Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης
Πεταμένος στο κατάστρωμα ενός σαπιοκάραβου,
που παλεύει με τα κύματα της θάλασσας
που σαν αγρίμι που γλυκοκοιτάζει το θήραμά του
ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον σε μια
κοινωνία
που δεν τον αγαπά, γιατί ξέχασε τη δικιά της
ξενιτιά,
και δακτυλοδεικτούμενος θα παίζει το κεφάλι
του
κορώνα – γράμματα
για ένα κομμάτι ψωμί
με μόνη συντροφιά τα ποντίκια σε μια
λιγδιασμένη κάμαρα,
ποντίκια, που θα καραδοκούν να αποκοιμηθεί για
να τον
φάνε
κι αυτός λαγοκοιμισμένος θα προσεύχεται σ’ ένα
Θεό
που τον ξέχασε…
Εκεί στο κατάστρωμα του σαπιοκάραβου,
«Ελπίς» το όνομά του... Τι ειρωνεία,
να κρατά το σύντροφο της περιπέτειας, νέο,
λαμπρό και με
πτυχία·
μισοτρελαμένος ή ολοφοβισμένος;
Θέλει να πηδήξει στην θάλασσα, βλέπει τη νεκρή
του μάνα
με ανοιχτές τις αγκάλες να τον φωνάζει...
Πεθύμησε το χάδι της
Ήρωας κι αυτός, οσιομάρτυρας, άφησε πίσω του
πατέρα,
αδέλφια, γυναίκα, παιδιά,
για το άγνωστο...
Δεν μπορεί ακούσει τίποτα
μόνο το κλάμα των πεινασμένων του παιδιών σαν
βουητό
τον τρυπά…