Ένας παππούλης κάποτε ογδονταπέντε χρόνων,
δεν είχε άλλον στη ζωή μία γυναίκα μόνο!
δεν είχε άλλον στη ζωή μία γυναίκα μόνο!
Κι αυτή ήτανε άρρωστη σ' ένα γηροκομείο
κι ο σύζυγος της δίπλα της σε ζέστη και σε κρύο!
κι ο σύζυγος της δίπλα της σε ζέστη και σε κρύο!
Αλτσχάιμερ η νόσος της, την κεφαλή κουνούσε
δεν σε γνωρίζω του' λεγε ποιος είμαι σαν ρωτούσε!
δεν σε γνωρίζω του' λεγε ποιος είμαι σαν ρωτούσε!
Μα ο παππούλης σταθερός έτρεχε για να πάει
για να την δει, να την χαρεί, μαζί της για να φάει!
για να την δει, να την χαρεί, μαζί της για να φάει!
Μια μέρα τον ερώτησε η μία νοσοκόμα
σαν ήταν στο δωμάτιο και έφτιαχνε το στρώμα!
σαν ήταν στο δωμάτιο και έφτιαχνε το στρώμα!
Εσύ πηγαινοέρχεσαι σε κρύο και σε χιόνια
είσαι εδώ ολομερής πέντε και βάλε χρόνια!
είσαι εδώ ολομερής πέντε και βάλε χρόνια!
Γιατί κουράζεσαι παππού; Αυτό δεν σε τσακίζει;
Αφού ποιος είσαι δεν ξέρει, αφού δεν σε γνωρίζει!
Αφού ποιος είσαι δεν ξέρει, αφού δεν σε γνωρίζει!
Κι αυτός της χαμογέλασε, της λέει δεν λυγίζω..
Δεν με γνωρίζει όπως λες μα ' γω την εγνωρίζω!
Δεν με γνωρίζει όπως λες μα ' γω την εγνωρίζω!
Αν αγαπάς θ' αποδειχθεί, αν αγαπάς θ' αντέξεις
ότι κι αν έρθει στη ζωή στο ταίρι σου θα τρέξεις!
ότι κι αν έρθει στη ζωή στο ταίρι σου θα τρέξεις!
Είν' η αγάπη φοβερή νικά την κάθ' αρρώστια
νικάει μνήμες και δεινά έχει στ' αλήθεια κότσια!
νικάει μνήμες και δεινά έχει στ' αλήθεια κότσια!
Χριστοδούλου Θάλεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου