Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πήττας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πήττας Γιώργος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Ο Δύων Ανατέλλων και η Πανσέληνος Βροχή / Πήττας Γιώργος

Aλφα
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Ανώνυμες οι λίμνες μου μες στην άχλυ μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Μακρύκαννο πρωινό, εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου
και η σφαίρα ακόμα ταξιδεύει αποφράζοντας
τις δαιδαλώδεις αρτηρίες μου.
Τι θέλει ο άνθρωπος με τη στολή του δύτη
και στέκει αγνοούμενος στη μέση αυτού του κάμπου;
Γιατί είναι τόσο ξένος;
Γιατί κρατά ομπρέλα ανοιχτή;
Μήτε το φως έχει φανεί κι ούτε σημάδια για βροχή
έδωσε απόψε το φεγγάρι.
Γύρισα πέρα απ' τον καθρέφτη
που είχε φυτρώσει εμπρός μου.
Μα να, κι άλλος, καθρέφτες πολλοί
προκύπτουν αίφνης από τη Γη
να φύγω;
Μ' ένα λεβιέ ταχυτήτων στην κοιλιά
με μιαν εξάτμιση στην πλάτη
το Αραράτ καλώ εδώ, μπας και κρυφτώ
από τούτον εδώ τον ιχνηλάτη της ψυχής.
Άβυσσος.
Με μια ταξιανθία αρωμάτων και ποικιλίες μπαχαρικών
φορτωμένος
θα αμυνθώ όσο πρέπει, ώστε την κατάλληλη ώρα
συσσέπαλος να παραδοθώ, το κατά δύναμιν
άφθαρτος, έως παρθένος, στο τι με περιμένει.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ.
Αποσκευές μου, ένα λευκό προσόψιο και το έσχατο
των δακρύων μου, σε μικρό κουτάλι,
να μεταλάβεις, να καταλάβεις
πως ούτο εστί το νόημα των ανέμων
που έλκουν τα νερά στα ψυχονήσια
των οιωνοσκόπων εραστών.
Έλα κατόπιν, να με καλοστρατίσεις
γιατί αποίμαντος πορεύθηκα ως εδώ
ακούγοντας το μινύρισμα της πέτρας,
συλλέγοντας σταγόνες υγρασίας,
που κρύβουν μέσα τους τις εξομολογήσεις των άστρων.
εκείνο το φως που τρεμοπαίζει πάντα μου έμοιαζε τραγούδι
Ανώνυμες οι λίμνες μου, μες στην άχλυ μιας νύχτας
που δε λέει να φύγει ακόμα.
Θα φύγει!
Διάστικτο πρωινό, διαχέεται γύρω, σαν μουσική
ενός αυλού από την ανατολή
που χρόνια πολλά πριν
χάθηκε στις χαράδρες
μ' ακόμη αντιλαλεί.
Αντιλαλεί και πάει, κι ανοίγει μονοπάτια
κι όπου σκληρά της Γης, τα κάνει τύμπανα
τα βάζει στο παιχνίδι, δεν αντιστέκονται,
κρατούν ρυθμό.
Τι θέλει ο άνθρωπος με το σκάφανδρο
και στέκει έφεδρος της νύχτας
απέναντι από το φως;
Γιατί είναι τόσο νέος;
Γιατί κρατά δοξάρι;
Μήτε ο αέρας σώθηκε, μήτε ο χρόνος σταματά
κι ούτε η γλώσσα της χορδής μοιάζει να ξέρει.
Γύρισα πέρα από τα χαλάσματα
που φτιάχτηκαν μπροστά μου.
Τζάμια σπασμένα, υαλοθραύσματα επιρρεπή
σε μια διαρκή ειρωνεία.
Αυτή των τεθλασμένων ειδώλων.
Άφωνος στέκω μες στο βαρύτονο τοπίο.
Δεν το αντέχω πια. Να φύγω;
Μ' ένα ποδήλατο παλιό, ποδήλατο χωρίς πετάλια
το Αραράτ καλώ εδώ μπας και κρυφτώ
από τα πετρωμένα εκείνα που μόνος μου όρισα.
Άβυσσος.
Με μια χρόνια ορεσιπάθεια στη ματιά,
άσωτος κρημνοβάτης, επιθυμώ
να πετάξω χαμηλά, τη βαρύτητα να διδαχθώ.
Αποσκευές μου, μια φιάλη σφραγιστή
φέρει εντός της, τη βροχή
που έπνιξε τις πολιτείες που διάβηκα.
Λαβέ λοιπόν, για να κριθείς.
Λαβέ για να πλυθείς και να λειτουργηθείς
κι από το σώμα μου, με το νερό αυτό
να αποβάλεις το δέρμα που απέκτησα
βαδίζοντας γυμνός, τόσον καιρό.
Μακρύκαννο πρωινό εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου.
Η σφαίρα, διέρρηξε την αορτή, πριν την καρδιά μου
αγγίξει.
Εκτοξεύθηκε, άνοιξε, φώτισε και γιόρτασε τον ουρανό μου
ίσαμε που ‘σβησε. Πυροτέχνημα.
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,
έτσι κι αλλιώς πρώτη φορά τις περπατώ
Πλησίστιος, πλησιφαής κι όμως μεσίστιος, ρωτώ:
Τι θέλει ο άνθρωπος και στέκει έμβρυος
στη μέση αυτού του κόσμου;
Γιατί χαμογελάει πλάθοντας τις οδύνες του
βαφτίζοντάς τες μοίρα;
Δεν κρατάει τίποτα.
Τίποτα δεν κρατάει.
Με τα χέρια στην έκταση ανοιχτά
μοιάζει να χορεύει συνέχεια
ανάμεσα στο πλήθος, να διαπερνά τα σώματα
και αενάως να διαφεύγει τον κίνδυνο που ονομάζει
εγκλωβισμό.
Έμβρυος. Κι ωστόσο το βλέμμα του
γερνάει ολοταχώς, τόσο, που κάποτε
μοιάζει με νύχτα.
Βρέφος, το απροσπέλαστο, πονάει ακόμα
σε κείνο το πλευρό που ο Θεός του πήρε
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποτέ δεν κατάλαβα ότι για χρόνια πολλά, περπατούσα
ανάμεσα στις μικρές χαραμάδες που αφήνουν
οι από αιώνες συγκολλημένες πέτρες.
Η λάσπη έγινε χώμα ξερό, θρυμματίζεται στο πέρασμά μου.
Ο τοίχος όμως αντέχει.
Τόσοι σεισμοί, τόσες ξηρασίες, και περπατώντας ανάμεσα
δεν ένιωσα ποτέ την παραμικρή μετατόπιση.
Από πέτρα σε πέτρα, ανακάλυπτα κάποιες φορές πράγματα
καινούρια, ασήμαντα, άλλοτε αδιάφορα κι άλλοτε
ικανά να βάζουν την καρδιά μου σ' έναν ταχύπαλμο
ρυθμό:
Ένα ξερό κλαδάκι,
ένα πέταλο από αρχαίο τριαντάφυλλο
λίγη χρυσόσκονη, κάποιο νήμα μεταξιού
μια πεταλίδα σκονισμένη και στεγνή να θυμάται
παφλασμούς.
Μακρύκαννο πρωινό;
Εκπυρσοκρότησε την Πρώτη του Χρόνου;
Ποια να ‘ναι η αλήθεια; Τι είναι η αλήθεια;
Τι υπάρχει μετά το κλέος της παραβίασης κάποιων ορίων;
Τι θα πει όφελος, σκοπός, έργο Τι είναι θυμάμαι;
Και τι είναι γνωρίζω;
Τι είναι αυτό και κείνο και τ' άλλο;
γιατί ρωτάω;
γιατί οι απαντήσεις δεν παίζουν κανένα ρόλο;
Τι ζωγραφίζει τις τροχιές μας;
Τι μας νοιάζει;
Σε ποιο έγκλημα συμπράττω;
όταν αποσύρω το βλέμμα μου από τους καθρέφτες;
Άγνωστες βλέπω τις κοιλάδες μου,
έτσι κι αλλιώς, πρώτη φορά τις περπατώ
καθώς, ποτέ δεν έφυγα από τις χαραμάδες.
Τώρα, που μάζεψα τόσους ίσκιους
που γέμισα το σάκο μου βροχές
μπορώ να κοιμηθώ
μπορώ και να κινήσω
«Ο την επταπλάσιον κάμινον και την φλόγαν
την εν Βαβυλώνι
εις δρόσον μεταβαλών
και τους αγίους σου τρεις παίδας
σώους διαφυλάξας»*
Κύριε; Πώς την αντέχεις τόση Έπαρση;
Τι εκπυρσοκρότησες την Πρώτη του Χρόνου;

ωμέγα.

Γιώργος Πήττας (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Γιώργος Πήττας γεννήθηκε το 1956 στη Λευκωσία της Κύπρου. Σπούδασε Κινηματογράφο, εργάζεται στη διαφήμιση και κάνει ραδιόφωνο. Αρθρογραφεί τακτικά στην Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης και στο tvxs.gr. 

Έργα του:
  • (2001)  «Ο Δύων Ανατέλλων και 
  • η "πανσέληνος βροχή» από τα Νέα Σύνορα 
. Ποιήματα του βρίσκονται στο διαδίκτυο και σε περιοδικά που φιλοξενούν Ποίηση.

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

«Αυνανιστού Εγκώμιον, το ημερολόγιο (ν) του Εξουσιαστή».(απόσπασμα)




Θυμάσαι πως μυρίζει το αίμα;
Θυμάσαι την γλυκιά ζεστή γεύση που έχει σαν το φέρνεις στα χείλη;
Θυμάσαι τότε που οι πληγές σου ήταν ακόμα νέες κι ανοιχτές , σαν τις ρωγμές του τοίχου μετά τον σεισμό του προηγούμενου λεπτού;
Γιατί δεν αιμορραγείς πια;
Γιατί είσαι τόσο στεγνός ακόμα και στην προοπτική του ίδιου σου του τέλους;
Γιατί δεν θρηνείς την απολεσθείσα μαγεία σου;
Γιατί μένεις εκεί ακίνητος μα τόσο ακίνητος μα τόσο ακίνητος ;
Κάποτε κοιτούσες τον καθρέφτη και ήξερες πως η ματιά σου θα τον σπάσει σε χίλια κομμάτια.
Κάποτε πότε;- αχ ξόδευες μαλάκα μου την ύπαρξη σε φλέβες ναι αχ πονούσες
ω!


Ξέσκιζες τις σάρκες σου στα ηλεκτροφόρα σύρματα και
ε!
Τι έκαμες ;
Α!
Ω!
Ε!
Ταχυπαλμία ναι!
Σταματούσαν τα ρολόγια τότε μαζί με την αναπνοή σου τότε , αχ τότε , σταματούσε η Ιστορία με την αναπνοή σου και ναι, ναι, ναι, σε βλέπω ολόρθο να ισορροπείς πάνω σε μια τεντωμένη χορδή κιθάρας , γλιστράς , γλιστράς , και γίνεσαι δυο , τρία , τέσσερα , αμέτρητα κομμάτια , πάντα ήσουν κομμάτια, πάντα θραύσματα μικρά και έτοιμα να εκραγούν κάθε στιγμή , μια ζωή εμπόλεμη σε θυμάμαι σε έναν διαρκή εμφύλιο άνευ λόγου ή μετά λόγου , δεν έχει σημασία!

ΑΛΤ! Σταμάτα!
Θα σε σκοτώσω ακόμα κι αν κάνεις πως αναπνέεις!
Θα σου κάνω το κρανίο μια μάζα αίμα και εγκεφαλικής ουσίας .
Θα γίνω «ιδιαζόντως απεχθής» για σένα
χρυσό μου , αγάπη μου, μάτια μου, καρδιά μου
και θα πράξω το επίσης ιδιαζόντως ειδεχθές να ησυχάσεις εσύ από τον εαυτό σου και εγώ από όλους αυτούς τους σκοτεινούς που εμπορεύθηκαν κατ’ εξακολούθηση την παρθένα μεγαλοφυΐα μου
Α.. ναι! Θα κάνω έγκλημα !
Και θα το πράξω όσο δύναμαι πιο φρικτό
κτο-φρι
φρι- κτο, φρικτότατο-ναι-τατο φρι .
Be free.
Θα σε σκοτώσω πρώτα , δεν θέλω να υποφέρεις , είμαι καλός εγώ.
Μετά , θα χαζέψω το πτώμα σου για ώρα και νομίζω ότι θα ασελγήσω πάνω του και θα προσπαθώ να αποφασίσω αν πρέπει να κλαίω να γελάω ή να μην κάνω τίποτα από αυτά τα δυο.
Στη συνέχεια θα σε τεμαχίσω
εδώ θα κλαίω και θα ξερνάω αλλά δεν πειράζει-
και θα σε χτίσω σε ένα κουτί από μπετόν.
Μόλις στεγνώσει το μπετόν θα σε μεταφέρω με τη βάρκα και θα σε ρίξω στο πέλαγος
Κανείς δε θα σε βρει εκεί
Τώρα θα ξημερώσει .
Ήλιος χρυσός θα βγει και όλα θα ξεχαστούν .
Ποτέ δε σε γνώρισα , ποτέ μα ποτέ δε σε σκότωσα , όλα ένα κακό όνειρο ήταν , πάει , πέρασε.
Με κόπο θα ξαναπάω στον καθρέφτη και θα με κοιτάξω για ώρα και θα είναι σα να κοιτάω έναν άλλο , όπως πάντα γινόταν δηλαδή.
Ωραία να επιστρέφει κανείς στην τάξη.
Την ηρεμία .Την μονίμως κρυμμένη γλυκύτητα .
Ξέρεις, δεν είναι μόνο αυτός που βλέπω στον καθρέφτη.
Είναι και αυτός που ακουμπάω , όταν για παράδειγμα καμιά φορά τσιμπάω το πρόσωπό μου , τραβάω τα μάγουλα μου , κόβω με το μαχαίρι τα μπράτσα μου.
Δεν πονάω , κάποιος άλλος είναι αλλά με εξοργίζει γιατί δεν μου λέει για τον πόνο του τίποτα.
Δεν θέλει να τον παρηγορώ.
Έτσι , νιώθω να με πνίγει η αδικία.
Ο ηλίθιος δεν έρχεται να μου πει :
πο-πο-πο-ναααααω!
Αχ πως ..νάω,
νοπάω,
οπνάω,
πονάω ,
πο!
Δεν το λέει ο αλήτης, σε μένα!
Που γεννήθηκα για να είμαι βάλσαμο σε όσους πονούν.
Και όταν δεν πονάνε τους πονάω εγώ-χωρίς να το ξέρουν- για να συναντήσουν μετά ,την ευτυχία της παρηγοριάς σε μένα
Τι θρίαμβος !
Ψέματα;
Να για δες!
Την βλέπεις αυτήν που έρχεται;

..........................................

Ατάκτως


Να που οι πέτρες μιλούν για λογαριασμό των ανθρώπων.
Να που τα σύννεφα περιθάλπουν τα όνειρά μας.
Είναι τα κυπαρίσσια που ταξιδεύουν σε τούτον τον τόπο ή τα νέφη που φέρνουν κοιμισμένα όνειρα;
Δεν μπορώ άλλο να καταπιώ τα λόγια που ήθελα να πω, όμως, να που είναι
στεγνά είναι ξερά και σπάνε στα χείλη μου.
Γεμίζει συλλαβές το σάλιο μου και πυλό γεμίζει.

Πέτρες και λέξεις που γίνανε κεραμίδι.
Και οι βουκαμβίλιες του κήπου μοιάζουν κιόλας περασμένες.
Λογάριασε πως αναίμακτα έφτασε ως εδώ, αλήθεια πως αγνοεί κανείς το πένθος;

Και τι είναι το πένθος αφού δεν είναι του θανάτου;
Είναι το πένθος το κρέμασμα της ιστορίας,
είναι το πένθος τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα,
είναι το πένθος η αδυναμία μας να υπάρξουμε καλύτεροι ενώ γνωρίζουμε τον τρόπο μα προτιμούμε το θάλπος των σφαλμάτων,
είναι πένθος το ανάμεσα που μας καθιστά αόρατους σε μιαν αναμονή μέχρι να ρθεί ο θάνατος να καταλήξει τα ερωτηματικά; Τι ευτυχία!

Πέτρες και λέξεις που γίνανε κεραμίδι
Να μας αγγίζει ο Θεός και συ κοιμάσαι ή σιωπάς ,το ίδιο είναι.

Τα θαύματα δεν περιμένουν.

…μέγας


Απέθαντα είναι τα τραύματα της ιστορίας.
Ες αεί , ανακυκλώνουν ανάπηρη τη βούληση των Ανθρώπων , έτσι όπως αυτή κατέστη από την Κυριαρχία των Ενοχοποιών .
Των Ανθρώπων που διακαώς επιθυμούν να γεράσουν και να ξεκουραστούν , μα στέκουν ανήμποροι και ισοβίως κλειδωμένοι στο φως του καθρέφτη , δέσμιοι μιας ανεξάντλητης εφηβείας , αυτής που αξιόποινη ορίζεται τόσους αιώνες.
Τραγικόν εστί.
Τραγικό πολύ, καθώς μετά θάνατον αναρωτιόταν αν εν ζωή είχε υπάρξει Αυτοκράτωρ ή Δούλος.
Μόνο.
Καθώς νύκτωρ πλέον , αμυδρά διακρίνει τυχόν μετάξι διαδήματος; φροντισμένο κουρέλι, ή και απομεινάρι;
-Μην είναι σημαία;
Κι αν είναι το εσώρουχο εκείνης που νόμισε Λαμπρή και το κράτησε εκεί στου κρεβατιού την άκρη λάβαρο μιας επικράτειας που εν τέλει διατήρησε αλώβητα τα τείχη της;
Αναρωτιέται ακόμη, για το μάταιο των πολέμων του και το άσκοπο των ομοβροντιών στις οποίες υποχρέωσε τα όπλα που του δόθηκαν.
Υπέταξε;
Υποτάχθηκε;
Υπήρξε ;
Η Θάλασσα που βάφτισε Θάλασσα τον θυμάται άραγε;
Βασιλεύς Μάταιος, Υπηρέτης περιττός , αυτός που προσπάθησε να αλλάξει το ρουν του ποταμού, ήθελε να ξαναφέρει τις εκβολές εκεί που ανήκουν, έτσι όπως
«θα έπρεπε».
Τι μέγας μεταξοσκώληξ Θεοί, τι μέγας.
Ο εν τοις ουρανοίς αυτοϊκανοποιούμενος εντός του παραδείσου του, μονήρης.
Αμφιβάλλει, ακόμα και αν έχει πεθάνει.