοί γοιον τους δικούς σας.

Όμως, ό,τι τζι αν κάμουσιν, εσάς πάλ’ εν σας ρίβκουσιν,
έν’ μάρτυρες τ’ αγάλματα οι λας που σας εκάμαν.
Θέλοντας τζαι μη θέλοντας εννά σας συναφέρνουσιν,
να νώθουν την ξηχάσκιασηντζαι να τους φέρνει κλάμαν.

Βαρώσιν / Λιασίδης Παύλος

Κρίμας τα τόσα κάλλη σου τζι εμαυρογερημιάσαν
νεκατσιασμένοι Μάρτηες πιον πάνω σου ελουρκάσαν

Πού έν’ τα πορτοκκάλλια σου, γοιον λίρες που κρεμμούνταν
τζι εκοτσινολοούσασιν οι κόφινοι πο’ ’ρκούνταν;

Σήμμερον εν θωρείς ψυσήν, καλάθιν να γεμώσει
μήτε Τουρκούν με Γρισκιανήν. Πότ’ εννά ξημερώσει;

Κανεί σε πκιον του Παύλου Λιασίδη

Πόλεμε, σατανά, κακόν αξήλειφτον στον κόσμο,
παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Αδη, ψεύτη,
κλέφτη!
Οπου της Νιότης δκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς
των δκυόσμων
τζι η φάκκα στες κακόσορτες μανάες πάντα
ππέφτει.
Που κάμνουσιν παιδκιά φτωχά της πείνας,
φατσιημένα,
τζι εν εις τους φόους, τους καμούς, ομπρός
κατταρκασμένα

Εννά πεθάνει ο χάρος / Λιασίδης Παύλος

Μες στα τσιατήρκα εννά μας δει τζι άλλος
σιειμώνας φέτη.
Εσού ποτζιεί στα τούρτζικα πώς τα περνάς, Μεμμέτη;
Αρέσαν σας οι Μεχμετζίκ του Ετζεβίτ εφέντη;
...
-Βάστα γερά, Μεμμέτη μου, τζιαι κόντεψεν η ώρα
πο’ ννά πεθάνει ο χάρος πκιον, να ρέξει τούτ’ η μπόρα

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

ΤΟ ΧΑΛΙΤΙΚΟΝ ΧΩΡΑΦΙΝ / Λιασίδης Παύλος

Ήβρα έναν χαλίτικον χωράφιν, πρώτον πράμαν.
Κρυφά που την Κυβέρνησιν γυρόν τζι’ αυλάκωσα το
Τζαι πριν το σπείρω μονομιάς λαπόρτο μέσα ΄κάμαν
άλλοι που μ’ αζουλέψασιν τζαι πήεν εχασα το.
Αρτιρητής του βρέθηκεν καλλίττερος που μέναν
Τζαι ΄πήρεν μου το τζι’ έμεινα τωρά σιέρκα δημμένα.

Ήβρα πολλά χαλίτικα που τότες τζαι να πάει,
αμμάν βαρκέσαι, εφ φελούν, γιατ’ έμ πολλά φτανούδκια,
μ’ είτε αξίαν έχουσιν, μ’ είτε γιορκούν σημάϊ
θέμα τσακκίζεις τζαι τα ΄ννιά τζαι σπάζεις τζαι τα βούδκια.
Σαν τζείνον έν εδ δυνατόν πκιόν να ξανάβρω αλλόνα
Θέλω να πω για ΄λλόου σου, που σ’ έχασα κοκόνα.

Εννά πεθάνει ο χάρος / Λιασίδης Παύλος

Μες στα τσιατήρκα εννά μας δει τζι άλλος
σιειμώνας φέτη.
Εσού ποτζιεί στα τούρτζικα πώς τα περνάς, Μεμμέτη;
Αρέσαν σας οι Μεχμετζίκ του Ετζεβίτ εφέντη;
 


 -Βάστα γερά, Μεμμέτη μου, τζιαι κόντεψεν η ώρα
πο’ ννά πεθάνει ο χάρος πκιον, να ρέξει τούτ’ η μπόρα

Παύλος Λιασίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Παύλος Λιασίδης ήταν λαϊκός Ποιητής.  Γεννήθηκε στο χωριό Λύση στις 23 Μαρτίου 1901 και πέθανε το 1985 στον συνοικισμό Τσιακκιλερό στην Λάρνακα.

 Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν της Ε' τάξης του Δημοτικού. Άσκησε κατά καιρούς διάφορα επαγγέλματα, όπως του βοσκού, του εποχιακού εργάτη και του περιβολάρη. Το 1924 παντρεύτηκε την Ελένη Κ. Σκάρπαρη με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Στην ποίηση άρχισε σαν ποιητάρης την περίοδο 1921-22. Αργότερα βγήκε από την ομαδική τεχνοτροπία των ποιητάρηδων, ανέπτυξε ένα δικό του προσωπικό στιλ και εξελίχτηκε σε έναν ιδιόρρυθμο τεχνίτη του στίχου και του λόγου και σε σημαντικό εκπρόσωπο της Κυπριακής λαϊκής ιδιωματικής ποίησης.

Βραβεύτηκε από την Μορφωτική Υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας το 1975 με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς στην Ελληνική Κυπριακή Λογοτεχνία.

Ποιητικές συλλογές


  • Τραγούδια του νησιού μου (1928), 
  • Τα φκιόρα της καρκιάς μου (1933),
  •  Η παραλλαή του τζαιρού (1937), 
  • Χάραμαν φου (1944), 
  • Γέννημαν νήλιου (1946), 
  • Μπρόεμαν (1947), 
  • Εντεκάμισι η ώρα (1950), 
  • Δώδεκα παρά δέκα (1960), 
  • Να πεθάνει ο χάρος (1966), 
  • Η Τζύπρος δίχως πούτρα (1972), 
  • Η σταυρωμένη Τζύπρος μας (1976), 
  • Με το χέρι του Παύλου Λιασίδη (1987), 
  • Ποιητική αλληλογραφία (με Χαράλαμπο Δημοσθένους) (1989).

Όλες οι ποιητικές συλλογές έχουν συμπεριληφθεί και σε δίτομη έκδοση του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών με τίτλο "Παύλου Λιασίδη Άπαντα" (2003).


Θεατρικά έργα


  • Αλαβροστοισιώτης (Α' Βραβείο ΡΙΚ), 
  • Ο μονογιός (1982), 
  • Αϊ Βασίλης (παιδικό), 
  • Δκυο ττεμπέληες (παιδικό) (1946), 
  • Το δράμα της ζωής μου, 
  • Ο σουξουλιάρης, 
  • Η αγάπη νικητής (1935), 
  • Το θάμμαν (Β' Βραβείο ΡΙΚ) (1968).

Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Κανεί σε πκιον / Λιασίδης Παύλος

Πόλεμε, σατανά, κακόν αξήλειφτον στον κόσμο,
παιδίν της νύχτας, μισταρκέ του Αδη, ψεύτη,
κλέφτη!
Οπου της Νιότης δκιαλεχτούς κόβκεις αθθούς
των δκυόσμων
τζι η φάκκα στες κακόσορτες μανάες πάντα
ππέφτει.
Που κάμνουσιν παιδκιά φτωχά της πείνας,
φατσιημένα,
τζι εν εις τους φόους, τους καμούς, ομπρός
κατταρκασμένα.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

«ΟΡΠΙΖΩ» / Λιασίδης Παύλος


«Εν έκοψες ‘ κόμα, γέρο μου, το μούτιν
πρόσφυγας να σβήσεις, κρύφεις πόσσω πάθος;
Εν κάμνω καπούλλιν την ιδέα τούτην,
με λαλώ ποττέ μου όπου γη τζι’ ο τάφος.
Τούντα κόκκαλα μου μετά σιήλια γρόνια,
Τούρτζιε, πιον σαν φύεις, έννα συναχτούσιν,
πάλε να πετήσουν γιόν τα σιηλιόνια
στο νεκροταφείον «Λύση’ να θαφτούσιν»!

[Την αφάντακτην του κόσμου ] / Λιασίδης Παύλος

Την αφάντακτην του κόσμου τζι’ αν μου βάλουν στο πλευρό
εν τη θέλω, ‘ννα φωνάζω μα τον τίμιον σταυρόν.
έμπα νάσιει πλούτη στίβες, τζι’ ομορκιάν για τα φιλιά.
ή μυρίζει πόναν μίλιν τζι’ εν σωστή τρανταφυλλιά,
Εν αξίζει κατ’ εμένα ούτε ήμισον ππαράν
όντας δκιά την μυρωθκιάν της εις τον κάθε μασκαράν.
Εν σ’αλλάσω πέρτικα μου μεν φοάσαι με καμμιάν
εν σου ήβρα τόσα χρόνια που προβάρω, αβανιάν
Ενεσιεις της Αφροδίτης τζιείντα κάλλη τα πολλά
μμά ‘σιεις γνώμην γιον γρουσάφιν τζιαι τιμήν που εν χαλά

[στης Αθηαίνου το χωρκόν] / Λιασίδης Παύλος

Λοιπόν κρωστείτε να σας πω τα όσα εγινήκαν
στης Αθηαίνου το χωρκόν, έτσι καθώς μου είπαν.
Έναν παιδίν Αμβρόσιος του Γιώρκου που μου λέσιν
σήμμερον άφηκεν πολλούς για λλόου του και κλαίσιν.
Πόχασε την νεότην του ο δυστυχής, αδίκως
ωσάν αρνίον έξαφνα που το ξεσχίζει λύκος.
Λέγουν έν' ο Νεόφυτος που το 'φαν την ζωήν του,
που βούραν και κατάτρεσεν πολλά την αδελφήν του.
Και καθημέρα βκάλλασιν για λλόου της λαλούσιν,
ψέματα ότι τον φιλά με χωρίς να τους δούσιν.
Και ξάπλωννεν το λακκιρτίν παντού μες το χωρίον
κι ο αδελφός της π' άκουεν εγίνετουν θηρίον.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Δίστιχο / Λιασίδης Παύλος

«Έχω κορμίν πολλά παλιόν, μα νουν του νέου κόσμου,
στες τρεις σιηλιάες τζι αν πλαστείς, είσαι σανότζιαιρός μου!»




Μετάφραση:



Έχω κορμί πολύ παλιό, αλλά μυαλό του νέου κόσμου,
και το τρεις χιλιάδες να γεννηθείς, θα είσαι συνομήλικος μου!

Είμαστιν γέννημαν του φου / Λιασίδης Παύλος


Εν την ι-ξέρουμεν εμείς την νύχταν μάναν μας,
με που το ψέμαν καρτερούμεν σωτηρίαν,
είμαστιν γέννημαν του φου τζαι της Ανάστασης
τζαι για να γράψουμεν τζινούρκαν ιστορίαν!

Εις την θεάν την τύχην τσίττοςεν πιστεύκουμεν
τζι ας έσει ’κόμα που φιλούν το πρόσωπόν της.
Ένε των πούτρων ομορκιά, πογιών κοτσίνισμαν,
λείπει το χάρισμαν, νάν’ κάλλος φυσικόν της!


Ένι τζι η κόρη της Αλήθκειας που γεννήσιος της,
’μμά ’ν’ αντζελόμορφη!... τζι αγέραστη στα γρόνια!
θέμα χαρίζει φως τζαι ζήσην εις τους φίλους της
τζι όι στραβάραν, φτώσειαν, πείναν τζαι κανόνια..

Ερωτικά παραπονιάρικα Κακοτυσιόν / Λιασίδης Παύλος

Ήτουν Απρίλλης μήνας τότες που σ’ αγάπησα,
μέρ’ ασυννέφκιαστη τζαι τα δεντρ’ αθθισμένα!
αχ! τζι η ζωή μας τότες έμοιαζεν αντζέλισσα,
γλήορα όμως εγινήκαν περασμένα!

Πρώμα τζι έτσ’ άξυππα εσιόνισεν ο Μάρτης μας
τζαι των χαρών μας τα πουλιά, τα καημένα,
που ’ρταν τζαι χτίσασιν φουλιές μες στα ποκλώνια μας,
εξηψυσήσαν με τα φύλλα, μαρκωμένα