Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαφειρίου Λεύκιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζαφειρίου Λεύκιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2022

Κυπριότικο β΄ / Ζαφειρίου Λεύκιος


Είσαι μέσα μου
τρυφερό κλωνάρι
ραγισμένο γυαλί
που κινδυυνεύει να θρυμματιστεί
λευκό γιασεμί στο σκοτάδι
τραγούδι πράσινο και γαλάζιο
σε δίσκο χωρίς στροφές
στο γραμμόφωνο του τρόμου.
Είσαι μέσα μου χωραφάκι
που τ’ανοίγουν τα σπλάχνα κομπρεσέρ
το παραγεμίζουν μπετόν και ραντάρ
ύστερα ανεβαίνουν το δέρμα σου
μεταλλικά πτηνά της τεχνολογίας
κι όλα μακραίνει η εκατόφυλλή άνοιξη
σκύβεις το κεφάλι
όπως ελάφι λαβωμένο
κάτω α’ το φως του ήλιου
κι όλα μακραίνει η εκατόφυλλη άνοιξη
νησί μου.
( «Ο μιγάδας άγγελος», Λευκωσία 1980)

Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2022

Ζαφειρίου Λεύκιος (βιογραφία)

Ο Λεύκιος Ζαφειρίου γεννήθηκε το Νοέμβριο του 1948 στη Λάρνακα και απεβίωσε στις  19 Φεβρουαρίου του 2022. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο ΑθηνώνΓιος της ποιήτριας Νεφέλης (Μαρούλας Γεωργιάδου- Ζαφείρη, 1925-1957) και αδελφός των επίσης ποιητών Μιχάλη Ζαφείρη και Φρόσως Κολοσσιάτου
Επιμελήθηκε την "Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης" (Αθήνα 1985). Ποιήματα, κείμενα και μελέτες για τη λογοτεχνία δημοσίευσε σε πολλά περιοδικά, συλλογικές εκδόσεις, πρακτικά συνεδρίων. Μετείχε στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού "Σημείο" (Λευκωσία 1992-1999), καθώς και στην έκδοση των λογοτεχνικών περιοδικών "Ακτή" και "Ύλαντρον".


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:

Ποιήματα (Κούρος, 1975, 1977)
Σχεδόν μηδίζοντες (ποιήματα, Τα τετράδια του Ρήγα, 1977, 1981)
Απομαγνητοφώνηση (ποιήματα, 1978)
Ο μιγάδας άγγελος (ποιήματα, 1980)
Η θλίψη τον απογεύματος (ποιήματα, Μεταίχμιο, 2007)
Ποιήματα 1965-2010 (Γαβριηλίδης, 2011)
Οι συμμορίτες (νουβέλα, 1983, β’ έκδοση, Γαβριηλίδης, 2009)
Η νεότερη κυπριακή λογοτεχνία. Γραμματολογικό σχεδίασμα (μελέτη, 1991)
Ανδρέας Κάλβος, Ελπίς πατρίδος (ΟΕΛΜΕΚ – ΣΕΚΦ, Λευκωσία 2004)
Ο βίος και το έργο του Ανδρέα Κάλβου (1792-1869) (μελέτη, Μεταίχμιο, 2006)
Χρονολόγιο Διονυσίου Σολωμού (ΣΕΚΦ, Λευκωσία, 2007, 2008)
Κυπριακό Χρονολόγιο (10.000 π.Χ.-2008 μ. Χ.) (ΓΤΠ, Λευκωσία, 2008)
Μ ευλάβεια και με λύπη (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2013)

Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

ΣΧΕΔΟΝ ΜΗΔΙΖΟΝΤΕΣ: Ποιητική Συλλογή του Λεύκιου Ζαφειρίου που εκδόθηκε το έτος 1977

 




ΛΕΥΚΩΣΙΑ

Λευκωσία!
ο Μακρύδρομος δεν βγάζει
πια πουθενά
πίσω απ’ τις βιτρίνες των μαγαζιών σου
αιωρούνται πύργοι σιωπής.
Δεν σε παίρνει ο ύπνος
κι όπως γυρίζεις απ’ την άλλη μεριά
για να κοιμηθείς
ακουμπάει το πρόσωπο σου
το πρόσωπο της προδοσίας.
Λευκωσία! Λευκωσία!
είναι φοβερό, το ξέρουμε
που τρέμεις απ’ την ανάμνηση αυτή
γιατί τρυπάει τα κόκαλα τα νεύρα.

**

ΣΧΕΔΟΝ ΜΗΔΙΖΟΝΤΕΣ

Στον Δώρο Λοΐζου
Κραυγή του Δώρου
κραυγή της πατρίδας
περιτυλιγμένη το χρέος
την οργή περιτυλιγμένη
αρχίσαμε να μπασταρδεύουμε
το νόημά σου.
Κι εκφυλιζόμαστε υποχωρούμε…
Ένοχοι σχεδόν μηδίζοντες
ζεσταινόμαστε πλάι σε μια ηλεκτρική θερμάστρα.

***

ΚΥΠΡΟΣ 1977

Η Κύπρος
λαχανιασμένη πνοή
κάτω απ’ το νυστέρι
του πιο σιχαμερού χειρουργείου
κι ο λαός της εκτεθειμένος
στο λεπίδι των τραστ.
Υπερπόντιοι στόλοι
βολτάρουν στη θάλασσα
κι ο Πενταδάκτυλος
μ’ ένα στραβό σκουφί σύννεφο
κατεβαίνει ξεθεωμένος τις νύχτες
στους δρόμους της Λευκωσίας.
Φτάνει πια μασημένες κουβέντες
ρουφιανιές και τα τέτοια.

****

Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ

Έτσι καθώς ξεπηδούν
στις πλαγιές μια μια
οι άσπρες σημαδούρες της άνοιξης
η σεπτή σου μορφή
προβάλλει
περιχυμένη φως ιλαρό,
προτομή με δυο δάκρυα
πεταλούδας στα μάτια
απ’ τα δακρυγόνα
του χρόνου.
Μάρτης 1977

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΟΛΕΙΣ ΜΕ ΧΙΟΝΙ / Λεύκιος Ζαφειρίου



Κοιτάζεις διαρκώς το πρόσωπό της
περνούν εικόνες μιας άλλης εποχής ασπρόμαυρες
σε τρένα και σταθμούς
πόλεις με χιόνι με κρύο και καμινάδες στην ομίχλη
οι προβολείς καθώς πέφτουν στο πρόσωπό της
σ’ αφήνουν έκθετο στο φως και συ κοιτάς το χειμωνιάτικο παλτό
με το ’να χέρι στην αριστερή τσέπη
τα μάτια τριγωνικές σχισμές και βαθυγάλανα
στους δρόμους γύρω ένας αγέρας της σηκώνει τα μαλλιά
τα σιάχνει με τ’ άλλο χέρι καθώς φυσάει μεσ’ στη νύχτα
όπως τότε στο επαρχιακό ξενοδοχείο με τα σπασμένα παράθυρα
ήταν χειμώνας πάλι κι ο τυφλός υπάλληλος ρωτούσε τι ώρα είναι
την κοιτούσες χρόνια αδέξιος κι ερασιτέχνης του έρωτα
στα μάγουλα στα φρύδια στο λαιμό κι ύστερα έφευγες
στις μύτες των ποδιών
ό,τι μένει απ’ τη μορφή της
λύπη του έρωτα
μέσα στη νύχτα η ομορφιά της


Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

Ο πενταδάκτυλος / Ζαφειρίου Λεύκιος

Ο Πενταδάκτυλος αναπνέει 
στο δικό μου ρυθμό
έγινε ένα με τους δικούς μου παλμούς 
ανακατεύτηκε μέσα μου
και δεν μπορείς να ξεχωρίσεις 
τον Πενταδάκτυλο απ΄ τον εαυτό μου 
το αίμα του απ΄ το δικό μου.
Κι έτσι συμπορευόμαστε συνυπάρχουμε 
ο Πενταδάκτυλος το βουνό 
κι εγώ ο άνθρωπος. 


σχεδόν μηδενίζοντες 1977

Ποιήματα (1975) (απόσπασμα) / Ζαφειρίου Λεύκιος

του Ζαφειρίου Λεύκιου 

Η ΠΟΙΗΣΗ
Η ποίηση είναι ένας κήπος
γεμάτος πουλιά,
τραγουδάει τον έρωτα
τον Μιχάλη την Άννα.
Η ποίηση είναι το σπίτι
που χωράει μέσα όλο τον κόσμο.
Μα όταν η ελευθερία χάνεται
η ποίηση γίνεται
σπαθί και ντουφέκι.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις
δώσε τους μια όποια σημασία
κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι
με μια δική σου τάξη μέσα μου.
Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω
την ελευθερία ελευθερία
τον φόνο φόνο
την ενοχή ενοχή
μ’ ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει
στον τοίχο τ όνομά του
με τα νύχια.
ΕΔΩ ΠΟΥ ΦΤΙΑΧΝΑΜΕ
Εδώ που φτιάχναμε τους χαρταετούς
και παίζαμε κρυφτούλι
Εδώ που ακινητούν τα δυο κομμένα χέρια
αναζητώντας τον επίμονο άνεμο
το πνιγμένο περπάτημα του μικρού παιδιού.
Εδώ που τελειώνουν τα ταξίδια των καραβιών
πάνω στη λευκή άμμο της αποδημίας
των νεκρών με το μαντήλι της άνοιξης.
Εδώ που θρυμμάτισε τα όνειρά της
η απουσία των ανθρώπων,
θα έρθει η ώρα της αναχώρησης.

Απομαγνητοφώνηση (1978) Τέσσερα ποιήματα / Ζαφειρίου Λεύκιος

ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΝΟΗ
Πέρασα μέσα από μια κόλαση φωτιάς
τα μετρό δεν έχουν φτάσει στη χώρα μου
κι έτσι μου είναι δύσκολο
να τραγουδώ χωρίς λόγο
κάποιος μέσα μου αποπατεί
ανθοδέσμες μουσικές προκαλεί
μιαν έκρηξη γέλιου
κι ύστερα φεύγει.
Αυτοί που έχτισαν τους καταυλισμούς
αποκοιμήθηκαν μέσα μου
τους κουβαλώ κάθε μέρα στη δουλειά
στον ύπνο στους απογευματινούς περιπάτους
στα εγκαίνια των εκθέσεων
στα σινεμά στις υπουργικές
εγκυκλίους στις συνεδριάσεις της βουλής
στις στήλες των εφημερίδων.
Αυτοί που έχτισαν τους καταυλισμούς
απομαγνητοφώνησαν και τη φωνή μου
τεμαχίζουν τα λόγια μου
κομμάτι κομμάτι μ’ αποσυνθέτουν
προσπαθώντας να πλαστογραφήσουν
και τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα ακόμη
ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ
Τρέχω πάνω απ’ τα κύματα
σύννεφο γλάρος και μπόιγκ
η θάλασσα μέσα μου γαλάζια
μουσική συμφωνία
κυλάει στις φλέβες μου
πλεούμενα κορνάρουν
και μαζούτ ρίχνονται
μέσα της μέσα μου
χωρίς σειρήνες και μέδουσες
η θάλασσα νάιλον πυρπολημένη
ανάμνηση κι ο Οδυσσέας
να βγάζει το παντελόνι του
και να πέφτει με μαγιό
τελευταίας μόδας στο κύμα.
ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΥΚΕΣ
Στο πίσω μέρος το ποτάμι
μαζί του κατέβαιναν
μικροί σκελετοί
επίδεσμοι σπασμένα κάδρα
της μητέρας και σαρείδια
που στοιβάζονταν σ’ ένα τούνελ
αέρινο – μέσα πετούσαν
βολβούς μουσικές ξεχασμένες
παλιά βιβλιάρια καταθέσεων
τσαλακωμένα απ’ την άσκοπη χρήση
τόσων χρόνων —
Ύστερα ανοίγουν τα παράθυρα
χορεύουν τα πράγματα στο φως
κι οι νέες γυναίκες απλώνουν
τα χέρια τους σε πουλιά
καθισμένα στις λεύκες
μια αδιόρατη κίνηση
σχεδόν καλπάζουσα μέσα στον χρόνο.
ΝΕΦΕΛΗ
Ποια μπόρα σ’ έχει ρίξει
μέσα μου
και χρόνο με τον χρόνο ριζώνεις
πιο βαθιά στην κάθε μου ίνα
στο κάθε αιμοσφαίριο μου-
τραγούδι δαιμονισμένο
ανάγλυφη πληγή η αφή σου
στροβιλιζόμενη σκέψη
επίμονα με καθηλώνει,
το πείσμα σου
κάθετος βράχος
που ρίχνεται μέσα στη θάλασσα
τα μάτια σου σε διαστολή
κάτω από κραδασμούς ηλεκτροσόκ
ενεδρεύουν αδυσώπητα
και θλιμμένα το σκοτάδι*
προσποιούμαι τον ανήξερο
ένας αδαής σαλτιμπάγκος
κι η διεισδυτικότητά σου
με ξαφνιάζει –
ουρλιάζω στην ανυποψίαστη αίσθηση
της απουσίας σου,
κάτω από αψίδες μιας άχρονης
ελευθερίας μετακινείσαι και
μετατοπίζεσαι μέσα μου κορίτσι
κάτω απ’ τις λεύκες αυλής
ερειπωμένου σπιτιού μεταλλάσσοντας
το σκοτάδι, σε φως
την οδύνη σε τραγούδι
κρατώντας τα χρόνια της εφηβείας σου
κάτω απ’ το χώμα
σε λήκυθο υπόγεια
να τρέχει το αίμα σου
στις φλέβες μου μέσα.

Βυρητός πολιορκημένη / Ζαφειρίου Λεύκιος





Δεν μπορείς να κοιμηθείς Βηρυτό

πέφτουν μπόμπες και σου τσακίζουν τα πλευρά

μυλόπετρες αλέθουν το πρόσωπό σου

ενώ μπουλούκια από μαμελούκους τουρί­στες

χαζεύουν τις οθόνες των τηλεοράσεων

όπου πίθηκοι διαφημιστές στοιβάζονται

με πετρελαιοκάπηλους —

πού είναι οι εθελοντές του ισπανικού εμφύ­λιου

όταν γρανιτένια σκυλιά ουρλιάζουν

και κανένα τραγούδι δεν αντηχεί

ενώ προϊστορικές μούμιες κατά εκατομμύ­ρια

παίρνουν το μπρέκφαστ τους

σε πολυτελή ξενοδοχεία

δίπλα σε παραδεισένιες πλαζ —

Βηρυτός πολιορκημένη

Βηρυτός απομεινάρι θαυμαστό ερμιάς και μεγαλείου

Βηρυτός της μοναξιάς του Αρη Βελουχιώτη

και της χαμένης επανάστασης

μόνη κατάμονη δέχεσαι το θάνατο

την πείνα τη δίψα τους σκοτωμούς

Βηρυτό δεν έχεις άλλα νοσοκομεία

για τα ακρωτηριασμένα παιδιά σου

και τους πληγωμένους αρχάγγελους

της ελευθερίας

Βηρυτό η Παλαιστίνη αναπνέει μαζί σου

έρχονται βρυκόλακες από το Αουσβιτς

και επιθεωρούν τη μαζική πειθαρχία

χωρίς όνειρα

ενώ στην Αγιάναπα δέκα χιλιάδες τουρί­στες

επιβλέπουν τον αργό θάνατο σου

τσαλαπατώντας το Γρηγόρη Αυξεντίου

και τους Παλαιστίνιους φενταγίν

όμως ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός

με το μαύρο παλτό του

το ξέρει πως σου λέει μεγάλα

και πολλά η τρίσβαθη ψυχή σου

ενώ το λυπημένο πρόσωπό του ρεμβάζει

το φεγγαρόφωτο της αθανασίας

και τηλεγραφεί επειγόντως

στα δυτικά προάστιά σου Βηρυτό:

       μεγάλο πράμα η υπομονή



Βηρυτός Βηρυτός είμαι μαζί σου

τραγουδώντας τη Διεθνή με το θείο Λένιν

στα Χειμερινά Ανάκτορα

είμαι μαζί σου ψάχνοντας με κλεφτοφάνα­ρο

για τους φοιτητές που σήκωσαν

μια νέα ελπίδα το Μάη του '68

και σήμερα διευθυντές επιχειρήσεων

παραθερίζουν στο Μόντε Κάρλο

Βηρυτός είμαι μαζί σου

στο θάνατο στον πόνο

είμαι μαζί σου με τα τρύπια

παπούτσια του αρχάγγελου διοικητή

Τσε Γκουεβάρα

είμαι μαζί σου εδώ τώρα

αγρυπνώντας και χτυπώντας

τα πλήκτρα των πολυκατοικιών

μοιράζοντας έστω αυτό το ψεύτικο ποίημα

είμαι μαζί σου καταγράφοντας τη δική σου κραυγή —

Βηρυτός φρικιαστικό σύννεφο

σε περιβάλλει κι οι κυβερνήσεις

μπουρδολογούν από τα ραδιόφωνα

ενώ η μοναξιά σου τριγυρίζει ανάμεσά μας

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

Πόλεις με χιόνι / Ζαφειρίου Λεύκιος


Κοιτάζεις διαρκώς το πρόσωπό της
περνούν εικόνες μιας άλλης εποχής ασπρόμαυρες
σε τρένα και σταθμούς
πόλεις με χιόνι με κρύο και καμινάδες στην ομίχλη
οι προβολείς καθώς πέφτουν στο πρόσωπό της
σ’ αφήνουν έκθετο στο φως
κι εσύ κοιτάς το χειμωνιάτικο παλτό
με το ‘να χέρι στην αριστερή τσέπη
τα μάτια τριγωνικές σχισμές και βαθυγάλανα
στους δρόμους γύρω ένας αγέρας
τής σηκώνει τα μαλλιά
τα σιάχνει με τ’ άλλο χέρι
καθώς φυσάει μέσ’ στη νύχτα
όπως τότε στο επαρχιακό ξενοδοχείο
με τα σπασμένα παράθυρα
ήταν χειμώνας πάλι κι ο τυφλός υπάλληλος
ρωτούσε τι ώρα είναι
την κοιτούσες χρόνια αδέξιος κι ερασιτέχνης του έρωτα
στα μάγουλα στα φρύδια στο λαιμό κι ύστερα έφευγες
στις μύτες των ποδιών

ό, τι μένει απ’ τη μορφή της
λύπη του έρωτα
μέσα στη νύχτα η ομορφιά της

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2015

Το πέτρινο σπίτι με τα περιστέρια


Μέσα στο πούσι
έρχεται από πολύ μακριά

δίχως στέγη,

με τα περιστέρια στο γείσο -


είναι το ξυπόλυτο παιδί

με τη σπασμένη φυσαρμόνικα

που περνάει στον δρόμο,


είναι το πέτρινο σπίτι με τ' άδεια

δωμάτια κι οι παράξενες αγελάδες

που έχουν μετακινηθεί

μέσα στην ομίχλη


είναι τα παράθυρα χωρίς

πλαίσιο στο πέτρινο σπίτι

με τα περιστέρια στο γείσο,


είναι το παιδί που δεν βλέπει

με τη φυσαρμόνικα

χωρίς ήχο -


απαγορεύεται η μουσική

και το εμβατήριο της θλίψης

έτσι καθώς διασχίζει τον δρόμο

με το πέτρινο σπίτι

ο μικρός Ζαχαρίας

μόλις δύο ετών,


ενθάδε κείται

στο κοιμητήριο Ριζοκαρπάσου.

[Οι νεκροί βρομούσαν...]

Οι νεκροί βρομούσαν από ‘να
μίλι μακριά, ήταν ανελέητο
το τελευταίο καλοκαίρι —
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απ’ την πίσω
πόρτα στον Άη Γιάννη,
δεν τους χωρούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς — πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του — άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ως το μέλλον.
Τον ήξερες αλλιώτικα
τον κυπριώτικο ήλιο,
θεία Μαρίνα, την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.
           (Σχεδόν μηδίζοντες, 1977)

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

Δήλωση της μάνας του Γρηγόρη Αυξεντίου λίγο πριν πεθάνει Ή ωδικά πτηνά υπερίπτανται της Αθήνας


Στη μνήμη του Γιώργου Τσικουρή

Δηλώνω υπεύθυνα
πως για το δικό μου χάλι
ευθύνομαι μόνη εγώ
η μαραζωμένη Αντωνού Πιερή Αυξεντίου.
Σε λιβάδια άνυδρα
η απόγνωσή μου σε αόμματης
εποχής εικοσιτετράωρα λάμπει.

Παλιότερα
ο χρόνος σε μυρωμένα γιασεμιά
εκάθετουν και τώρα εννόησα
τι φρίκη ανάγλυφη κουρνιάζει
μέσα μου
καθότι φθόγγοι ξεκολλάνε
από τη γλώσσα μου
Αμμόχωστος
Κερύνεια
Πενταδάκτυλος

Περιστερώνα
Μια Μηλιά
Κυθρέα.

Τι κοτσύφια παρδαλά
μου λέτε πως περνάνε πάνω
απ' την Αθήνα;

Βουλιάζει ο τόπος.

Ο Σολωμός Σολωμού στη μνήμη μιας γυναίκας

λέξεις που έρχονται σε όνειρο
η μνήμη μιας πατρίδας
σε άλλη εποχή ένα τοπίο ανάγλυφο
χωρίς τη θάλασσα τα όστρακα
κι αυτός με το μονόκλ ακάλυπτος
και το παιδί που σκίζει τη φωτογραφία κλαίγοντας
χωρίς να ξέρει γιατί
είναι λέξεις και λέξεις
γνωστές και άγνωστες που έρχονται
στον ύπνο ύστερα τις ξεχνάς
είναι λέξεις του Σολωμού και του Κάλβου
λατρευτής του ήλιου
και γλυκεία ελπίς
που έρχονται από άλλη γλώσσα
στο Λονδίνο στη Γενεύη
στο Παρίσι και στην Κέρκυρα
όταν στην Αθήνα αργόσχολοι
μελετούν μια ουτοπία
λέξεις που τις βρίσκει κανείς στα λεξικά
λέξεις που τις ακούς στο σινεμά
λέξεις που τις ψιθυρίζει η κυρία Όλγα
για τον Σολωμό Σολωμού
ελευτεριά και θάνατος
που της ήρθε πολύ κρίμα
για τον κυπριώτη
λέξεις που τις πληκτρολογείς στο κινητό
στη μαύρη νύχτα κι έρμη
λέξεις που τις ψιθυρίζουνε διπλωμάτες
για το αναθεματισμένο νησί
λέξεις κοινόχρηστες
νταβατζής κοβάλτιο εξόρυξη
και τραπεζίτες με παρενδυσία

λέξεις πέτρα χρυσή ξερό χορτάρι
στην ολόμαυρη ράχη

η Μαρινα των Μπαρ

Φεύγεις και δεν φεύγεις
πηγαίνοντας πού
απαράλλαχτη αχτίδα
πλάι σε πολυβολεία
αλλόκοτη φεύγεις και δεν φεύγεις
μετρώντας ηλιοτρόπια και
το κίτρινο της ακακίας·
κατά μήκος το ποτάμι
μ’ ευκαλύπτους ένθεν και ένθεν,
τα φωτάκια των μπαρ
ασημίζουνε τη νύχτα
και τα σκοτεινά περάσματα
των φυλακίων.
Η Μαρίνα των μπαρ ωραιότερη
έχοντας τώρα ερωτευθεί
την πανσέληνο.
Η πλειοψηφία του θανάτου
χρόνια πριν χρόνια ύστερα
ξανά και ξανά
έως ότου μετατοπίστηκε το μοβ
κι αυτό προς τα πολυβολεία·
βουτώντας το κεφάλι στο μαύρο
άναψαν κεριά της λύπης
φωτίζοντας δέντρα πρασινωπά
όπως το κυπαρίσσι ή το πεύκο,
στο βάθος διάφανο το βουνό
στον ύπνο σου-
Μαρίνα των μπαρ αποκοιμισμένη
τουλίπες και κυκλάμινα
ωποσδήποτε φέγγανε την ευωδιά
της μνήμης και την επέτειο
της εν Κύπρω καταστροφής σου.

Νεφέλη


Ποια μπόρα σ' έχει ρίξει
μέσα μου

και χρόνο με τον χρόνο ριζώνεις

πιο βαθιά στην κάθε μου ίνα

στο κάθε αιμοσφαίριό μου -

τραγούδι δαιμονισμένο

ανάγλυφη πληγή η αφή σου

στροβιλιζόμενη σκέψη

επίμονα με καθηλώνει,

το πείσμα σου

κάθετος βράχος

που ρίχνεται μέσα στη θάλασσα

τα μάτια σου σε διαστολή

κάτω από κραδασμούς ηλεκτροσόκ

ενεδρεύουν αδυσώπητα

και θλιμμένα το σκοτάδι,

προσποιούμαι τον ανήξερο

ένας αδαής σαλτιμπάγκος

κι η διεισδυτικότητά σου

με ξαφνιάζει

ουρλιάζω στην ανυποψίαστη αίσθηση

της απουσίας σου, 

κάτω από αψίδες μια άχρονης

ελευθερίας μετακινείσαι και

μετατοπίζεσαι μέσα μου κορίτσι

κάτω απ' τις λεύκες αυλής

ερειπωμένου σπιτιού μεταλλάσσοντας

το σκοτάδι σε φως

την οδύνη σε τραγούδι

κρατώντας τα χρόνια της εφηβείας σου

κάτω απ' το χώμα

σε λήκυθο υπόγεια

να τρέχει το αίμα σου

στις φλέβες μου μέσα.

Στο γκρίζο φως

Ο θρυμματισμένος κόσμος
της Κύπρου
κι οι τελευταίες λέξεις
του Τσέζαρε Παβέζε
«δεν θα ξαναγράψω πια»

Στη Σαλαμίνα και στην Έγκωμη
η κατάστικτη σελήνη
μέσα στην παγωμένη νύχτα,

ανασαίνουμε το σκοτεινό
ρίγος της άνοιξης

Οι λέξεις

Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις
δώσε τους μια όποια σημασία
κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι
με μια δική σου τάξη μέσα μου.

Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω
την ελευθερία ελευθερία
το φόνο φόνο
την ενοχή ενοχή
μ' ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει
στον τοίχο τ' όνομά του
με τα νύχια.

η θλίψη του απογεύματος

Στον Λευτέρη Παπαλεοντίου
 
Είναι το ρημαγμένο Δημοτικό Σχολείο
στην Αγία Τριάδα
με τις ετοιμόρροπες αίθουσες διδασκαλίας
είναι οι άδειοι μαυροπίνακες

και το πέτρινο σιντριβάνι
χωρίς νερό
στην αυλή του·
μόνο ο μικρός ποδηλάτης
ανεβαίνει
στους έρημους δρόμους
πατώντας τα πετάλια του χρόνου
μέσα στη θλίψη του απογεύματος -
πλάι στις ξύλινες αγελάδες

που κρύβουν το ψηφιδωτό δάπεδο
με τα γεωμετρικά σχήματα
και τ’ άνθη από υακίνθους
κανείς δεν το βλέπει
έτσι που ανεβοκατεβαίνει μέσα στους έρημους δρόμους
το παιδί με ξανθά μαλλιά
που τ΄ ανεμίζει
ένας θλιβερός άνεμος

Έκθετο / Ζαφειρίου Λεύκιος


Έρχομαι μέσα από σταχτί σύννεφο
και κοράκια σκίζουν την ατμόσφαιρα

ουρλιαχτά τρυπάνε

τη χωρίς σελήνη έρημη νύχτα.

Το ταξίδι της παιδικής  ηλικίας

σε ξυλοπάπουτσα σταματημένο

λυπητερό όνειρο στην παγερή

εγκατάλειψη της πλήξης -

είμαι κόκκινο σημάδι

κόκκινη φλόγα

κατέχω τα μυστικά της ελπίδας

μέσα στην έσχατη απελπισία

είμαι ο μιγάδας άγγελος των φτωχών

ο διαρρήκτης του δημόσιου χρήματος

στα μάτια μου δάκρυα από

την Παλαιστίνη και την Κύπρο

σπαθίζοντας τη βαναυσότητα

των ημερών μου -

είμαι αλήτης απίθανα ωραίος

στη νεκρή πολιτεία των νόμων

ο σαλταδόρος

που με τη σφενδόνη παραβγαίνει στα τανκς.

Είμαι η φωτιά και το σύννεφο

είμαι το άσωτο τραγούδι

που βουίζει στους κροτάφους του χρόνου

σαν εγερτήριο σάλπισμα

η χωρίς αφοσίωση

ελευθερία του ανθρώπου

μέσα στον χρόνο

είμαι τίποτα και όλα

στην ευλογία της ζωής

και στο αγγελικό μονοπάτι

της ύπαρξης.