Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φαντάζης Λώρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Φαντάζης Λώρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2019

Λώρος Φαντάζης (βιογραφικό)

Ο Λώρος Φαντάζης, λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κώστα Κλεοβούλου, γεννήθηκε στη Λεμεσό το 1910 και απεβίωσε το 1992. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας (1928-1937) και από το 1939  που επέστρεψε στη γενέτειρά του,  άσκησε το επάγγελμα του γιατρού. Πολύ νωρίς  άρχισε να δημοσιεύει συνεργασίες του σε διάφορα έντυπα της Αθήνας και στη συνέχεια της Κύπρου, ενώ εκτός από την ποίηση ασχολήθηκε με την κριτική, τη θεατρική επιθεώρηση  και τη μετάφραση έργων αρχαίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων.

Έργα του: 


  • Οι διθύραμβοι της μελωδοπλάνταχτης άρπας 1931 
  • Δίχως κανένα τίτλον, 1932 
  • Σονέττα 1984 
  • Μινιατούρες Ποιήματα
  • Το χρονικό μιας ζωής : Ποιήματα

Κώστας Καρυωτάκης / Φαντάζης Λώρος


Έλεγος η ζωή, το σθένος, το άσμα,
ωστόσο και της σάτιρας ανθός.
Απ’ την αγέλη ευρύτατο το χάσμα,
ένας παρίας άγρυπνος κι ορθός.

Ο γόος των θεμάτων του το φάσμα,
γι’ αυτό χύνει το δάκρυ του ο κανθός
Δεν διαρκεί το πένθος ένα κλάσμα,
καθώς είναι κι ο πόνος βοηθός.

Κραυγή με πεισιθάνατο ένα χρώμα,
της ύλης της φθαρτής ο σαρκαστής.
Απτός λύτης στο πρόβλημα το χώμα.

Αυτόχειρας κι ας ήταν τόσο νέος
της Μούσας ο καλός τής πιο μεστής,
με τον σταυρό και ποιος ο Κυρηναίος
 =================================

*έλεγος, ο/ ελεγεία, η:
λυρικό ποίημα με θρηνητικό
χαρακτήρα. Στους στίχους αυτούς, ο ποιητής αναφέρεται στην τελευταία ποιητική συλλογή του Κ. Γ. Καρυωτά κη (1896-1928) Ελεγεία και Σάτιρες(1928).
*παρίας, ο: που ζει στο περιθώριο της κοινωνίας
*γόος, ο:  θρηνητική και σπαρακτική κραυγή.
* κανθός, ο: το σημείο στο οποίο ενώνονται τα βλέφαρα
(μετωνυμικά εδώ: το μάτι)
* πεισιθάνατος: που προτρέπει σε θάνατο
*Αναφορά στον Σίμωνα τον Κυρηναίο, ο οποίος κλήθηκε
να σηκώσει τον σταυρό του Ιησού. Εδώ υπονοείται η
απουσία οποιουδήποτε βοηθού ή στηρίγματος

Αθήνα / Φαντάζης Λώρος

Προσκυνητής και πάλι στην Αθήνα,
στης Αττικής το φως το εαρινό,
κόρος στου νόστου του άγριου την πείνα,
ακόμη κι ένα τάμα ταπεινό.

Πλοίο κι ο μπλάβος πόντος, η καρίνα,
τέλος σ’ ένα ταξίδι μακρινό,
που της καρδιάς ξερίζωσε τη σφήνα
μέσα σ’ αυτού του φέγγους τον κρουνό

Μάρμαρα, που δεν σπίλωσαν αιώνες
πέρα στα θεία μάκρη τ’ ουρανού
κι η δέηση που υψώνουν οι κολόνες.

Γύρω σπέρνει τις ρίζες της η πόλη,
με σφρίγος πρωτομάστορα δεινού
κι εδώ κι εδώ ζητάς αραξοβόλι