Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κράλης Μάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κράλης Μάνος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018

Ελεγείο των αποτυχημένων: Ποιητική Συλλογή του Μάνου Κράλη εκδοθείσα το έτος 1938


Θα ’ναι αργά, πολύ αργά –που κουρασμένοι
απ’ το λιμάνι θα γυρίσουν, δίχως λύσεις
διστακτικοί στις μάταιες των βαποριών σειρήνες.

Ίδιες οι φτωχογειτονιές κι οι δρόμοι
που τα χαμένα βήματα παίρνουν ασυναισθήτως
ίδια τ’ αναιμικά κορίτσια στο μπαλκόνι
με τ’ άδειο βλέμμα τους, το «διανυκτερεύον φαρμακείον»
και το παλιό φεγγάρι απελπισμένο
στα γυμνά κλώνια της πλατέας.

Κι ο χλωροφορμισμένος εαυτός τους
χρόνια πικρά, λουλουδιασμένα χρόνια
από κρεβάτι σε κρεβάτι λαϊκών ξενοδοχείων
(βρόμικες κάμαρες, γυμνές
που περιμένουν τους αυτόχειρες μονάχα
τα ιδρωμένα σώματα που δίνονται 6 γρόσια).

Στην πόλη που αγάπησαν
που κάποτε σχεδίασαν μεγάλες εξορμήσεις
στην πόλη με τις πλάνες τους και τις εγκαταλείψεις
τώρα μοναδική τους περιπέτεια πια θα ’ναι
μια φτωχική, ανώνυμη κηδεία.

Κι όμως πολύ νοστάλγησαν
ώραν πολλή στην προκυμαία έχουνε γλυκά ονειροπολήσει
τα έρημα, κοράλλινα νησιά του Ειρηνικού
που πάνε και πεθαίνουν τ’ άλπατρος μονάχα..

Γεύση θανάτου : Ποιητική Συλλογή του Μάνου Κράλη εκδοθείσα το έτος 1974


Χ

Η πλατεία ήταν έρημη εκείνη τη νύχτα
Με τα κλειστά περίπτερα, τις ξεσκισμένες αφίσες.
Μύριζε καμένο ρούχο, στάχτη, πυρκαγιά.
Πηγαίναμε μαζί μα οι λέξεις στέγνωσαν στα χείλη.
Μόνο κοινό σημείο επαφής ήταν ο φόβος
Εκείνος ο πρωτόπλαστος, απροσδιόριστος φόβος
Που γνώρισε ο άνθρωπος σ’ ένα χωράφι τριβόλων.
Μετρούσαμε τους οβολούς της πίκρας μας
σκαλίζαμε την τέφρα της ψυχής.
Κι άξαφνα πέρασαν με ορμή, μουγκρίζοντας
Τα στρατιωτικά αυτοκίνητα, κατάφορτα κλαδιά των ευκαλύπτων
κι ακακίες,
Κι εχάθηκαν γοργά σ’ ένα πυκνό σκοτάδι.
Όμως σ’ αυτό το ελάχιστο διάστημα, για λίγα δευτερόλεπτα μονάχα
Το μάτι πρόφτασε να ιδεί στο δυνατό το φως των προβολέων
Ένα κεφάλι εφηβικό, που με ανάστροφη ματιά εκοίταζε το χάος
Τα στιβαγμένα σώματα κομμάτια.
– Τι γρήγορα που χάθηκαν τούτα τα νέα παιδιά
Απροετοίμαστα για θάνατο, γι’ αυτό το είδος του θανάτου..



ΧΙΙ
Καθόμαστε πλάι πλάι σε καρέκλες καφενείων
Παίζουμε τάβλι, φυλλομετρούμε τις εφημερίδες
Με τις Γεννήσεις και τους Θανάτους
τους βιασμούς και τις λεηλασίες, πράματα καθημερινά.
Κουβεντιάζουμε, φλυαρούμε σε μια παράξενη γλώσσα
Που κανείς δεν ακούει, δεν την καταλαβαίνει.
Περιμένουμε και ρωτούμε, περιμένουμε και ρωτούμε
Αν φάνηκαν καθόλου τα πανιά
Ας ήτανε και τα ιστία του πένθους

Μάνος Κράλης (Λευκωσία 1914-1989) (βιογραφικό)

Ψευδώνυμο του Γεωργίου Μίνωος. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Διδασκαλείο και το Διδασκαλικό Κολέγιο Μόρφου και εργάστηκε ως δάσκαλος. Ασχολήθηκε κυρίως με την ποίηση, αλλά δημοσίευσε και κριτική βιβλίου και ζωγραφικής και μεμονωμένα διηγήματα. 

Ποιητικές συλλογές : 
  • "Ταξίδι στη γυμνή χρονιά", 1936·, 
  • "Φθινόπωρο στην κόλαση", 1938  
  • "Επιτάφιος πληρώματος ", 1946. 
  • "Ποιητικά άπαντα 1936-1971" (1973)·  
  • "Γεύση θανάτου" (1974)· 
  • "Εντάφιον έαρ" (1984). 

Συγκεντρωτική έκδοση: "Τα ποιήματα (1936-1984)", επιμ. Λ. Παπαλεοντίου, εκδ. "Μικροφιλολογικά", 2005.

Νύχτες / Κράλης Μάνος


Εκύλησε μαζί μας, στο χρυσό το χόρτο
σαν καρπός εξαίσιος, το φεγγάρι.
Κι απ’ τα χείλη της αγάπης φτάνουν
των έρημων παρθένων θαλασσών τα μύρα.
Κάτω από την αίθρια σιωπή των θεών
φθείρονται οι ψυχές αντικριστές και λιώνουν.
Κάθε φιλί μας μόνο σα στερνό
κάθε αγκάλιασμά μας σαν το τελευταίο! 
Με μιαν υπερένταση απέλπιδων φτερών
στα μαραμένα βλέφαρά μας πέρασαν οι ώρες.
Κι όταν τα δάκρυά μας ξεραθούνε μες στο χώμα
κι ο ίσκιος των βημάτων μας θα λείψει μες στον ήλιο,
τούτες οι νύχτες που ευώδιασεν η αγάπη μας
ανάμεσα στο γαλαξία θα γυρνούν και στ’ άστρα

[ΓΥΡΙΣΑ ΠΙΣΩ] / Κράλης Μάνος

Γύρισα πίσω ...
Στις έρημες κάμαρες
που ν΄  απλώσω τα χέρια;
Το κρεβάτι περιμένει σαν τάφος!

ΧΟΡΙΚΟ ΣΕ ΒΑΡΥ ΡΥΘΜΟ / Κράλης Μάνος

ΙΙΙ


Όχι σαν αλαζονικές ψυχές 
όχι σαν τις ψυχές που τεντώθηκαν σαν χορδές
στη μουσική της άνοιξης, των άστρων -
                                                        θυμηθήτε
εσείς που θάρθετε με καλπασμούς αλόγων μέσ΄ στη νύχτα 
όταν τ΄ αγέρι θα στενάζη στ΄Απριλιάτικο 
της πόρτας σας στεφάνι, 
την πληγωμένη ανάσα μας
τα ραγισμένα μάτια 
την έρημη,  παθητική ζωή μας που τελειώνει .....
-θυμηθήτε μας
σαν τα τυφλά πουλιά που σκουντουφλούνε 
στα φωτεινά παράθυρα του χρυσαφένιου θέρους.

Πέρασα τη ζωή μου ψιθυρίζοντας / Κράλης Μάνος

Μάνος Κράλης 

ΙΙ

Πέρασα τη ζωή μου ψιθυρίζοντας 
με τα πουλιά της θάλασσας και τ΄ αραγμένα καράβια, 
με τους νεκρούς θαλασσινούς στον τελευταίο τους βράχο.

Πέρασα τη ζωή μου ψιθυρίζοντας ...

Κύματα η αστροφεγγιά διαβαίνοντας το σκοτεινό γυαλί 
χτυπάει το θαμπωμένο τους μέτωπο
και τα σβησμένα μάτια.
Κύματα- κύματα περνούν με τα γαλάζια τους πανιά 
του απάνω κόσμου οι ξανθές  ημέρες.

Οι άγκυρες βυθίζονται στον ύπνο τους 
το μαύρο βυθό του ύπνου των 
χρυσά χελιδονόψαρα διασχίζουν. 

Κύματα η αστροφεγγιά θαμπώνει το αλλαγμένο τους πεόσωπο 
κοντά στην αλαφρόπετρα και τα χλωμά κοράλλια.


Επτά σφραγίδες στο νερό: 1971

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

[Το καράβι που ταξίδευε ο Θησέας] / Κράλης Μάνος

Το καράβι που ταξίδευε ο Θησέας
με τις εφτά παρθένες, τους εφτά
ξανθούς εφήβους
γύρισε πίσω με τα μαύρα του πανιά.


Δε βρήκανε το θηρίο
ο Μινώταυρος ήταν μέσα μας

Επιτάφιος του πληρώματος / Κράλης Μάνος


Those are pearls that were his eyes
(Shakespeare,
Tempest)
Διαβαίνουν στο μαύρον ύπνο τους κάτασπρα περιστέρια
φτερά των γλάρων τα πανιά, τα συντριμμένα τα καράβια
οι ραψωδίες του άνεμου, φωνές της νύχτας, του πουλιού, της καταιγίδας –
σα μουσική νυχτερινή σε ασημένιους κήπους.
Καίνε σιωπηλά στον ύπνο τους αχνά κεράκια τ’ άστρα
τα σταυρωμένα πόδια τους θα σκύψει το φεγγάρι να φιλήσει.
Κόμπο τον κόμπο το κορμί θα δέσει σαν κοράλλι
κόμπο τον κόμπο η ψυχή, φλουρί μαργαριτάρι
βαθιά βαθιά στα πέλαγα με τους νεκρούς συντρόφους
δίχως μιαν άνοιξη να ’ρθει –
                                       και δίχως του φθινόπωρου
οι μαγικοί αυλοί μες στα χρυσά τα δάση ν’ αντηχήσουν. 
– Δίχως αυγή, ωσότου το στερνό Εμβατήριο τούς ξυπνήσει.

Για μια νεκρή γυναίκα / Κράλης Μάνος

VII
ΛΑΔΙ ΚΑΙ ΧΩΜΑ
Κι αυτό το καλοκαίρι θα περάσει –Μάταια καρτερεί τον άνεμο
μαζί με το ξανθό σιτάρι ν’ ανεμίσει τα ξεχασμένα της μαλλιά.
Περνάει επάνω σαν ιαχή, σα μυθικό κυμάτισμα γιγάντιων φτερών
ηχώ στις θαλασσοσπηλιές και νοσταλγία του ναύτη...
Περνάει επάνω, κλαίει μέσα στα δάση, κι ούτε αγγίζει
 την τρύπια, δακρυσμένη της ψυχή.
Κι αυτό το καλοκαίρι θα περάσει –Η κάθε μέρα θρυμματίζει
τους μελαγχολικούς καθρέφτες των ματιών της
η κάθε μέρα γονατίζει–
Λάδι και χώμα, υδρίασπασμένη, προσευχή.
Τι καρτερεί απλώνοντας τα σκοτεινά μαλλιά σα δίχτυα
σε θάλασσα χωρίς βυθό, σκληρή σαν το γυαλί
γυμνή σα μαύρη πέτρα;