Έθελα να ‘μαι στο ντουνιάν ο πρώτος μες τους
πρώτους
ας εν τζιαι δεύτερος Θεός στη γη για τους
αδρώπους.
Τη δύναμη του Ηρακλή, την ομορκιάν του Πάρη
ατέλειωτην υπομονήν, γινάτιν του καμήλου,
του Οδυσσέα πονηρκάν, να μεν μου λείπει χάρη,
φωνήν γλυτζιάν σειρηνωτήν, κλώσμα τ’
ανεμομύλου.
Τούτα αν τα ‘χα στην ζωήν εν είσιεν να
γυρτίζω
με θάνατον τζι’ ούτ’ έρωταν να μεν
ηττανατίζω.
Μ’ αφού στα σιέρκα τσιάττισεν ο Πλάστης μου
να πιάσει
Τουν’ το καλούπιν το ζαόν τζιαι να με
καλουπιάσει
π’ αντίς την γνώσιν τζιαι το φως έδωκεν μου
στραβάραν,
ήνταν
να κάμ’ ο γέρημος; Ρίβκω το στην
πελλάραν.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου