Άγιε μου Γεώργιε που σκότωες θηρία
και η μορ΄φη σου έμεινε πας την φωτογραφία.
Ένα θηρίον έχουμε και μας κατασπαράζει
δώστε μας τη βοήθεια όλη η γη φωνάζει.
Καθημερινά την πόρτα μας χτυπά ένα θηρίο
και με αχορταγία μασά με τ΄ όνομα καρκίνος.
Μέσα από τα σπλάχνα μας τρυπώνεις και δεν βγαίνεις
και νικητής μας γίνεσαι πάλι τα καταφέρνεις.
Μπαίνεις σε πλούσιους, φτωχούς χωρίς ν΄ αντιληφτούμεν
το γαίμαν τζιαι τη σάρκα μας κάμνεις να τα ληφτούμεν.
Καταραμένο έχωσε σε ξιλημό να φτάσεις
πριχού παιθκιά τζι΄ αγγόνια μας να τα καταδικάσεις.
Είσαι πολλά ανόητος, που τα μωρά τι θέλεις
τζιαι τρώεις τζιειν΄ τα σπλάχνα τους τα καταδυναστεύεις
Πρέπει σου χτύπημαν πολλήν να σε εξαφανίσουν
να πιάσουν που την τζιεφαλήν που εν η δύναμή σου.
Πόσους εμαυροφόρησες πολλούς που εν μετρούνται
τζιαι κλαίουν τζιαί μυρολογούν στα στήθκια τους χτυπιούνται.
Στα σπίθκια αφήνεις ορφανά, τζιαι χήρες τζιαι σιηράτους
Θεέ μου πόσον φταίσαμεν τζιαι στέλλεις μας θανάτους.
Ουδείς εν αναμάρτητος,μόνον εσύ θεέ μου
κλώτσησε τουν το σατανά τζιαι πέψε τον τ΄ ανέμου.