Ο Γιωρκήκαρφης Στυλλής υπήρξε λαικός ποιητής της Κύπρου.
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιωρκήκαρφης Στυλλής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιωρκήκαρφης Στυλλής (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 11 Μαρτίου 2016
Γραμμούα
Θώρε, Θεέ, το
λυμπουρίν, έλα να κάμεις χάζιν
τζιαι τ’ άλλον
πον’ πουπίσω του τζιαι τ’ άλλον που λουρκάζει,
πισωκολλούν
τζιαι παρπατούν, ούλλα σε μιαν γραμμούαν,
τζιαι πάσιν,
ούλα τα αρνιά, χώννουνται στην τρυπούαν.
Εσύ εν που
διάταξες, ακούουν σου Εσέναν,
τα
λυμπουρούθκια να ’ν’ μαννά, να μεν εν σαν εμέναν,
εμέναν
εδιάταξες ούλλον να πασπατεύκω
να ππέφτω να
σηκώννουμαι, πάλαι να ξαναρκεύκω,
εν μες στο
Ευαγγέλιον, είπεν τα η φωνή σου
εν «κατ’
εικόναν», γράφει το, τζιαι «καθ’ ομοίωσίν» σου
είσαι Θεός μα
έχασες, εστήσαν σου την κλάππαν
τζι αλλάξασιν
τον άθρωπον, σε χαντομαλαππάππαν
αλλάξασιν το
κτίσμαν σου, αλλάξαν μας τους τρόπους
αήκαν μόνον το
κορμίν, δείγμαν που τους αθρώπους
φταίει τζι η
καλωσύνη σου, Θεέ μου, παραδέχτου,
π’ αφήννεις
τούντους τζιέγκενους να μας καταϊσιεύκουν
τους
τραπεζίτες, λογιστές, παπάες, δικηόρους,
τα κόμματα,
τους βουλευτές, κανάλια, τους εμπόρους,
Εξαπολύθησαν,
Θεέ, εκάμασιν κοντράτον,
εκάτσαν στα
ζινίσια μας, εσύραν μας πουκάτω,
θέλουν να
είμαστεν αρνιά, στην μάντραν τους την μιάλην,
θέλουν να μας
γαλεύκουσιν, να τρώσιν που το μάλιν,
θέλουν τον
κόσμον λυμπουρκάν, ούλλους μες στην τρυπούαν,
να μεν
αθρωποδείχνουμεν, να κάμνουμεν γραμμούαν.
Εσύ που είσαι
στα ψηλά, κάμε μιαν δίτζιαν κρίσην,
δώσ’ τους
καμμιάν κατραπατσιάν, να τους κουτρουμπελλίσει,
κάμε τον
κόσμον όπως πριν, δώσ’ του ζωήν να ζήσει,
τζι όσοι εφάν
που πάνω μας, η γη να τους τσιλλήσει.
Στυλλής
Γιωρκήκαρφης
Πηγή: Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (30 Αυγ 2014)
Ο ΑΓΙΟΣ ΤΣΙΑΡΟΣ
Εν’ μόνος μου
που τ’ άρκεψα,
είχα
στενοχωρίαν
τζιαι που την
πρώτην την ρουφκιάν
εγλύκανέν μου
τον σεβντάν
τζι έκαμα
συμφωνίαν.
Εγίναμεν
φιλούθκια θκυο,
αέρκια
κολλημένα
πεινώ διψώ,
κλαίω γελώ
έχω τον για
παραστατόν
με την ζωήν
μου έναν.
Θκιαβάζω,
γράφω, σκέφτουμαι,
αρέσκει μου,
τραβώ τον
εν το χωρεί
τούν’ το μυαλόν
να ζιω ζωήν
δίχα καπνόν
ξυπνώ τζιαι
προσκυνώ τον.
Κιστίζουν,
αζουλεύκουσιν,
έχουν μας
ταραμένους!
Εν μ’ έπιαεν ο
καϊλές·
μ’ έναν
τσιάρον τζιαι καφέν
έχω τους
ξηγραμμένους.
Βάλλουν
λαπόρτα ξώδικα,
εν τζιαι του
γελασμάτου
να μας
χωρίσουν τζιαι καλά
μεν δούσιν
άλλον να γελά
κατύσιη του
πλασμάτου!
Πως εν’ να
ζήσω πκιο πολλά,
οι όξυπνοι
λαλούν μου
να πλήσσω, να
’μαι σαν τ’ αρνίν
να ζιω ζωήν,
παλιοζωήν
να μαλλωθώ του
νου μου.
Άγιε μου
Τσιάρε μου,
έχω το τάξιμόν
μου·
η συφφωνία
παρπατά
τζι εν’ να τον
κάμω σιμιθκιάν*
όποιον σταθεί
ομπρός μου.
Εν’ να πεθάνω
να χαθώ,
τα μαύρα τα
κλεισμένα!
Αήστε με
ωσότου ζιω
να πίννω να
παρανομώ
έννεν ζωή μ’
εμέναν;
Στυλλής
Γιωρκήκαρφης
* σιμιθκιά
(η): σισαμένη κουλλούρα
Πηγή:
Εφημερίδα: ΕΝΩΣΙΣ (27 Σεπ 2014)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)