Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντωνίου Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντωνίου Ανδρέας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020

Andro I: Μύθοι και ιστορίες: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Αντωνίου (έτος 2019)

Περιγραφή

«Μια νύχτα ονειρεύτηκα κάτι που ’χα ξεχάσει
Το όνειρο το αλλιώτικο και το αλλοτινό
Ένα Φεγγάρι όμορφο στην πιο γλυκιά του χάση
Που το υμνούσα εκστατικός σαν ωδικό πτηνό
Κι ακόμη ονειρεύτηκα θάλασσες και πελάγη
Και ένα δάκρυ κρύσταλλο, διαμάντι καθαρό
Τα θαύματα που κάνανε του Ύνυς Μόνα οι μάγοι
Που τέτοια άλλα παρόμοια δεν έχω δει θαρρώ
Τα γαλανά τα μάτια της, τα κόκκινά της χείλη
Το δέρμα, την ανάσα της, το γέλιο, τη φωνή
Την ομορφιά της που ’τανε σαν σπάνιο κοχύλι
Που με γεννά και με πονά και με δολοφονεί
Μα όσο κι αν με κέντησε, όσο κι αν με σκοτώνει
Ακόμη κι αν τα μάτια της με κάνουν και πονώ
Είν’ η ματιά της βάλσαμο και πάλι με γλιτώνει
Από ’να θάνατο φριχτό κι ένα βαθύ κενό
Κι αν ήταν ένα όνειρο ισχνό και φευγαλέο
Που μιαν ανάσα κράτησε τώρα κι έχει χαθεί
Κι αν το θυμάμαι που και που και σιωπηλά το κλαίω
Πάλι μια νύχτα σαν αυτή, ξέρω θα ξαναρθεί»

**

H πικρή αλήθεια

Ο χρόνος επικίνδυνα άρχισε να περνά
Κι η κόρη, όπως όλοι μας, επήρε να γερνά
Και μόνο μία σκέψη στο νου της πια γυρνά
‘’Τι θ’ απογίνω’’

Ο ξυλοκόπος γέροντας τής έλεγε συχνά
‘’Εκείνος που αγάπησες δεν θα ‘ρθει πια ξανά!’’
Κι εκείνη του απάνταγε με λόγια ειλικρινά
‘’Δεν τον αφήνω’’

Μα όμως γίνεται η ζωή βαριά, πολύ βαριά
Κι η κάθε μέρα μοναξιάς πονά σαν μαχαιριά
Δεν άντεχε πια μόνη της χωρίς παρηγοριά
Και είπε ‘’φτάνει!

Είναι αβάσταχτο πολύ το βάσανο αυτό
Κι αφού να είμαστε μαζί δεν ήτανε γραφτό
Θα βρω ένα άλλο ν’ αγαπώ και να τον παντρευτώ
Κι ας μη μου κάνει’’

Και βρήκε κάποιον πλούσιο και όμορφο πολύ
Που ‘ταν από οικογένεια σπουδαία και καλή
Και μια αγάπη άρχισε αμφίβολη, δειλή
Μα ήταν κάτι

Μέρα στη μέρα έγινε η αγάπη δυνατή
Και [η] κοπέλα ξέχασε εκείνον τον ποιητή
Κι η μνήμη του ολότελα πια είχε ξεχαστεί
Σαν μια απάτη

Και η αγάπη ρίζωσε και έβγαλε κλαδιά
Σαν μια γερή και δυνατή, ψηλή βελανιδιά
Κι απέδωσε γλυκούς καρπούς, τρία μικρά παιδιά
Τρία αγόρια

Και η κοπέλα ένιωσε χαρά και θαλπωρή
Τον ποιητή σταμάτησε πια να τον καρτερεί
Και βρήκε αυτό που έψαχνε, κι ας πέρασαν καιροί
Μια παρηγόρια

Ανδρέας Αντωνίου (βιογραφικό σημείωμα)

Ο Ανδρέας Αντωνίου γεννήθηκε το 1988 στη Θεσσαλονίκη και μένει μόνιμα στη Λευκωσία. Είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τα επιστημονικά του ενδιαφέροντα είναι η Μεταφυσική, η Αισθητική και η Φιλοσοφία της Τέχνης. Παράλληλα ασχολείται με την συγγραφή. Έχει βραβευθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς κι έχει δημοσιεύσει ποιήματά του σε έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά. Η  ποιητική συλλογή "Τα Μάτια της Aelun" τιμήθηκε με το  Κρατικό Βραβείο Νέου Λογοτέχνη για το έτος 2016.

Ποιητικές Συλλογές:


  • "Το Φως και το Σκοτάδι" (Nova Atlantis, 2010, ebook), 
  • "Ο Ποιητής και το Φεγγάρι" (I-Write, 2012) και 
  • "Τα Ματια της Aelun" (Οδός Πανός, 2016),
  •  Andro I: Μύθοι και ιστορίες / Βακχικόν / 2019
Μυθιστόρημα:  


  • "Το Παρελθόν Ενός Συγγραφέα" (Εκδόσεις Πηγή, 2015).

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ποιητής και το Φεγγάρι: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Αντωνίου (απόσπασμα) εκδοθείσα το 2012


Στον Ουρανό ανέτειλες. Χωρίς σταματημό 
Σ’ ακολουθώ σε μαγικά και σε παρθένα μέρη 
Στην Κόκκινη Πόλη έκανα τον πρώτο μου σταθμό 
Το Γιβραλτάρ διέσχισα κι έφτασα στην Ταγγέρη



Εκεί πανάρχαιο γέροντα εγνώρισα σοφό 
Ανθρώπων διάβαζε ψυχές κι ότι ο νους χωράει 
Μου ‘πε, αφού με διάβασε ένα καημό κρυφό 
«Αυτό που ψάχνεις βρίσκεται στο Καραβάνσαράι»



Πήδησα στην καμήλα μου, που ‘χα απ’ τη Δαμασκό 
Και μια μαντήλα φόρεσα, που ‘χα για τυχερή μου 
Με κανταρέλλα και νερό γέμισα τον ασκό 
Και μες στη νύχτα κίνησα στα χάη της ερήμου



Μια αμμοθύελλα με πέτυχε στο Αχαγκάρ σφοδρή 
Κι εγώ θαμμένος βρέθηκα κάτω από αμμολόφους 
Το φως των αστεριών και μια Σελήνη αμυδρή 
Μόνη είχα παρηγοριά, πιστούς πολύ συντρόφους



Θαμμένος έμεινα κι αναίσθητος καιρό πάρα πολύ 
Με βρήκαν και μ’ ανέσυραν έμποροι Βεδουίνοι 
Σ’ ένα Σουλτάνου βρέθηκα σαν δούλος την αυλή 
Μου λέει: «Δεν πιάνεις και πολλά, αλλά κομμάτια ας γίνει»



Εκεί μυστήρια έμαθα και κόλπα μαγικά 
Από τον Χουσεΐν Εφέντ πίνοντας ναργιλέδες 
Και πως φεγγάρια κρύβονται τα πιο μελαγχολικά 
Πίσω από βελούδινους και μαύρους φερετζέδες



Ελεύθερο με άφησε απ’ την καλή του την ψυχή 
Και για το ταξίδι μου ‘δωσε τα πιο καλά γαϊδούρια 
Κάπου στο δρόμο πιάστηκε στ’ αυτί μου ν’ αντηχεί 
Ήχος σαγηνευτικός από ούτια και σαντούρια



Στου Αλ-Φαγιούμ του φεγγαριού έπεσα τη γιορτή 
Που εμπορεύματα είχανε απ’ τις Ανδαλουσίες 
Μα δεν μπορώ τις σκέψεις μου να βάλω σε χαρτί 
Σε έκσταση ως έπεφτα από παράξενες ουσίες



Την Badra γνώρισα εκεί, που μ’ αρεσε πολύ 
Μα είν’ η εικόνα της θολή απ’ τις αναθυμιάσεις 
Θυμάμαι που μ’ αποχαιρέτησε μ’ ενα γλυκό φιλί 
«Στο Καραβανσαράι ο στόχος σου να φτάσεις»



Συνέχισα το ψάξιμο στο όρος του Σινά 
Και πέρασα τα ορμητικά νερά του Ιορδάνη 
Χάθηκα στη Βηρυτό, μα βρέθηκα ξανά 
Μέχρι που βγήκα στο Ταρτούς, της Σύριας το λιμάνι



Μια νύχτα με πανσέληνο γνώρισα αυτή 
Ήταν αριστοκράτισσα, κόρη ενός μονάρχη 
Και με παιχνιδιάρικη φωνή μου είπε στο αυτί 
«Φίλε μου το Καραβάνσαράι δεν υπάρχει»



Το πρώτο πλοίο ναύλωσα που έκανε πανιά 
Κι όλη την νύχτα έκλαιγα κλεισμένος στο αμπάρι 
Τ’ αστέρια όλα σβήστηκαν μέσα στη σκοτεινιά 
Μαζί και η Σελήνη μου, το αλαργινό φεγγάρι



Χρόνια οι ώρες φάνηκαν μέσα από τους καημούς 
Που η καρδιά μου τόλμησε να σε λαχταρήσει 
Με αμανέ σου μίλαγα κι μ’ αναστεναγμούς 
Πόσο σε πόθησα πολύ μα τώρα έχεις δύσει.



Μετά από αιώνες κάθομαι σε κάμαρα κλειστή 
Δεν με ταράζει τίποτα, τίποτα δεν μετράει 
Κι αν δεν το βρήκα πουθενά, δεν έχω γελαστεί 
Τόσα φεγγάρια μου ‘δωσε το Καραβάνσαράι.

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ AELUN / Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Αντωνίου που εκδόθηκε το έτος 2016



Φυλακισμένος κάθομαι κι απ' τις πληγές μουγκρίζω
Μέρα και νύχτα φύλακες πενήντα με φυλούν
Και το Φεγγάρι κρύφτηκε στο σύννεφο το γκρίζο
Μ' αυτή την ώρα αναπολώ τα μάτια της Aelun
[...]






σχετικά με τη συλλογή μπορείτε να διαβάσετε και εδώ: http://www.kulturosupa.gr/art-book/-aelundia-vasame--17068/

Δεύτερος Ακταίων / Αντωνίου Ανδρέας


Ανέτειλε η Πανσέληνος και ξύπνησε ο Μύθος
Εικόνες από μια παλιά κι αθώα εποχή
Σαν βέλη οι ακτίδες της σου μάτωσαν το στήθος
Το αίμα στάζει πάνω σου και πέφτει σαν βροχή
Πόθησες να βγεις ξανά στο δάσος για κυνήγι
Να γίνεις – έστω μια βραδιά – πάλι ένα με τη γη
Σου έγινε η ζωή θηλιά – σε σφίγγει και σε πνίγει
Και γίνεται αγιάτρευτη πληγή που αιμορραγεί
Τρέχεις τρελός κι ελεύθερος μέσα απ’ τα λαγκάδια
Κάτι περίεργο σε κινεί, μια άγνωστη ορμή
Πηδάς μια δω και μια εκεί μαζί με τα ζαρκάδια
Και μοιάζουν πως χορεύουνε τριγύρω σου οι κορμοί
Το κυνηγάς αδιάκοπα, και με βροχή, με χιόνι
Ψάχνεις να βρεις εδώ κι εκεί κάποιες πατημασιές
Κι όσο το κυνηγάς αυτό γυρνά και σε στοιχειώνει
Ξέρεις, σε παρακολουθεί πίσω απ’ τις φυλλωσιές
Το χάνεις απ’ τα μάτια σου μέσα στην καταιγίδα
Η τύχη σε εγκατέλειψε, τ’ Όνειρο σε μισεί
Ο κυνηγός την πάτησε κι έπεσε σε παγίδα
Ήσουνα το θήραμα απ’ την αρχή εσύ
Και πάλι η Πανσέληνος φωτίζει κι ανατέλλει
Ματώνεις στις ακτίδες της, αλλά και πού να πας;
Σαν δεύτερος Ακταίωνας κατάλαβες εντέλει
Πως σε σκοτώνει πάντοτε εκείνο που αγαπάς

Το Κορίτσι του Λεωφορείου / Ανδρέας Αντωνίου


Μια νύχτα χειμωνιάτικη και βροχερή και κρύα
Με το αστικό πηγαίνοντας στο σπίτι μου γραμμή
Σε είδα που κοιμόσουνα πίσω στην γαλαρία
Κοιμόσουνα και έβηχες σ’ όλη τη διαδρομή
Τα δάκτυλά σου τα λεπτά, κατάλευκα σαν χιόνι
Με το μαλλί ατημέλητο κι ανταύγεια καστανή
Τρέμεις λες και ολόκληρο το σώμα σου παγώνει
Κουρνιάζεις και ζεσταίνεσαι από τη μηχανή
Καθόμουνα και κοίταζα το εύθραυστο κορμί σου
Που έμοιαζε με ζωγραφιά επάνω σε γυαλί
Και μόνος μου ψιθύριζα: «Μες στην γωνιά κοιμήσου
Κοιμήσου και να ονειρευτείς τι θέλεις πιο πολύ»
Ξύπνησες και με κοίταξες βουβά κι απορρημένα
Σαν να ‘μοιαζε το βλέμμα σου να χάνεται αλλού
Πόσα ζαφείρια βρίσκονται στα μάτια σου κρυμμένα
Και λάμπουν σαν χρυσόσκονη στο κύμα του γιαλού;
Ώρα πολλή σε κοίταζα και έχασα την στάση
Κατέβηκα τρεκλίζοντας τρεις στάσεις παρακεί
Μούσκεμα ως το κόκκαλο στο σπίτι είχα φτάσει
Ήταν μια νύχτα βροχερή, κρύα κι ιδανική

Τετάρτη 18 Απριλίου 2018

Νύφη από Πορσελάνη / Αντωνίου Ανδρέας



Θυμάμαι πως στον γάμο σου είχες φορέσει κρίνα
Και δύο τριαντάφυλλα σου στόλιζαν τις μπούκλες
Σαν στολισμένη έμοιαζες και γιορτινή βιτρίνα
Σαν κάτι πορσελάνινες, του Armand Marseille κούκλες

Το νυφικό σου που ‘τανε το πιο απαλό μετάξι
Και που για σένα ειδικά το είχανε υφάνει
Σαν πεταλούδα έμοιαζες, έτοιμη να πετάξει
Που χρόνια πια την καρτερώ κι ακόμη δεν εφάνη

Πόσο μου γέλαγες γλυκά επάνω στο περβάζι
Καθώς κρυβόσουνα δειλά πίσω από την κουρτίνα
Τις θάλασσες στα μάτια σου, τώρα ποιος τις διαβάζει;
Και ποια λευκή στο δέρμα σου κοιμάται ηλιακτίνα;

Μαζί με τους υπόλοιπους σου ‘χα πετάξει ρύζι
Μετά «Βίον Ανθόσπαρτον» σου ευχήθηκα θλιμμένα
Χωρίς εσένα σταματά ο κόσμος να γυρίζει
Χωρίς εσένα μοιάζουνε τα πάντα διαλυμένα

Κι ό,τι σου έγραψα ήτανε μ’αίμα και με μελάνι
Και δεν το σβήνει ο καιρός, η λήθη, το σφουγγάρι
Νύφη γλυκιά κι απόμακρη, σαν από πορσελάνη
Πανέμορφη κι απόκοσμη, σχεδόν σαν το Φεγγάρι

Καθωσπρεπισμός / Αντωνίου Ανδρέας

Θα γράψω ένα ποίημα να είναι καθώς πρέπει
Μπας και με δημοσιεύσουνε μες στα περιοδικά
Να χαίρεται ο γέρος ποιητής που θα το βλέπει
Μήπως και πει καμιά καλή κουβέντα ειδικά
Θα γράψω ένα ποίημα μικρό, συμπυκνωμένο
Όπως το κάνουν όλοι τους: νεοελληνικά
Θα το φισκάρω νόημα και θα ‘ναι ενωμένο
Μ’ αναφορές και με στοιχεία διακειμενικά
«Θα γράψω ένα ποίημα!» θα βγω να ντελαλήσω
Ως κάνουν οι μανάβηδες για τα λαχανικά
Μήπως κανένα αντίτυπο μπορέσω να πουλήσω
Αφού οι αναγνώστες μας γράφουν κανονικά