Αληθινή ιστορία
Σε κάποιες χώρες πιο παλιά κι αυτό είναι αλήθεια,
σαν οι γονείς γερνούσανε δεν είχανε βοήθεια.
Τους παίρνανε σ’ έναν γκρεμό και κάτω τους πετούσαν,
σαν βάρος τους εβλέπανε όταν αυτοί γερνούσαν.
Ένας πατέρας μια φορά αδύναμος και γέρος,
ζούσε με τα βλαστάρια του στο ίδιο μέσα μέρος!
Κι αφού πλέον δεν πρόσφερε και είχε πια λυγίσει,
ο γιός του αποφάσισε πως δεν πρέπει να ζήσει!
Με το εγγόνι το μικρό στον γάιδαρο καθίσαν,
μ’ ένα καλάθι να κρατά ο γέρος, προχωρήσαν!
Μες στο καλάθι ο παππούς σε λίγο θα καθήσει,
να πέσει από τα ψηλά ο γιός θα τον αφήσει.
Πατέρα, είπ’ ο εγγονός, σαν φτάσουμε στο μέρος,
το καλαθάκι φύλαξε για σε που θα ‘σαι γέρος!
Που να βρω χρόνο να γυρνώ καλάθι για να ψάξω;
Να το ‘χω θέλω έτοιμο ευθύς να σε πετάξω!
Και ο πατέρας πάγωσε, σταμάτησ’ η καρδιά του,
απλά το αντιλήφθηκε πως έρχετ’ η σειρά του!
Σε ένα δευτερόλεπτο αλλιώς όλα τα είδε,
αγκάλιασε τον γέρο του και σπίτι του τον πήγε!
Όπως φερθείς θα σου φερθούν, θα πάρεις ό,τι δώσεις,
Αν φέρεσαι μ’ απανθρωπιά, κι εσύ δεν θα γλυτώσεις!
Αχ έρωτα
Είναι γλυκό να σ’ αγαπούν, μα και να σου το λένε,
για σένανε να καίγονται, να λιώνουν, να τρελαίνονται, για πάρτη σου να κλαίνε!
Η αγάπη σου χαμογελά και σου γλυκομιλάει,
παράξενα αισθάνεσαι στο πάθος της πια χάνεσαι καθώς σε ακουμπάει!
Ο έρωτας γλυκοκοιτά, η έλξη ψιθυρίζει,
αρχίζουν τα μηνύματα τα ερωτικά ποιήματα κι ο πόθος σε αγγίζει!
Σαν πούπουλο στον άνεμο σε παίρνει και σε φέρνει,
αχ έρωτας παράφορος καθόλου
Αδιάφορος στα πόδια τους σε σέρνει!