Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαϊακώβου Μάγδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαϊακώβου Μάγδα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Παπαϊακώβου Μάγδα: Διεκδικώ είς στήν ζωή, όσα εγώ πιστεύω...

Τί είναι ή αγάπη Τί είναι ή αγάπη ρώτησα, ποιός θά μού απαντήσει, αυτή τήν απορία μου, εμένα γιά νά λύση; Αφουγκράστου τήν καρδιά σου, πού κτυπάει δυνατά, σάν ένα μικρό πουλάκι, νοιώθεις νά φτερωπετά. Είναι αίσθημα ωραίο, πλημμυρίζει μέ χαρά, νοιώθης μέσα στή καρδιά σου, κτυποκάρδια φοβερά. Νά αγαπάς καί ν' αγαπιέσαι, είναι αίσθημα γλύκο, καί ν' ανθίζει ή καρδιά σου, σάν κάτι μοναδικό. Σάν τριαντάφυλλο π' ανθίζει, μ' άρωμα μοσχοβολά, καί γλυκένει τήν ψυχή σου, πού γλυκά χαμογελά. Ονειρεύομαι ευτυχία, στά ουράνια νά πετω, σέ παράδεισο γεμάτο, κελαηδίσματα πουλιών. Μήν κανείς τήν καταστρέψει, τήν αγάπη στήν καρκιά, θά κλειστεί σ' ένα καβούκι, καί δέν θά ξανα αγαπά.

**

Όνειρα Όνειρα κάνουμε πολλά, οί άνθρωποι όσο ζούμε, γιατί χωρίς αυτά, ποτέ δεν προχωρούμε. Πάντα πρέπει νά κάνουμε, καί νά διεκδικούμε, νά πολεμούμε γιά αυτά, νά μήν τά παρατούμε. Πάντα ονειρευόμαστε, μπροστά νά προχωρούμε, καί πάντα ένα όνειρο, πρέπει νά κυνηγούμε. Διεκδικώ είς στήν ζωή, όσα εγώ πιστεύω, νά γίνομαι καλύτερη, μόνο γιά αυτό παλεύω

**

Όλη μου ή ζωή Νομίζω πώς εγέρασα, άρκεψα τζιαί βαρκούμε, έν θέλω νά κάμνω τίποτε, εβάρεσα θαρκούμε. Εδούλεψα πολλά σκληρά, τά κόκκαλα μου ελιώσαν, ολημερίς εδούλευκα, ανάθεμα τήν φτώσια. Ή προσφυγιά μέ έφερε, ξένο τόπο νά ζήσω, χωρίς νά έχω τίποτε, σπίτι νά κατοικίσω. Ώρες πολλές άτελειωτες, εδούλευκα καπάλι, νά βάλω ένα τζεραμί, απάνω στό κεφάλι. Καί πάντοτε εδούλευα, παιδκιά νά μεγαλώσω, νά μήν τούς λείψη τίποτε, όλα νά τούς τά δώσω. Τά παιδιά όμως μεγάλωσαν, άνοιξαν τά φτερά τους, παντρεύτηκαν καί έκανα, κι' αυτοί παιδιά δικά τους. Καί τότε τά ανάλαβα, κί αυτά νά μεγαλώσω, μέ.όση υπομονή μου έμεινε, αγάπη νά τούς δώσω. Τώρα νομίζω μεγάλωσα, εμπείκα είς τά χρόνια, θέλω καί γώ ξεκούρασει, γιατί έν θά ζώ αιώνια.

**

Μιά επιθυμία Περπάταγα καί πήγαινα, στό δρόμο μιά ημέρα, εβγήκα έξω νά σκεφτώ, λίγο εγώ νά δκιανεφτώ, νά πάρω λίγο αέρα. Σκέψεις πολλές απανωτές, γυρίζουν στό κεφάλι, όλες θά πρέπει νά λυθούν, μά εμέν μέ πιάνει ζάλη. Δέν ξέρω άν μπορώ νά βρώ, σέ όλα απαντήσεις, κι' αφηρημένα προχωρώ, κι' αναζητώ τίς λύσεις. Στήν άκρη ενώς χωραφιού, κάθησα ν' αγναντέψω, ένας νεαρός εφάνηκε, νά έρχεται απ' έξω. Φένεται είχε πρόβλημα, μέσα είς στό κεφάλι, δέν γύρισε ούτε νά μέ δεί, τραγούδαγε καπάλι. Εκάθουμουν καί θώρουντον, πόση χαρά μεγάλη, αυτός εδιασκέδαζε, τίποτε δέν τόν ένοιαζε, στήν τόση του τήν ζάλη. Τά μάτια μου δέν έφευγα, στιγμή από κοντά του, καί ένοιωθα νά ζήλευα, τήν ανεμελιά του. Εσκέφτηκα άν μπόραγα, τήν θέση του νά πάρω, νά ζήσω τήν ανεμελιά, καί τήν γλυκιά τήν τεμπελιά, προτού εγώ σαλτάρω. Πού εκατάντησα εγώ, νά θέλω νά τού μοιάσω, απ' τά πολλά προβλήματα, τόν νού μου νά μήν χάσω. Έν τόσα τά προβλήματα, πού προσπαθώ νά λύσω, τό βάρος μου ασήκωτο, αλλά καί ανεκπλήρωτο, ζωή τρελού νά ζήσω

Τρίτη 18 Αυγούστου 2020

Τό παράπονο ενώς παιδιού / Παπαϊακώβου Μάγδα

Μανούλα μέ έφερες στή γή, τό κόσμο νά γνωρίσω, μές τήν αγάπη τή στοργή, εγώ ήρθα γιά νά ζήσω. Μόλις τά μάτια μου άνοιξα, κι' άρχισα νά γνωρίζω, εφτείς τό τρομο έζησα, τό τρόμο αντικρίζω. Παντού πολέμοι σκοτωμοί, πείνα καί δυστυχία, νά μήν ηβρίσκει ό άνθρωπος, γαλήνη καί ησυχία. Είδαν πολλά καί έφριξαν, τά μάτια μου γιά τώρα, κλάματα κι' αναστεναγμοί, πείνα αρρώστιες καί διωγμοί, σ' όλοκληρη τήν χώρα. Παιδάκια νά πεθαίνουνε, στό χώμα πεταμένα, παντού υπάρχει ερημιά, παντού βομβαρδισμένα. Άσχημο καιρό διάλεξες, μανούλα νά μέ φέρεις, ή τρυφερή καρδούλα μου, σπαράζει καί τό ξέρεις. Παντού υπάρχουν.πόλεμοι, κόλαση είναι ή ζωή τους, μυρίζει παντού θάνατος, πλακώνει τήν ψυχή τους. Μά δέν ανεικω εγώ εδώ, πρέπει νά γυρίσω πίσω, γιατί το ξέρεις δέν μπορώ, εγώ εδώ νά ζήσω.

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2020

Παπαϊακώβου Μάγδα (μικρό βιογραφικό)

 Η λαική ποιήτρια  Μάγδα Παπαϊακώβου γεννήθηκε στις 30 Μαίου 1957. Κατάγεται από την κοινότητα Σύγκραση Αμμοχώστου.  Μετά την τουρκική εισβολή του 1974  εγκαταστάθηκε στην Κοφίνου. Αποφοίτησε από επαγγελματική σχολή.  Ασχολείται με την ποίηση  τα τελευταία χρόνια και πηγή έμπνευσης είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή. 




Ό κηπουρός / Παπαϊακώβου Μάγδα


Σέ μιά γωνιά τού κήπου σου, νά είμουν φυτεμένο, ένα λουλούδι ταπεινό, αλλά ευτυχισμένο. Νά έβγαινες κάθε πρω'ί', νά έρθεις νά μέ φροντίσεις, νά μέ χα'ι'δέψεις απαλά, εμένα νά ποτήσεις. Νά κάτσεις εκεί δίπλα μου, νά μού γλυκομιλήσεις, νά μού χα'ι'δέψεις τά κλωνιά, απαλά νά μέ σκαλίσεις. Δέν θά ζητήσω τίποτε, μονάχα νά σέ βλέπω, εσύ νά πηγενοερχέσαι, κι εγώ νά επιβλέπω. Καί έτσι όπως σέ βλέπω, στό κήπο νά κλαδεύεις, ή καρδιά μου νά πονά, εσένα νά ζηλεύει. Δέν θέλω τά χέρια σου, λουλούδια άλλα νά αγγίζουν, νά τά χα'ι'δεύεις τρυφερά, καί τήν καρδιά μου νά ραγίζουν. Δικός μου νά σέ κηπουρός, εμένα νά φροντίζεις, σ' όποιο λουλούδι καί νά πάς, σ' μένα νά γυρίζεις. Γιατί εγώ σέ αγαπώ, γιά αυτό καί θά φροντίζω, όταν περνάεις δίπλα μου, γιά σένα νά ανθίζω.

Ό θυμός / Παπαϊακώβου Μάγδα


Όταν θυμώσεις σοβαρά, κάποιος σού έχει φταίξει, κάποιος σού φέρθηκε σκληρά, πρέπει νά επιλέξεις. Σκέψου τά λόγια πού θά πείς, άνθρωπο μήν πληγώσεις, γιατί θά παρεξηγηθείς, καί θά τό μετανοιώσεις. Στό.πόνο σου καί στό θυμό, φεύγουν τά λόγια σφαίρες, καί δέν μαζεύονται μετά, ούτε σέ χίλιες μέρες. Ότι καί νά σού είπασει, λόγια καί σέ πληγώσαν, νοιώθης απογοήτευση, βαθειά σέ μαραζόσαν. Μήν τά βάλεις υπόψιν σου, καί θές νά ανταποδώσεις, καί μέ τό ίδιο νόμισμα, εσύ γιά νά πληρώσεις. Κάτι θά πείς κάτι θά πεί, ή έντασει μεγαλώνει, καί νοιώθεις ότι πνίγεσαι, καί σέ αναστατώνει. Τά πάντα εσύ απέφυγε, γιά νά έχεις ησυχία, στάθου είς στό ήψος σου, νά νοιώσεις ευτυχία.

Τί είναι ή αγάπη / Παπαϊακώβου Μάγδα


Όλα τά άστρα τού ουρανού, εγώ νά κατεβάσω, στά πόδια σου νά τά άπλωνα, καρδιά μου μήν σέ χάσω. Τό χέρι νά μού άπλωνες, σφυχτα νά μέ κρατήσει, νά νοιώσω τήν αγάπη σου, ποτέ νά μήν μ'αφείσεις. Νά βλέπω νά χαμογελάς, νά είσαι ευτυχισμένος, καί ότι κι' άν γίνει στήν ζωή, σέ μέν νά είσαι δωσμένος. Λόγια πικρά νά μήν.μού πείς, ούτε καί γώ γιά σένα, καί νά περνάμε στήν ζωή, πάντα ευτυχισμένα. Μήν μού αρπάζεις τήν χαρά, πού εσύ μού χεις χαρίσει, γιατί είναι σάν νά πέθενα, ή καρδιά μου θά ραγίσει. Μαζί νά προχωρίσουμε, κρατόντας χέρι χέρι, στό δρόμο πού χαράξαμε, γαλήνη νά μάς φέρει.

Γεράματα / Παπαϊακώβου Μάγδα


Τά νιάτα μας τά όμορφα, πού πήγαν καί χαθήκαν, σάν αστραπή περάσανε, καί εξαφανιστήκαν. Σιγά σιγά γεράσαμε, ασπρίσαν τά μαλιά μας, καί αρχίσαν πόνοι στό κορμή, πού τά αθρητικά μας. Χωλιστερόλη πίεση, ζάκχαρα κι' άλλα τόσα, τούν το κορμή πεδεύκουντο, τά γηρατειά προδόσαν. Νοιώθεις τά πάντα νά βαρούν, απάνω στό κορμή σου, καί δίχως χάπια δέν η ζής, είναι ή διαδρομή σου. Τά γηρατειά τά γέριμα, τόν άνθρωπον αλλάζουν, τόν κάνουν αργοκήνητο, τήν κατάντια τους κοιτάζουν. Ώ τζιέ τό φώς τών αμαδκιών, τζιέ τζίηνο λιανίσκη , ανακούφισει είς τά λιαλιά, ό γέροντας ηβρίσκει. Εφημερίδα νά μπορεί, λίον γιά νά δκεβάσει, νάκκο γιά νά ποσκολιστή, τήν ώρα νά περάσει. Άχ νά ήταν νά γυρίζασειν τά νιάτα λίον πίσω, τούτες τις γλυτζιές τίς ομορκιές, νά τίς ή ξανά ζήσω.

Ανεκτίμητη φιλία / Παπαϊακώβου Μάγδα


Ή φιλία έν δισεύρετει, γιά νά τήν εντοπίσεις, νά μήν σού πώ έν δύσκολη, γιά νά τήν αποκτήσει. Φίλους έν νά βρής κάμποσους, πώς θά τούς ξεχωρίσεις; γιά νά έβρης τόν μοναδικό, φίλο πού θά κρατήσεις. Θά δοκιμάσουν γιά νά μπούν, πολλόι μές τήν ζωή σου, μά μαχαιριές πισώπλατα, αυτόι θά σού χαρίσουν. Ό φίλος ό αληθινός, πάντα θάν κοντά σου, στά εύκολα στά δύσκολα, στήν λύπη στήν χαρά σου. Νά είναι πάντα έτοιμος, γιά νά σέ βοηθήσει, σέ δύσκολη θέση σάν βρεθείς, αυτός θά σού έβρει λύση. Νά σέ αγαπά νά σέ εκτιμά, πάντοτε νά σέ σέβεται, ότι ζητήσεις θάν εκεί, δέν θά σέ εκμεταλλεύται. Αυτός έν ό φίλος ό σωστό, πρέπει νά τόν προσέχεις, οσάν μιά κόρη οφθαλμού, άν θέλεις νά τόν έχεις

Τά θαύματα τής φύσης / Παπαϊακώβου Μάγδα


Όλα τά έφτιαξε ό θεός, μέ τόση μαεστρία, πιός ξέρει τί εσκέφτετου, μέ ήντα θεωρία. Τά έφτιαξε όλα τέλεια, επάνω στού τήν πλάση, ψάρια τά ζώα τά πούλια, ακόμα καί τά δάση. Πέρνουμε γιά παράδειγμα, τούτα τά χελιδόνια, πού κάθε χρόνο έρκουνται, στπα ίδια μπαλκόνια. Τόν ένα χρόνο κτίζουντη, τόν άλλο τήν ηβρίσκουν, εφτείς τήν διωρθώνουσει, τζιημέσα έν πού μεινίσκουν. Μέ ήντα αρχιτεκτονικη, χτίζουν τή φωλιά τους, λίγα ξυλάκια καί πιλό, έκανα τήν δουλειά τους. Γεμίζει ή φωλίτσα τους, μικρά χελιδονάκια, καί τά φροντίζουν μέ στοργή, τά όμορφα πουλάκια. Κάθομαι καί παρακολουθώ, ποτέ μου δέν χορτένω, είναι εικόνα όμορφη, κάτι ονειρεμένο. Έτσι κάνουμε καί μείς, πάντα γιά τά παιδιά μάς, καί όταν μεγαλώσουνε, αδειάζει ή φωλιά μας.

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2020

Αγάπη γιά τήν ζωή / Παπαϊακώβου Μάγδα

Είναι όμορφη ή ζωή, νά ξέρεις νά τήν ζήσης, είναι πολλές οί ομορκιές, πού μπόρεις νά κρατήσεις. Κάθε χαρά έν απόλαυσει, καί ή αναποδκιά εμπόρα, θά πρέπει νά ισορροπάς, κάθε στιγμή καί ώρα. Μονοπάτια δύσκολα, ξέρω πώς θά περάσω, δέν θάνε όλα ρόδινα, πρέπει νά ξεπεράσω. Έχω όμως τήν δύναμη, εγώ γιά νά παλέψω, καί δέν χρειάζομαι βοήθεια, μπορώ νά τά βολέψω. Γιατί αγαπάω τήν ζωή, όσα καί νά μέ βρούνε, τά πάντα έν γλυκόπικρα, τά στήθια μου πονούνε. Υπάρχουν όμως καί χαρές, πού μπόρεις νά τίς ζήσης, είναι τ' εγγόνια τά παιδιά, πού σού γεμίζουν τήν καρδιά, ποτέ νά μήν λυγίσεις. Είναι οί πίκρες πιό πολλές, απ' τίς χαρές πού θά έχεις, όμως άν.κάτσεις καί σκεφτείς, θά πρέπει νά αντέχεις. Όπως καί νάνε θ'' αγαπώ, τήν κάθε στιγμή καί ώρα, γιατί είναι ή ζωή μας όμορφη, κι' άς είναι μία μπόρα. Ζωή χωρίς τά βάσανα, δέν έχει νοστιμάδα, είναι τό αλατοπίπερο, σέ μιά μακαρονάδα

Τό φεγγάρι /Παπαϊακώβου Μάγδα

Κειτάζω είς τόν ουρανό, καί βλέπω τό φεγγάρι, νοιώθω νά μού χαμογελά, μέ σκέρσο καί καμάρι. Νά μέ κοιτάζει από ψηλά, τό μάτι νά μού κλείνει, σάν κάτι νά θέλει νά μού πεί, καί προσταγή μού δίνει. Έλα μαζί μου γιά νά δείς, τόν κόσμο από εδώ πάνω, τί γίνεται κάτω στή γή, γιά σένα εγώ τό κάνω. Είδα παιδάκια νά πεινούν, νά κλαίν καί νά σπαράζουν, βρώμικα ρούχα νά φορούν, τριγύρο νά κοιτάζουν. Βλέπω κάποιο νά έρχεται, τά πόδια του νά σέρνει, συλλογισμένος σκυθρωπός, πόνο στήν καρδιά του φέρνει. Σάν νά νοιώσε τό πόνο μου, αμέσως τό φεγγάρι, μού άπλωσε τό χέρι του, αλλού γιά νά μέ πάρει. Μέ πήρε καί σέ γειτόνιες, όλο πλούτη καί μεγαλεία, όμως καί κεί επικρατεί, παντού μελαγχολία. Γύρισα καί τό κοίταξα, στά μάτια πονεμένη, μά δέν υπάρχουν άνθρωποι, στήν γή ευτυχισμένοι; Καί όπως μέ εκοίταξε, τά μάτια του βουρκώσαν, τά δάκρυα του έτρεξαν, στά σύννεφα επέσαν. Κί ' αμέσως εκατάλαβα, σ' αυτήν τήν κοινωνία,. πολύ λίγοι είναι οί άνθρωποι, πού βρήκαν ευτυχία.

Ό πόνος τοΥ κάθε ανθρώπου / Μάγδα Παπαϊακώβου

Αυτή πού δέν επόνεσαν, δέν ξέρουν από πόνο, ούτε καί ξέρουν πώς πονού, έν μέ τά λόγια μόνο. Αυτός μόνο πού πονεί, πού νοιώθη πού υποφέρει, νοιώθη τό πόνο στήν ψυσιή, μόνο αυτός ηξέρει. Ήντα σταυρό πού κουβαλά, τζιέ ανηφόρα βκαίνει, πέφτει ξανασηκώνεται, αυτός καταλαμβαίνει. Ποτέ δέν βρέθηκε κανείς, κάποιος νά πλησιάσει, νά μοιραστή τό πόνο του, νάκκο τζι' αυτός νά πνάσει. Νά φορτωθεί τζιήν τό σταυρό, νά μοιραστή τό βάρος, νά πέρνει ανάσα τζιέ πνοή, τζιέ νά γεμίζει θάρρος. Νά νοιώσει κάποιο δίπλα του, δύναμη νά τού δώσει, νά μοιραστή τό πόνο του, χωρίς νά τόν.προδόσει. Μά δέν υπάρχουν άνθρωποι, νά σέ καταλαμβαίνου, άγγελοι είς τούς ουρανούς, τζιά αυτοί δέν κατεβαίνουν. Λόγια λαλούμε ούλλοι μας, καθόλου όμως πράξεις, γιατί δέν υπάρχει θέληση, τίποτε γιά νά αλλάξει. Όμως νά ξέρεις ή ζωή, τροχός είναι τζιέ γυρίζει, ούλλοι έν.μέ τό γυρί, σέ κανένα δέν χαρίζει. Σήμερα πόνεσα εγώ, αύριο σειρά εσού νά πιάσεις, νά θυμηθείς τά λόγια μου, ποτέ μήν τά ξεχάσεις.