Θε ν’ αρχινήσω σιγανά δια να τραγουδήσω,
του Γιαλλουρκού τα πάθη του να σας τα ιστορήσω.
Όπως είναι ο ουρανός με τα άστρα στολισμένος
και το Γιαλλούρην έτσι ήτο εις τον κόσμον ξακουσμένος.
Τόσον που ακούστηκεν εις όλην την οικουμένην,
μα την ζωήν του είχεν την πάντα ’ποφασισμένην.
...
Όταν τον επερνούσασιν από την Λευκωσίαν
δεν εχώρεν η αγορά που την πολλοκοσμίαν.
Πολλοί τον ελυπήθησαν γιατ’ είχεν νοστιμάδες,
μαζεύθη κόσμος άμετρος, άνω τες δυο χιλιάδες.
...
Πολλά τον ελυπήθηκα, έρχεται μου να κλάψω,
τρία μερόνυκτα ’καμα την λύπην του να γράψω.
Είχεν αγγελικόν κορμί, πολλοί τον επαινούσιν,
ποτέ μου δεν τον ήξευρα, άλλοι μου το λαλούσιν.