Στον Ευαγόρα Παλληκαρίδη
(Φίλος του Παλληκαρίδη
διηγήθηκε ότι μετά τον θάνατο τού ήρωα,
οι συναγωνιστές του φύλαξαν τα ποιήματά του
μέσα σε γυάλες βαθιά στη γη,
στο λημέρι τους, μέχρι το τέλος του Αγώνα)
Το στήθος του ήταν γεμάτο αηδόνια,
τις νύχτες δεν τον άφηναν να κοιμηθεί.
Έτσι τα έβγαζε από μέσα του, να πεταρίσουν στο χαρτί,
να κελαηδήσουν την ομορφιά, τον έρωτα
και την Ελλάδα, μακρινή αγαπημένη...
Πάντως το πρόβλεψε πως δεν θ’ αντίκριζε
με τα σωματικά του μάτια τη μέρα της γιορτής.
Και πρόσταξε τους φίλους
να φυλάξουν τα χρυσά πουλιά ανέγγιχτα
από αγέρι μολυσμένο με χνώτα του κατακτητή.
Κι αυτός, κύκνος πανέμορφος,
ακούμπησε απαλά τον μίσχο του λαιμού του
σ’ αγχόνης το σχοινί,
αφήνοντας άναυδη την ποίηση
να αιωρείται στο άδειο της καταπακτής.
Κι οι σύντροφοι, χατίρι δεν του χάλασαν.
Κλείσαν τα ιερά πουλιά, τα ορφανά
σε γυάλινα κουτιά – ήτανε δύσκολοι οι καιροί –
και τα εμπιστεύτηκαν βαθιά, στην εχεμύθεια της γης.
Έγκλειστα εκείνα αηδονούσαν τρία χρόνια
κι ανθίζανε τα μαύρα σωθικά της,
κρίνα και ματσικόριδα ευώδιζε ο Άδης.
Και όταν ήρθε η μέρα που γιόρταζαν τα σήμαντρα
κι οι πεύκοι ανασηκώναν τις κεραυνωμένες κορυφές τους,
τα έβγαλαν επάνω – βρεγμένα ακόμα, μουδιασμένα
τα έβγαλαν επάνω – βρεγμένα ακόμα, μουδιασμένα
τριγύριζαν για λίγο στις νεροσυρμές
κι ύστερα χίμηξαν ελεύθερα παντού,
ραίνοντας το νησί με τις εξαίσιες τρίλιες τους,
την ψυχή του Ευαγόρα...
.