Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χασάπης Χριστάκης (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χασάπης Χριστάκης (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

[Μα κρατεί με μια ορπίδα] / Χασάπης Χριστάκης

Μα κρατεί με μια ορπίδα, ως τον λυτρωμό να ζήσω,
ώσπου νάρτετε παιδκιά μου… στράφου πίσω να τους πεις
πως σας έχω για οπνάν μου τζι’ έττεν να με γονατίσουν
όσα βάρη με φορτώσουν, όσοι γρόνοι τζι’ αν δκιαβούν
οι Αττίλες μες τες ρίζες της καρκιάς μου έν θα ντζιήσουν
γιατί τούτες εν δικές σας τζι’ έν οι ρίζες που μετρούν.

Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Ακούρσευτες Καρκιές (απόσπασμα) / Χασάπης Χριστάκης

  

Θέλω νερόν του τόπου μου να πιω να ξιδιψάσω
τζι’ έναν κλωνίν ας εν ξερόν που κάτω του να πνάσω
μιαν πέτραν του προσσιέφαλον τζιαι μιαν πορκάν παλλούρες
να ππέφτω τζι’ ας μου σσιήζουσιν την πέτσαν λούρες λούρες.

Θέλω να δω ώσπου λαχτώ, τζι’ ο νους ώσπου κραθκιέται
της νύχτας το φεγγάριν του την ώραν που γεννιέται
άνενοιας να χασμουρηθώ τζιαι να ποτατσαρώσω
να τζιυλιστώ στο χώμαν του τη γην να νεκατώσω.

Να μυριστώ την άγνην της μιαν καλυφούν να στήσω
σκαμνιά αναδριτζιέτινα τζιαι τάβλαν ν’ αρκινήσω
τζι’ ας εύρω χαλαμαντουρκές, τζι’ ας έν ούλλα χαλάστρα
κανεί με τζαι ο νήλιος της, του ουρανού της τ’ άστρα.

Στην προσφυγιάν εστέρκωσα, σε σιέρισσα χωράφκια
όι κοντά σου μάνα μου να μεν κάμω παλάθκια,
στην ράσιην του χωμάτου σου πον’ οι παθκιές μου πάνω!
εν κάτι το αφύσικον μακρά σου να πεθάνω.

Στο θέλω κάμνω θέλησιν, στο θέλω δυναμώννω
δρατζιάζω με την σκέψιν σου, τζιαι στον Θεόν μας μώννω,
μέραν καλή να μεν γευτώ τζιαι στο λαμπρόν να δώσω
λουμένος του κριμάτου σου αν μεν σε λευτερώσω.

[Έθελα να ‘μαι στο ντουνιάν] / Χασάπης Χριστάκης

Έθελα να ‘μαι στο ντουνιάν ο πρώτος μες τους πρώτους
ας εν τζιαι δεύτερος Θεός στη γη για τους αδρώπους.
Τη δύναμη του Ηρακλή, την ομορκιάν του Πάρη
ατέλειωτην υπομονήν, γινάτιν του καμήλου,
του Οδυσσέα πονηρκάν, να μεν μου λείπει χάρη,
φωνήν γλυτζιάν σειρηνωτήν, κλώσμα τ’ ανεμομύλου.
Τούτα αν τα ‘χα στην ζωήν εν είσιεν να γυρτίζω
με θάνατον τζι’ ούτ’ έρωταν να μεν ηττανατίζω.
Μ’ αφού στα σιέρκα τσιάττισεν ο Πλάστης μου να πιάσει
Τουν’ το καλούπιν το ζαόν τζιαι να με καλουπιάσει
π’ αντίς την γνώσιν τζιαι το φως έδωκεν μου στραβάραν,
 ήνταν να κάμ’ ο γέρημος;  Ρίβκω το στην πελλάραν.»