Θέλω νερόν του τόπου μου να πιω να ξιδιψάσω
τζι’ έναν κλωνίν ας εν ξερόν που κάτω του να
πνάσω
μιαν πέτραν του προσσιέφαλον τζιαι μιαν
πορκάν παλλούρες
να ππέφτω τζι’ ας μου σσιήζουσιν την πέτσαν
λούρες λούρες.
Θέλω να δω ώσπου λαχτώ, τζι’ ο νους ώσπου
κραθκιέται
της νύχτας το φεγγάριν του την ώραν που
γεννιέται
άνενοιας να χασμουρηθώ τζιαι να ποτατσαρώσω
να τζιυλιστώ στο χώμαν του τη γην να
νεκατώσω.
Να μυριστώ την άγνην της μιαν καλυφούν να
στήσω
σκαμνιά αναδριτζιέτινα τζιαι τάβλαν ν’
αρκινήσω
τζι’ ας εύρω χαλαμαντουρκές, τζι’ ας έν ούλλα
χαλάστρα
κανεί με τζαι ο νήλιος της, του ουρανού της
τ’ άστρα.
Στην προσφυγιάν εστέρκωσα, σε σιέρισσα
χωράφκια
όι κοντά σου μάνα μου να μεν κάμω παλάθκια,
στην ράσιην του χωμάτου σου πον’ οι παθκιές
μου πάνω!
εν κάτι το αφύσικον μακρά σου να πεθάνω.
Στο θέλω κάμνω θέλησιν, στο θέλω δυναμώννω
δρατζιάζω με την σκέψιν σου, τζιαι στον Θεόν
μας μώννω,
μέραν καλή να μεν γευτώ τζιαι στο λαμπρόν να
δώσω
λουμένος του κριμάτου σου αν μεν σε
λευτερώσω.