Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μηχανικός Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μηχανικός Παντελής. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 6 Φεβρουαρίου 2019

ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕΣ / Μηχανικός Παντελής



Τη μέρα που έφυγες
δεν μάραναν τα γιασεμιά - ζωντάνεψαν πιο πολύ.
Η ροδιά του κήπου μας έτριψε τα μάτια στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
κι όταν ξυπνήσαμε με το πρωί
μια πνοή πιο γλυκιά απ’ το γιασεμί
μια μορφή πιο λαμπρή απ’ τον ανθό της ροδιάς
έφεγγε και δονούσε την Κύπρο.
Κόκκινη γραβάτα. Η άνοιξη
ξεφυσά μέσ’ απ’ το πρόσωπο.
Δυό μεγάλα μάτια ερευνούν
για να δείξουν τον δρόμο στην καλοσύνη.
Ένα άγαλμα που το σκάλιζες με προσοχή
νύχτα και μέρα
ένα άγαλμα που του φυσούσες ψυχή
νύχτα και μέρα
ζωντάνεψε τόσο πολύ
που στις δυο μετά τα μεσάνυχτα
έγινε επικίνδυνο και τρομερό.
«Ούτος ανακρίνεται».
Θα σας πει πως αγαπάει τον τόπο του.
Είναι τόπακας
σαν τα μάρμαρα της Σαλαμίνας
σαν τα πουλιά των αγρών μας -
γραμματικός του Απόστολου Βαρνάβα.
«Ούτος ανακρίνεται».
Ανακριτές με ανύπαρκτη όσφρηση
ανακρίνουν τα γιασεμιά.
Ανακριτές χωρίς δράση κρατάν
τη ζουγραφιά της ψυχής που μιλεί και δονεί.
Που μιλεί και δονεί και κρατάει ψηλά το τριαντάφυλλο
μυρωμένη
λαμπρή
την ψυχή της Κύπρος ψηλά.
Ό Άης Γιώργης ζωντάνεψε.
Καρτερούμε να σηκωθεί η Αλυκή της Λάρνακας
πάλλευκη
σαν τα πανιά της ψυχής μας
να κυματίσει
στον γαλάζιο ενθουσιασμό μας.
Να ‘ρθει η Αφροδίτη από την Πάφο
με μέλη ουδέτερα για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια
να εποπτεύει τις βάρδιες.
Ο Ονήσιλος κι ο Διγενής
γέμισαν τον αέρα κλαγγές.
Οι πορτοκαλιές του Βαρωσιού
χορεύουν στον αέρα.
σημαδεύουν με τα πορτοκάλια τους απάνω σε κεφάλια
κι είναι φαρμάκι ο χυμός τους
για πέντε λεπτά, για ένα χρόνο, για δέκα χρόνια.
Ο πύργος του Οθέλλου
περιοδεύει την Κύπρο κραυγαλέος:
«Welcome to Cyprus
goats and monkeys!».
Περίεργο. Την ημέρα που έφυγες
νιώσαμε πιο πολύ την παρουσία σου.
Απ’ την ημέρα που έφυγες
γέμισαν οι κάμαρές μας
γέμισαν οι δρόμοι
γέμισε η ατμόσφαιρα:
τόπο - Κύπρο - πατρίδα - πνοή - τρέλα - χορό,
αγάπη στο χώμα μας
αγάπη στα δένδρα μας
αγάπη στον ουρανό μας, στον αέρα μας,
στον άνθρωπο που είχε κρυμμένο τον εαυτό του χρόνια και χρόνια..
Δέξου για την ώρα το χαιρετισμό μας.
Ωσότου βλέπουμε το τριαντάφυλλο που κρατάς ψηλά
όσο να μας τραβήξει το τριαντάφυλλο που ψηλά κρατάς
μέχρι το σύνορο του ελεύθερου άνθρωπου
ώσπου να γίνουν οι ψυχές μας πέταλα στο τριαντάφυλλο
που ψηλά κρατάς
δέξου το χαιρετισμό μας.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΙΣ: Ποιητική Συλλογή του Παντελή Μηχανικού εκδοθείσα το 1957

ΦΟΒΙΣΜΕΝΑ ΠΟΥΛΙΑ


Μ’ αυτές τις ώρες που περνούν,
μετρούμε το θάνατο,
μετρούμε το μαύρο θάνατο
ενώ βρισκόμαστε στη ζωή.
Κύριε Ελέησον.
Μας σπρώξανε τόσο άσχημα,
που νομίζουμε πως ζούμε λαθραίως
αυτές τις ώρες, τέτοιες ώρες.
Η ευλογία
της λαίμαργης χαράς,
πού τσιγκουνεύεται τ& δευτερόλεπτα,
που παίζει στη χούφτα της
τα χρυσά νομίσματα των λεπτών και των δευτερολέπτων-
αυτή η ευλογία,
μήλο ζουμερό κι ολοκόκκινο,
είναι τώρα μήλο στυφής στάχτης,
η σορός της ευτυχίας, η στάχτη της,
που την αρπάζει ή κατάρα και σημαδεύει
τα μάτια των ωρών μας.
Φεύγουν τυφλές κυνηγημένες,
ώρες μας οι φοβισμένες.

ΕΥΑΙΣΘΗΤΟ ΠΡΩΙΝΟ


Έτσι γλυκό που ‘ναι
κι αφήκαμε οπίσω,
απερίσκεπτα,
τρυφερά αισθήματα
που θα στόλιζαν τούτο τ’ ωραίο πρωινό
γαρουφαλλιές, τριανταφυλλιές,
τα παρεθύρια της μοναξιάς μου.
Κι εσύ κλείδωσες
με τ’ αδυσώπητο κλειδί της λογικής
την καρδιά σου.
Προχώρησες
ασφαλής μέσ’ απ’ τα φαράγγια
περιφρονώντας αμείλικτα
τις βιολέττες και τα αισθήματα μας
φυτεμένα στην άκρη του γκρεμού.
Τούτο το γλυκό πρωινό
παθαίνεται να στολιστεί.
Να μάζευες τις βιολέττες
ν’ άφηνα να μεγαλώσουν απαλά αισθήματα
Θα στολίζαμε τα παρεθύρια
της μοναξιάς μας
τούτο το γλυκό πρωινό
π’ ακούω φτερουγίσματα αγγέλων
πού γυρεύουν που να καθίσουν.
—θα τους δεχόμαστε.

ΚΑΤΑΡΑ

Σ’ αυτό το χωράφι φυτέψαμε τους σπόρους των ελπίδων
και τους είδαμε όλους να σαπίζουν έναν ένα.
Οι σκελετοί αμαρτωλών προγόνων
άφυλλα δέντρα
πού σκουντουφλά το κεφάλι μου στο σκοτάδι.
Σκοτάδι. Όπου και να περπατήσω
τρικλίζω, χτυπώ, πληγώνομαι
επάνω στ’ άφυλλα δέντρα του σκοτεινού αυτού χωραφιού
στους σκελετούς πανάρχαιων αμαρτωλών προγόνων.
Όπου και να περπατήσω
το χέρι ενός σκελετού
στάζει μια κατάρα απάνω στο κεφάλι μου.

ΣΤΙΓΜΗ ΑΓΑΠΗΣ


Άμα νιώθω
την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
ζωντανεύουν τα περιστέρια πού ‘θρεψα παιδί
δίνοντας τους σπόρους αθωότητας μες στη φούχτα μου.
Ξυπνούν
και μου φέρνουν μηνύματα στα τρυφερά τους ράμφη,
ζει ο βασιλιάς ‘Αλέξανδρος, ζει.
Άμα νιώθω την αγάπη σου μες στην καρδιά μου,
βλέπω το χέρι της μάνας μου,
που στη φούχτα της φωσφορίζουν τα γράμματα της βίβλου,
να μου ανασταίνει ξανά
το θεό που πέθανε.
Είναι μες στην καρδιά μου η αγάπη σου
όταν πέφτει μέσ’ απ’ τα χέρια μου
το ληστρικό μαχαίρι
και μου καρφώνει το πόδι.
Τότες
μπορώ να μεταφράσω στην Ελληνική γλώσσα
το βέλασμα των αρνιών
πού ρημάξαμε την άλλη φορά.

Παντελής Μηχανικός (βιογραφικό)

Ο Παντελής Μηχανικός(Λιμνιά Αμμοχώστου, 1926 - Λονδίνο, 1979) φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και στην Αμερικανική Ακαδημία Λάρνακας. Από το 1949 ώς τον θάνατό του εργάστηκε ως υπάλληλος στο Τμήμα Τελωνείων.
Την πρώτη του εμφάνιση στην ποίηση την έκανε το 1952 από το περιοδικό " Κυπριακά Γράμματα ". 


Τύπωσε τις παρακάτω συλλογές ποίησης: 



1) "Παρεκκλίσεις " ( Σημειώσεις ημερολογίου 1952- 54), Κύπρος 1957 (περιλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη τη "Δοκιμασία ονείρων ", βραβευμένη από το περιοδικό " Κυπριακά γράμματα " , το 1954. 



2) " Τα δύο βουνά " Λευκωσία 1963, εκδόσεις " Λυρική Κύπρος ", και 



3) " Κατάθεση ", η τελευταία συλλογή του, Κύπρος 1975. 



Επίσης υπάρχουν και 7 ανέκδοτα ποιήματα του στο περιοδικό " Κύκλος" της Λάρνακας, αφιέρωμα στον ποιητή. Οι χρονικές ενδείξεις των τριών ποιητικών συλλογών του  αντιστοιχούν σε καίριες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του 


O Παντελής Μηχανικός πέθανε στο Λονδίνο στις 20 Ιανουαρίου 1979 από ασθένεια της καρδιάς. Κηδεύτηκε στην Κύπρο δημοσία δαπάνη.

Η σπηλιά του Κύκλωπα / Μηχανικός Παντελής


Ο Οδυσσέας δεμένος κάτω απ’ τον τράγο.
(Διόλου, βέβαια, ποιητική η εικόνα).
Βρισκόμαστε στο σπήλαιο
κι ο θάνατος στέκει στην πόρτα.
Το χτυποκάρδι θα περάσει
κάτω απ’ το ψηλαφητό
του Πολύφημου.
«Κριάρι μου,
θα σου φτιάξω χρυσά κέρατα
να βατεύεις
με την πρεπούμενη λαμπρότητα
τις προβατίνες του Πολύφημου.
Τώρα όμως
τέντωσε το στιβαρό κορμί σου
και βγάλε με έξω απ’ την πόρτα του θανάτου.
Θεόστραβος ο Πολύφημος δεν βλέπει φως
κι ο ήλιος λάμπει έξω απ’ τη σπηλιά.
Εκεί
θα σε φιλήσω στο κούτελο
και θα σου χαϊδέψω τ’ αχαμνά».
Είπε, και τραβώντας μια δυνατή τσιμπιά
στα πισινά του κριαριού
ο Οδυσσέας προχώρησε
για ζωή ή θάνατο.

ΑΓΝΑΝΤΕΜΑ / Μηχανικός Παντελής

Στο παλιό μου σπίτι 
απλώνουνταν μπροστά μου η θάλασσα,
πνοή ασυδοσίας στα στήθια μου
ξεφυλλίζοντας ονειροκρίτες.

Τώρα 
σκληρά βουνά
κόβουνε την όραση,
οπλή και φλόγα. 

Καβαλάρης
απάνω στις βουνοκορφές, 
αντηλιά την απαλάμη
γυρεύει την ίδια θάλασσα
-δεν μπορώ να ζήσω 
χωρίς πέντε καράβια στις ακτές μου
πανέτοιμα κι αστραφτερά. 

Μνήμη / Μηχανικός Παντελής




Ελα να πάμε στην άλλη περιοχή.
Αυτή την περιοχή τη βαρεθήκαμε.
Εδώ προσφέραμε όξος σ' εκείνους που μας ζήτησαν νερό
και σα ζητήσαμε να ξεδιπλώσουμε την ψυχή μας,
ένα λευκό σεντόνι βρεγμένο στα δάκρυα,
στον ήλιο, στον αέρα να στεγνώσει,
μας πρόσφεραν αγκαθωτό συρματόπλεγμα
που μας τρυπούσε.
Την απλώσαμε
και σεις κι εγώ.
Κι ήρθαν τότες και κάθησαν απάνω
και κλάψανε και ξαναβρέξανε την ψυχή μας
κάτι ξωτικά πουλιά
που 'χαν φωλιές μέσα στα όνειρά μας
-τα όνειρά μας, γυναίκες ντροπιασμένες, φοβισμένες
που 'κάναν εκτρώσεις όπου λάχαινε
στα κατσάβραχα, στους δρόμους, παντού.

Ποίημα από την έκδοση δίσκου ακτίνας & έντυπου ενθέτου «Ποιήματα 1957-1975»

επιμέλεια-ανάγνωση: Κυριάκος Ευθυμίου, χ.ε., Λευκωσία 2008

Το βάθος του κόσμου / Μηχανικός Παντελής

Αυτή με τραβούσε απ’ τα μαλλιά.
Εσείς δεθήκατε
πέτρες στο λαιμό μου.
Μα πού θα με πάτε
πού θα με βυθίσετε. – Ο βυθός
του πόνου
ο βυθός της δικής μου θάλασσας
είναι γιομάτος μαργαριτάρια
και πολύτιμες πέτρες

Ένα τραγούδι για τον Ριμαχό / Μηχανικός Παντελής


Και ποιος ήτανε τόσο λεβέντης
όπως τον Ριμαχό
που έσκυψε και φίλησε το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγαπημένη του
κι αυτή προχωρούσε υπερήφανη κι ακατάδεχτη
κι οι άλλοι τον είπανε βλάκα
κι αυτός ξανάσκυψε και ξαναφίλησε το χώμα
ξέροντας καλά πως οι άλλοι τον λέγανε βλάκα.
Και τα στήθια του ήταν γεμάτα χαρά
Γεμάτα χαρά.
Ποιος ήτανε τόσο λεβέντης όπως τον Ριμαχό.
Εφτά χιλιάδες φορές θα σκοτώνονταν
για να υπερασπίσει το χώμα
απ’ όπου διάβηκε η αγάπη του.
Ποιος είναι λεβέντης σαν τον Ριμαχό
ποιος έχει αγάπη σαν τον Ριμαχό
να υπερασπίσει τούτα τα χώματα

Θα ξεκινήσουμε επιτέλους; / Μηχανικός Παντελής




Ταξιδέψαμε τόσο πολύ μες στην ακινησία.
Τα πανιά τυλιγμένα, ολόσκονα.
Οι ιστοί είναι ολόρθοι ακόμα
μα η ψυχή τους - μαρασμένη καμπούρα.
Ενας μαρμαρωμένος ναύτης - άγαλμα
αιγυπτιακό μ' αρχαία γένια.
Η θάλασσα αφρίζει
γλύφει το καράβι
γυναίκα ηδονόπαθη μ' όλα τα κόλπα
σειρήνα -
Είναι δεμένος ακόμα ο Οδυσσέας,
που δεν ταξίδεψε.
Ο μικρός Οδυσσέας σπουδάζει ακόμα, σπουδάζει.
Ακόμα δεν είναι καιρός, λέει,
θέλει να σπουδάσει στην εντέλεια καπετάνιος,
να εξετάσει πολύ καλά το σκαρί.
Η σιγουράδα του να 'ναι σκαρί τέλειο.
Ετσι που ν' αγωνιστεί χωρίς σχισμές,
χωρίς πληγές,
να 'ναι ολοκληρωμένος, ίσος με τον εαυτό του.
Χωρίς ταξίδια όμως, πώς μπορεί να ολοκληρωθεί;
Δεν θα 'ναι ο θάνατος η τελευταία γνώση της ολοκλήρωσής του;
-Σήμερα σκέφτεται να ξεκινήσει ο μικρός Οδυσσέας.

Γράμμα / Μηχανικός Παντελής


Αγαπητή μου μητέρα,
H Αγάπη σου,
σε πληροφορώ
μου δυσκολεύει τη ζωή.
Εδώ πέρα δεν υπάρχει άλλη διέξοδος.
Περπατώ στους δρόμους
με την ύπαρξή μου γραμμένη κάτω απ’ τα παπούτσια μου,
που τη ζουλεί το κάθε μου πάτημα.
Καμιά φορά βγάζουμε το παπούτσι μας
και το πετάμε στον αέρα,
γιατί είναι ανάγκη να παίξουμε.
Κάποια μέρα μπορεί να το χάσω μέσα σ’ αυτή την οχλοβοή
μαζί με ό,τι έχει γραμμένο από κάτω.
Εσύ μου είπες να μην τα κάνω όλ’ αυτά.
Μα ακριβώς σου γράφω για να σε πληροφορήσω πως δεν γίνεται
διαφορετικά.
Δεν μπορώ να σ’ ευχαριστήσω.
Η αγάπη σου με τραβά από τα μαλλιά, όταν εγώ
μάχομαι ολάκερος,
μ’ αποσπά δυνάμεις,
αυτή την κρίσιμη στιγμή,
που μόνο με μαντήλια βρεμένα στο αίμα
προσπαθούμε να δροσίσουμε το μέτωπο των ζαλισμένων μας
πεποιθήσεων.

Ωδή για ένα σκοτωμένο τουρκάκι / Μηχανικός Παντελής



Stetson!
You who were with me in the ships at Mylae!
That corpse you planted last year in your garden,
Has it begun to sprout? Will it bloom this year?
T. S. ELΙOT,
H Έρημη Χώρα

Αυτός ο κάμπος π’ απλώνεται μπροστά μου καταπράσινος
στολισμένος με το κίτρινο της μαργαρίτας
με το κόκκινο της παπαρούνας
με το χαμόγελο της βιολέτας
αυτός ο κάμπος
ανοιχτός κάτω απ’ τις θερμές
αχτίνες του ήλιου φωτεινές
αυτός ο κάμπος
που μ’ ένα χάδι απαλό
δείχνει στην ψυχή μας το δρόμο της άνοιξης
σ’ αυτό τον κάμπο
που δοξάζει τον Κύριο και την ψυχή του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο που δοξάζει το σώμα
και μουρμουρίζει το τραγούδι του ανθρώπου
σ’ αυτό τον κάμπο
κείτεται
σκοτωμένο
ένα Τουρκάκι.
Ένα συσπασμένο πρόσωπο
κομμένο απάνω στον πόνο,
ανάγλυφη
ανήλικη μάσκα
κομμένη στην αιωνιότητα για να ρωτά
αν ο τόπος ήταν πράγματι πολύ στενός
μέσα στο πανηγύρι της άνοιξης
για να ρωτά
αν υπάρχουν εθνότητες ανάμεσα στους λαούς της μαργαρίτας
για να ρωτά
ποιας εθνικότητας είναι το πράσινο χορτάρι





Ζεσταίνει ο ήλιος τις ρίζες και το χώμα.
Ξεχειλίζει η αγάπη σα δροσούλα
μέσ’ απ’ τα φύλλα και τους ανθούς της ψυχής του ανθρώπου
μέσα στην ανοιχτή ειλικρίνεια του κάμπου
και μια ανάγλυφη τρομερή μάσκα ενός παιδιού
κάτω απ’ το πολύ του ήλιου το φως
κινάει τα χείλη
και μιλεί: – «Ευχαριστώ.
Με φέρατε σ’ αυτό τον δρόμο.
Με φέρατε σ’ αυτό το τέλος. Ευχαριστώ σας
δικούς και ξένους.»
Γη μου! Κοίμησέ τον γλυκά,
νανούρισέ τον. Για σένα
η φωνή του ποιητή
ρωτάει και πάλι εφέτος
τους εμπόρους των πετρελαίων
και τους αποικιστές των πτωμάτων,
ρωτάει τον Στέτσον:
«Το κουφάρι που εφύτεψες πέρσι μέσα στον κήπο σου
άρχισε να βλαστάει; θ’ ανθίσει εφέτος;»

Αφροδίτη / Μηχανικός Παντελής



Γυμνή
με τα μαλλιά σου καψαλισμένα
σε βλέπω να ρίχνεσαι στη θάλασσα
και πάεις.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας για πολύν καιρό. 
Δεν είμαστε εμείς για ομορφιές
δεν είμαστε για όνειρα.
Είμαστε οι ταπεινοί άνθρωποι
με τον βούρκο στη μύτη
με τη σάπια ψυχή. 
– Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.

Δεν μπορούσες να μείνεις μαζί μας πολύν καιρό
στα ερείπια και στα χαλάσματα
στα καμένα χορτάρια
δεν μπορούσες να μείνεις 
εκεί όπου ο Άρης φτύνοντας αφρούς και αίμα εφώναζε
Εφιάλτη, Εφιάλτη, πού είσαι Εφιάλτη
και
(ποιος να το φανταστεί)
ήτανε φίλος του Εφιάλτη. Φίλος του. 
– Τότες η γη μας εξέρασε τα σπλάχνα της.

Σε ποιους γιαλούς σε ποιους βυθούς να ταξιδεύεις τώρα.
Απελπισμένη
ερίχτηκες από την Πέτρα του Ρωμιού πίσω στη θάλασσα
και χάθηκες – ποια ψάρια 
ποια κήτη
ποια τέρατα σμίγοντας
ω, κόρη μου, σε ποιους γιαλούς
σε ποιους βυθούς,
θεά μου.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΠΟΛΗ / Παντελής Μηχανικός


Πήραν την πόλη, πήραν την
μου πήρανε τα χέρια
πήραν και απ’ την Αγιά Σοφιά
τα δυο μου περιστέρια.

Ο αρχηγός τους
πρώτα πρώτα
κατούρησε μέσα στο δισκοπότηρο.

Είναι αυτός ο ίδιος θεομπαίχτης που προσευχήθηκε μετά
και κοινώνησε τους πιστούς του
από το κάτουρο του. Αυτοί
ήταν ο όχλος που γρίλλισε.

Κι οι ποιητές
μη έχοντας η καρδιά τους φωνή
χαϊδεύανε την κοιλιά
και το γουργουρητό
του χωριού τους.

Αλλά εγώ πίστευα σε σένα.
Εγώ πίστευα στην σπίθα
μέσα στην καρδιά του ποιητή.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή της φωτιάς.
Εγώ πιστεύω στον ποιητή που φωνάζει
στον ποιητή που κατεβαίνει στο καλντερίμι
στον ποιητή που μιλάει στα πλήθη.

-Πήραν την, πήραν την.
Κι ένα πουλί
Χλωμό πουλί
Μυρολογάει και λέει
«Θουκή μου, Ορέστη μου»
Ζήτησα σύμμαχο κι ήρθε η απάντηση:
«Κανείς». Και στράφηκε ο αντίλαλος
να τα σκεπάσει όλα μαύρα πέρα ως πέρα.
Και τότες

κατάμονος
μέσα στην απέραντη ερημιά
γονάτισα στη γη μου
και της ορκίστηκα ακόμη μια φορά:
«Εγώ θα πιστεύω».

Σήκωσα τα μάτια ψηλά
κι είδα τον Μαχαιρά να στέκει ακόμη γερά στα πόδια του
και ν’ ανεμίζει μια πυροκαμένη κορυφή.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

“Ονήσιλος” / Μηχανικός Παντελής



Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος

βγαλμένος απ’ την ιστορία και το θρύλο

ολοζώντανος.

 

Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός

κρατούσε στο χέρι ό,τι του ΄χε απομείνει:

ένα καύκαλο

―το δικό του κρανίο―

γεμάτο μέλισσες.

 

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος

να μας κεντρίσουν

να μας ξυπνήσουν

να μας φέρουν ένα μήνυμα.

 

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος

κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα

χωρίς τίποτα να νιώσουμε.

 

Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων

έφτασε στη Σαλαμίνα

φρύαξε ο Ονήσιλος.

Άλλο δεν άντεξε.

Άρπαξε το καύκαλό του

και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

 

Κ’ έγυρα νεκρός.

Άδοξος, άθλιος,

καταραμένος απ’ τον Ονήσιλο.