Τί είναι ή αγάπη
Τί είναι ή αγάπη ρώτησα,
ποιός θά μού απαντήσει,
αυτή τήν απορία μου,
εμένα γιά νά λύση;
Αφουγκράστου τήν καρδιά σου,
πού κτυπάει δυνατά,
σάν ένα μικρό πουλάκι,
νοιώθεις νά φτερωπετά.
Είναι αίσθημα ωραίο,
πλημμυρίζει μέ χαρά,
νοιώθης μέσα στή καρδιά σου,
κτυποκάρδια φοβερά.
Νά αγαπάς καί ν' αγαπιέσαι,
είναι αίσθημα γλύκο,
καί ν' ανθίζει ή καρδιά σου,
σάν κάτι μοναδικό.
Σάν τριαντάφυλλο π' ανθίζει,
μ' άρωμα μοσχοβολά,
καί γλυκένει τήν ψυχή σου,
πού γλυκά χαμογελά.
Ονειρεύομαι ευτυχία,
στά ουράνια νά πετω,
σέ παράδεισο γεμάτο,
κελαηδίσματα πουλιών.
Μήν κανείς τήν καταστρέψει,
τήν αγάπη στήν καρκιά,
θά κλειστεί σ' ένα καβούκι,
καί δέν θά ξανα αγαπά.
**
Όνειρα Όνειρα κάνουμε πολλά, οί άνθρωποι όσο ζούμε, γιατί χωρίς αυτά, ποτέ δεν προχωρούμε. Πάντα πρέπει νά κάνουμε, καί νά διεκδικούμε, νά πολεμούμε γιά αυτά, νά μήν τά παρατούμε. Πάντα ονειρευόμαστε, μπροστά νά προχωρούμε, καί πάντα ένα όνειρο, πρέπει νά κυνηγούμε. Διεκδικώ είς στήν ζωή, όσα εγώ πιστεύω, νά γίνομαι καλύτερη, μόνο γιά αυτό παλεύω
**
Όλη μου ή ζωή Νομίζω πώς εγέρασα, άρκεψα τζιαί βαρκούμε, έν θέλω νά κάμνω τίποτε, εβάρεσα θαρκούμε. Εδούλεψα πολλά σκληρά, τά κόκκαλα μου ελιώσαν, ολημερίς εδούλευκα, ανάθεμα τήν φτώσια. Ή προσφυγιά μέ έφερε, ξένο τόπο νά ζήσω, χωρίς νά έχω τίποτε, σπίτι νά κατοικίσω. Ώρες πολλές άτελειωτες, εδούλευκα καπάλι, νά βάλω ένα τζεραμί, απάνω στό κεφάλι. Καί πάντοτε εδούλευα, παιδκιά νά μεγαλώσω, νά μήν τούς λείψη τίποτε, όλα νά τούς τά δώσω. Τά παιδιά όμως μεγάλωσαν, άνοιξαν τά φτερά τους, παντρεύτηκαν καί έκανα, κι' αυτοί παιδιά δικά τους. Καί τότε τά ανάλαβα, κί αυτά νά μεγαλώσω, μέ.όση υπομονή μου έμεινε, αγάπη νά τούς δώσω. Τώρα νομίζω μεγάλωσα, εμπείκα είς τά χρόνια, θέλω καί γώ ξεκούρασει, γιατί έν θά ζώ αιώνια.
**
Μιά επιθυμία Περπάταγα καί πήγαινα, στό δρόμο μιά ημέρα, εβγήκα έξω νά σκεφτώ, λίγο εγώ νά δκιανεφτώ, νά πάρω λίγο αέρα. Σκέψεις πολλές απανωτές, γυρίζουν στό κεφάλι, όλες θά πρέπει νά λυθούν, μά εμέν μέ πιάνει ζάλη. Δέν ξέρω άν μπορώ νά βρώ, σέ όλα απαντήσεις, κι' αφηρημένα προχωρώ, κι' αναζητώ τίς λύσεις. Στήν άκρη ενώς χωραφιού, κάθησα ν' αγναντέψω, ένας νεαρός εφάνηκε, νά έρχεται απ' έξω. Φένεται είχε πρόβλημα, μέσα είς στό κεφάλι, δέν γύρισε ούτε νά μέ δεί, τραγούδαγε καπάλι. Εκάθουμουν καί θώρουντον, πόση χαρά μεγάλη, αυτός εδιασκέδαζε, τίποτε δέν τόν ένοιαζε, στήν τόση του τήν ζάλη. Τά μάτια μου δέν έφευγα, στιγμή από κοντά του, καί ένοιωθα νά ζήλευα, τήν ανεμελιά του. Εσκέφτηκα άν μπόραγα, τήν θέση του νά πάρω, νά ζήσω τήν ανεμελιά, καί τήν γλυκιά τήν τεμπελιά, προτού εγώ σαλτάρω. Πού εκατάντησα εγώ, νά θέλω νά τού μοιάσω, απ' τά πολλά προβλήματα, τόν νού μου νά μήν χάσω. Έν τόσα τά προβλήματα, πού προσπαθώ νά λύσω, τό βάρος μου ασήκωτο, αλλά καί ανεκπλήρωτο, ζωή τρελού νά ζήσω
**
Όνειρα Όνειρα κάνουμε πολλά, οί άνθρωποι όσο ζούμε, γιατί χωρίς αυτά, ποτέ δεν προχωρούμε. Πάντα πρέπει νά κάνουμε, καί νά διεκδικούμε, νά πολεμούμε γιά αυτά, νά μήν τά παρατούμε. Πάντα ονειρευόμαστε, μπροστά νά προχωρούμε, καί πάντα ένα όνειρο, πρέπει νά κυνηγούμε. Διεκδικώ είς στήν ζωή, όσα εγώ πιστεύω, νά γίνομαι καλύτερη, μόνο γιά αυτό παλεύω
**
Όλη μου ή ζωή Νομίζω πώς εγέρασα, άρκεψα τζιαί βαρκούμε, έν θέλω νά κάμνω τίποτε, εβάρεσα θαρκούμε. Εδούλεψα πολλά σκληρά, τά κόκκαλα μου ελιώσαν, ολημερίς εδούλευκα, ανάθεμα τήν φτώσια. Ή προσφυγιά μέ έφερε, ξένο τόπο νά ζήσω, χωρίς νά έχω τίποτε, σπίτι νά κατοικίσω. Ώρες πολλές άτελειωτες, εδούλευκα καπάλι, νά βάλω ένα τζεραμί, απάνω στό κεφάλι. Καί πάντοτε εδούλευα, παιδκιά νά μεγαλώσω, νά μήν τούς λείψη τίποτε, όλα νά τούς τά δώσω. Τά παιδιά όμως μεγάλωσαν, άνοιξαν τά φτερά τους, παντρεύτηκαν καί έκανα, κι' αυτοί παιδιά δικά τους. Καί τότε τά ανάλαβα, κί αυτά νά μεγαλώσω, μέ.όση υπομονή μου έμεινε, αγάπη νά τούς δώσω. Τώρα νομίζω μεγάλωσα, εμπείκα είς τά χρόνια, θέλω καί γώ ξεκούρασει, γιατί έν θά ζώ αιώνια.
**
Μιά επιθυμία Περπάταγα καί πήγαινα, στό δρόμο μιά ημέρα, εβγήκα έξω νά σκεφτώ, λίγο εγώ νά δκιανεφτώ, νά πάρω λίγο αέρα. Σκέψεις πολλές απανωτές, γυρίζουν στό κεφάλι, όλες θά πρέπει νά λυθούν, μά εμέν μέ πιάνει ζάλη. Δέν ξέρω άν μπορώ νά βρώ, σέ όλα απαντήσεις, κι' αφηρημένα προχωρώ, κι' αναζητώ τίς λύσεις. Στήν άκρη ενώς χωραφιού, κάθησα ν' αγναντέψω, ένας νεαρός εφάνηκε, νά έρχεται απ' έξω. Φένεται είχε πρόβλημα, μέσα είς στό κεφάλι, δέν γύρισε ούτε νά μέ δεί, τραγούδαγε καπάλι. Εκάθουμουν καί θώρουντον, πόση χαρά μεγάλη, αυτός εδιασκέδαζε, τίποτε δέν τόν ένοιαζε, στήν τόση του τήν ζάλη. Τά μάτια μου δέν έφευγα, στιγμή από κοντά του, καί ένοιωθα νά ζήλευα, τήν ανεμελιά του. Εσκέφτηκα άν μπόραγα, τήν θέση του νά πάρω, νά ζήσω τήν ανεμελιά, καί τήν γλυκιά τήν τεμπελιά, προτού εγώ σαλτάρω. Πού εκατάντησα εγώ, νά θέλω νά τού μοιάσω, απ' τά πολλά προβλήματα, τόν νού μου νά μήν χάσω. Έν τόσα τά προβλήματα, πού προσπαθώ νά λύσω, τό βάρος μου ασήκωτο, αλλά καί ανεκπλήρωτο, ζωή τρελού νά ζήσω