Τι παράξενη μαλακή μέντα, που ’ναι
η ψυχή της, φυσάει αέρας και μπαίνουν
τρένα, κλαίνε μικρά παιδιά κι ανοίγουν
πηγάδια, αρχίζει τα παράπονα η μάνα
κι ανοίγουν ενέδρες, τα ροζ κυνηγά
ο πατέρας τα παράσιτα τρωκτικά
είναι σιωπηλή περπατά
στο σπίτι και σηκώνει
τις πέτρες υποψιάζεται
το άρωμα ενός σάπιου ποντικού ποια η διαφορά
ανάμεσα σε φόβο και τη στάση ενός
εμβρύου, φόβο και
την ασκημένη ακοή των μικρών ζώων;