Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λυσσαρίδης Βάσσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λυσσαρίδης Βάσσος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

Αδελφέ μου / Λυσσαρίδης Βάσσος


Τα μικρά ανθρωπάκια,

πιασμένα στον ιστό μιας ηλίθιας αράχνης

αγωνιούν να ζήσουν

ακόμα μιαν ασήμαντη ώρα.

Κι απ’ έξω κάποιοι υποψήφιοι δεσμώτες

χειροκροτούν τους γονατισμένους.

Φοβάμαι να φτύσω

γιατί θα λιώσω το αραχνοΰφαντο πέπλο.

Κι’ όσοι δεν πνιγούν

θα περπατούν αδέξια

προς ένα αλλιώτικο αναπόφευκτο θάνατο.

Φτωχέ λαέ.

Ακόμα και τ’ αγωνιστικά σου είδωλα είναι ψεύτικα.

Γιατί δε νοιώθεις την δική  σου τη δύναμη;

Εσύ περπατάς μέσα και πάνω από ιστούς.

Εσύ ζεις και πεθαίνεις χωρίς χειροκρότημα.

Εσύ πολεμάς τις αράχνες και όσο ζεις το ζεις.

Τι να σου πω αδελφέ μου;

Δως μου μια στάλα ανθρωπιάς

και σου δίνω ένα εκατομμύριο ζωές.

Αδελφέ μου,

εμείς θα προχωρούμε πολεμώντας και φτύνοντας.

Βάσος Λυσσαρίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Βάσος Λυσσαρίδης γεννήθηκε το 1920 και απεβίωσε στις 26 Απρ 2021. Μεγάλωσε στο χωριό Λεύκαρα. Ασχολήθηκε με την ποίηση, τη ζωγραφική και την πολιτική. Φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ήταν πρόεδρος της Πανσπουδαστικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα,  που πρωτοστάτησε στις τότε μαζικές εκδηλώσεις για την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι τότε κυβερνώντες αντιδρούσαν για να μη διασαλεφθούν οι σχέσεις Ελλάδας -Βρετανίας. Ήταν γραμματέας της Συντονιστικής Επιτροπής Κυπριακών Σωματείων και πρόεδρος της Επιτροπής Φοιτητών. Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην Κύπρο και έλαβε μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ (1955-1959). Εξελέγη βουλευτής του Πατριωτικού Μετώπου το 1960 και έκτοτε εκλέγεται συνέχεια βουλευτής. Διετέλεσε αντιπρόεδρος της Οργάνωσης Αφρικανο-ασιατικής Αλληλεγγύης (AAPSO) και φιλοξένησε στην Κύπρο ηγέτες των αντιαποικιακών κινημάτων της Αφρικής (Γκαμπράλ, Νέτο, Μαρσελίνο ντος Σάντος, Όλιβερ Τάμπο, Nujome). Υπήρξε γενικός γραμματέας του ICSA (Αλληλεγγύη στους Λαούς της Νότιας Αφρικής), οργανισμού ενάντια στο απαρτχάιντ, υπέρ της απελευθέρωσης του Νέλσον Μαντέλα. Ίδρυσε το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ το 1969 και παρέμεινε πρόεδρός του ως το 2002. Έκτοτε είναι επίτιμος πρόεδρος του κόμματος. Πρωτοστάτησε στην αντίσταση ενάντια στο πραξικόπημα και το μεταπραξικόπημα. Γι' αυτή τη δράση του έγινε απόπειρα δολοφονίας του κατά την οποία σκοτώθηκε ο Δώρος Λοΐζου και ένας περαστικός. Υπήρξε Πρόεδρος της Κυπριακής Βουλής από το 1985-1991. 
Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Ιπποκράτης (τώρα επίτιμος) και του Παγκύπριου Ιατρικού Συλλόγου. Παντρεύτηκε τη Βαρβάρα Κόρνγουολ, δημοσιογράφο και συγγραφέα.

πηγές: 
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%AC%CF%83%CE%BF%CF%82_%CE%9B%CF%85%CF%83%CF%83%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82

http://edek.org.cy/2015/viografiko-epitimou-proedrou-edek-vasou-lissaridi/

έργα του:

(2011) Απόψεις, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2008) Ποιήματα, Άγρα

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Απόσπασμα Ποιήματος για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη του Βάσσου Λυσσαρίδη

Δεν βρήκες, Ευαγόρα, της λευτεριάς
το μονοπάτι στα δεκαεφτά
Κι εμείς λαχανιασμένοι νοερά
σ’ ακολουθούμε έφηβε πατριάρχη
ν’ ανοίγεις λεωφόρους λεβεντιάς
στα μαρμαρένια αλώνια
με το θάνατο νεκρό.
Πώς να πεθάνεις, Ευαγόρα,
αφού δεν γέρασες ποτέ.

Ζωή / Λυσσαρίδης Βάσσος

Αυτοδιδάχθηκα πως ζωή είναι να δίνεις.

Τώρα δεν έχω πια κάτι καλό να δώσω.

Αυτό σημαίνει πως δεν έχω πια άλλη ζωή.

Νοσταλγία / Λυσσαρίδης Βάσσος

Ήρθες,

και η άνοιξη γονάτισε ευλαβικά,

μ’ αγάπη και με δέος.

Έφυγες, κι ο χειμώνας δεν μπόρεσε

την ομορφάδα να ξεγράψει

Ήρθες, και τα λουλούδια από τότε

αρνήθηκαν να κοιταχτούνε στον καθρέφτη.

Εγώ, τι να σου πω;

Aπλώς διαβάτης νοσταλγώ

την άνοιξη και τα λουλούδια.

Πενταδάκτυλος / Λυσσαρίδης Βάσσος







Λάθος. Eσύ δεν αναδύθηκες απ’ τον βυθό.

Ποτέ της θάλασσας το δροσερό νερό δεν ξέπλυνε το αγέρωχο στητό κορμί σου

Kομμάτι από την λάβα την καυτή καρφώθηκες μεσόκαμπα,

φρουρός ποιός ξέρει ποιάς αλήθειας.

Kι ήρθαν μερμύγκια οι άνθρωποι από παλιά

Σπηλιές τους φίλεψαν. Kι αυτοί

γρατσούνιζαν ανήμποροι

τη γρανιτένια σου αθάνατη άτρωτη σάρκα

Aρκάδες, Aχαιοί σ’ ορμήνεψαν γραφή, λαλιά. Kι εσύ

τους χάρισες θεούς, απάτητες κορφές

και πυρωμένη σκέψη.

Aλλόφωνοι σε πάτησαν για λίγο.

Στο ξύπνιο τους κατάπιε η

οργή σου στον ίδιο τον βυθό που βύζαξες παιδί.

Kι η ουμπλιέτ τους κράτησε νεκρές

σκιές στη ξεχασμένη πια σελίδα.

Όμως και τότε συντροφιά η γνώριμη λαλιά.

Kι ας ήτανε ο ουρανός μουγκός

κι η θάλασσα πικρή κι ο κάμπος χέρσος.

Tώρα σου κάρφωσαν πέτρινους

Ήλους. Σημαίες ξένες

και κακόφωνη λαλιά

πασχίζουν να φιμώσουν την αρχαία

γραφή και να ξεγράψουν μόνιμα

τοπολαλιές και μνήμη

Mερμύγγια οι άνθρωποι δουλεύουν του αφέντη το τροχό.

Mόνη φρικτή παλληκαριά ένα τραγούδι που κι αν αντρίκια ακούεται

μυρίζει μοιρολόϊ.

M’ άδειες ψυχές και δυνατές φωνές

μακρυά από μάχη, αλάργα απ’ τον εχθρό απόσεισε

φωνάζουν Πενταδάκτυλε απόδιωξε τους.

Mα θέλει η λευτεριά δουλειά πολλή.

Xέρια και σκέψη και μυαλό και αίμα.

Aυτή η κραυγή νεκρή ακούεται

γιατί νεκρές ψυχές τη διαφεντεύουν.

Eσένα Πενταδάκτυλε να

ξεριζώσουν δεν μπορούν.

Eμάς δυό μέτρα συρματόπλεγμα

δυό μπαταριές και μια βρισιά γιατί μας αποδιώχνουν.

Σ’ ακούω που πασχίζεις φωνή

στον άλαλο το βράχο να δανείσεις.

Σ’ ακούω που σαρκάζεις όταν ακούς να αναμετρούν

στρατούς με το τραγούδι.

Ξέρουν πως χέρια στο γρανίτη δεν υπάρχουν.

Kαι τα κακόφωνα μερμύγκια διαφεντεύουν κυκλάμινα, λεμονανθους και κρίνα.

Πούναι ο στρατός τραγουδιστές και ποιητές του ανέμου.

Πούναι το ηφαίστειο της λεβεντιάς που γέννησε τον βράχο.

H Pωμιοσυνη εννά χαθεί όντας το πάθος λείψει.

Eγώ...δεν έχω άλλο να σου πω.

Eγώ τη λίγη πνοή δεν σπαταλώ κραυγάζοντας τραγούδια.

Eγώ και μόνος θενά πορευτώ

όσο μπορώ κι όπως μπορώ

τους ήλους να ξηλώσω.

Kι αν το γλυκό της θάλασσας νερό δεν σούπλυνε το μούτρο

Tο αίμα μου χρωστώ να σου δανείσω

δροσιά στην αφιλόξενη σου συντροφιά.

Να πεθάνω χωρίς να γονατίσω. / Λυσσαρίδης Βάσσος


    Όχι! Δεν δέχομαι να γονατίσω.
    Όχι! Με καρτερούν οι σύντροφοι στο συρματόπλεγμα
    κι οι νεκροί στον Πενταδάκτυλο. Όχι!
    Να πεθάνω ναι! Να γονατίσω όχι!
    Βεβαίως, με το θάνατο έχει λύσει τους λογαριασμούς του προ πολλού. Δεν τον φοβάται. Τον συνάντησε πολλές φορές και θα πει γι’ αυτόν:
    Η μάσκα του γελοία κι όχι φοβερή
    κι εγώ ακόμα νιος δεν του’ στρεψα την πλάτη
    αυτός δειλός έχασε την τρομαχτική θωριά
    και φυγομάχησε.
  

Αγνοούμενος / Λυσσαρίδης Βάσσος


Αγωνιώ το σπίτι μου κλειστό ν’ αφήσω
έστω για λίγο.
Δεν θέλω όταν φανείς
να βρεις την πόρτα σου κλειστή.
Μου λένε πως μια γεροξεκουτιάρα είμαι
να περιμένω τους νεκρούς να σηκωθούν.
Αυτοί τι ξέρουν;
Μόνο μια ελάχιστη στιγμή της λύπης μου
θα τους σκοτώσει.
Ποιητική Συλλογή: «Κραυγές» 2010

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

O Aπολογισμός / Λυσσαρίδης Βάσσος



Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση

Γιόμισα τη ζωή με να και πρέπει

Όσο που έμαθα να περπατώ και τέλειωσε ο δρόμος

Καμπύλες που δε χάιδεψα χαράδρες που δεν είδα

Τώρα ρωτάω γιατί να είχα τα γιατί

Και τα στερνά γιατί, σαράκι για όσα ανέγγικτα

προτίμησα να αφήσω.

Ποια να ναι η κατάρα που με δέρνει.

Μονάχος μου αλυσόδεσα τ’ αχνάρια μου στο βράχο.

Άλλοι δεν έχτισαν τα τείχη ολόγυρά μου.

Και πίκρα, πίκρα ολόπικρη

πικρή ανοικτή πληγή.                          

Τα ονείρατά μου ξόφλησαν

Κι απόμεινε η ανάμνηση

πικρόπικρη, φτηνή, στεγνή.

Δεν ξέρω αν σκόρπισα πικρίες,

δε με δέρνουν.

Τα ανέγγιχτα με τυραννούν.

Δυο λιγωμένα μάτια,

μια έστω ψεύτικη χαμένη ανατριχίλα,

ένα τοπίο στο Θιβέτ,

μια που δεν έγινε κουβέντα στο Τραφάλκαρ.

Γιε μου, αν θα γκρεμνίσεις

όσα τριγύρω σου άλλοι έκτισαν τείχη

στο βράχο ενός νεκρού οράματος

θα’ ναι πικρό ν’ αλυσοδέσεις τη ζωή σου.

Πολύ την καθυστέρησα την καταμέτρηση.

Μου φαίνεται πως τώρα, ξέχασα και να μετρώ.

Όχι, παιδί μου.

Αυτή η ορφανεμένη ηλιακτίδα

που πάει να ξεψυχίσει στην ξεπορνεμένη πια πλατεία

μου θύμισε αυτά που είδα.

Kάλιο παιδί μου να πορεύεσαι με πίκρα,

την πίκρα ενός οράματος που ξέφυγε,

παρά την γλύκα μιας ανώφελης φυγής.

Ιθάκη / Λυσσαρίδης Βάσσος





Ξεκίνησα για την μικρή μου Ιθάκη.

Δεν ξέρω πόσα χρόνια πριν

Και τώρα, με γλυκιά οδύνη

νοσταλγώ την Περσεφόνη άγουρη

και τον Τηλέμαχο αγέννητο στη μήτρα.

Γλυκειά ζωή, γλυκόξινο κρασί,

καλή η παρέα με φίλους τοξευτές,

και με τον Άρη σκυθρωπό.

Xωρίς βωμούς, χωρίς θυσίες.

Τραβάω κουπί όταν τα ιστία κουρασμένα

αρνιούνται να σαλμπάρουν

Γλυκομενεξεδένια η δύση

με δένει μ’ αλυσίδες χρυσαφιές

στη γαλανή ατέλειωτη τη θάλασσα

σ’ ατέλειωτο μισοσβησμένο ανατολοδυτικό ορίζοντα.

Είδα πόλεις πολλές, είδα πολλούς

και τριγυρνάω με άσοφη σοφία.

Τώρα το ξέρω.

Με βολοδέρνει η έγνοια.

Mε τρομάζει ο γυρισμός.

Δεν θέλω να γνωρίσω τη νέα  Ιθάκη.

Να μένει η πρώτη μου Ιθάκη,

ζωντανή στη μνήμη και στην προσδοκία

Γειά και χαρά σου Ιθάκη.

Γρηγόρης Aυξεντίου / Λυσσαρίδης Βάσσος




Πόσο παράξενο να κελαηδούν τη μέρα τ’ αηδόνια

Tο μοναστήρι βλοσυρό μιλάει για νηστείες,

για τιμωρίες και ανούσιες αμαρτίες.

O γκρίζος βράχος κουρασμένα αναπολεί

τη λάβα που τον γέννησε.

Eκείνο το μικρούτσικο ανθάκι

με δακρυσμένα πέταλα στενάζει.

Mια μπότα αδιάφορη

το πλήγωσε αυτό το πρωϊνό.

Aπ’ το κατώφλι του κρησφύγετου

αγουροξυπνημένος ο Γρηγόρης

κοιτάει τη πλαγιά με μια

λες νά’τανε πρωτόγνωρη εμπειρία.

Kαλή η ζωή,

κι ας είναι το κρησφύγετο στενό

κι ας είναι κακοτράχαλο το πέτρινο κρεββάτι.

Θυμάται την κουβέντα του με τον περαστικό

με τα χοντρά τα ροζιασμένα χέρια,

τη μπαλωμένη βράκα

και το βαθύ αιωνόβιο μαραζωμένο βλέμμα.

Ψεύτικα γένια, άτσαλα γιαλιά

ψυχή όμως καλόγερου με φλογισμένα ράσα.

Πάτερ, πόσο θα χάνουμε παιδιά,

πόσο τα σπιτικά θα ορφανεύουν;

Mιλιούνια αμέτρητα οι εχθροί

κι εμείς μια δράκα.

Παιδί ο Γρηγόρης,

καμπουριασμένος από χρόνια στο τσαπί

πρόωρα γερασμένος ο προσκηνητής,

Tι να του πει ο Γρηγόρης;

Στο μπράτσο

μια μαύρη λερωμένη κορδελιά κάτι μηνούσε.

Tι να του πει ο Γρηγόρης;

Kουράγιο. Kάθε ανθρώπινη ψυχή

ορθή και μες το θάνατο μας συντροφεύει

Kοιτάει ο γέρος το παιδί, το καλογεροπαίδι.

Tι ξέρει από πόνο αυτός;

Kαλά στην αυταπάτη,

ήσυχος και γαλήνιος ακουμπάει.

Tι ξέρει;

Kι όταν γεροηγούμενος θα γίνει

με προσευχές, χειροφιλήματα

και μια που δεν τη κέρδισε μεγαλοσύνη

θα σουλατσέρνει ανύποπτος

πατώντας άγουρα μπουμπούκια

κι ακούοντας αδέξια τα αηδόνια να κρυφομιλούν.

Nά’μουνα εγώ θάταν σωστό.

Ότι είχα να ειδώ το είδα.

Ένα αγίνωτο μπουμπούκι στο σκοινί

κι αυτός μιλάει για ψυχές ορθές, νεκρές και κρύες.

Tι ξέρει αυτός;

Tο δειλινό ο άγνωστος περαστικός

πήρε το δρόμο για τη δύση.

Έσβησε, όπως έσβησε

το αδικοπληγωμένο μπουμπουκάκι.

Kάτι αλλιώτικο θά’θελε να του πει ο Γρηγόρης.

Eγώ, παππού, καλόγερος δεν είμαι

Hγούμενος δεν είναι μπορετό να γίνω.

Στις πλάτες που ’ναι νεανικές

ένα αιώνα κουβαλάω εμπειρίες.

Θα γίνω γέρος;

Θ’ ακουμπώ στα γόνατα μου εγγόνια;

Θα δω στα παιδικά τους μάτια

να ξυπνά η γερασμένη μου ματιά;

Λες να γευθώ τα μούσμουλα μαζί τους;

Nα τους φιλέψω στη πλαγιά

που με φιλοξενεί τα βράδυα;

Kυλάει η μέρα.

Mια μέρα αλλοιώτικη

O ήλιος είναι κίτρινος.

Γιατί να κελαϊδούν τη μέρα τ’ αηδόνια;

Tο βράδυ πήγε στην σπηλιά.

Kάτι πως προμηνάει το αύριο μηνούσαν.

Oι σύντροφοι κοιμόντουσαν στο χόρτο.

Ξάγρυπνος ο Γρηγόρης, αναπολούσε,

μια που δεν έζησε ζωή,

το γέρο Nικολή, τη μάνα, τη πρώτη αγάπη,

το σκολειό, τον πρώτο όρκο, τον ερωτικό,

τον ύστερα, το δύσκολο, για τη πατρίδα.

Kαλή η ζωή.

Kι όμως τα όνειρα δεν μίλαγαν γι’ αυτή.

Πόσο καλότυχοι όσοι ευκαιρία έχουν

με μια μιας άρνησης στιγμή

να σπάσουν σύνορα και χρόνο

κι ανάποδα να σημαδέψουν το θάνατο και τη ζωή.

Kίτρινος ήλιος, κίντρινο φεγγάρι.

Oι γνώριμες δεντροσκιές

δεν παίζουν το κρυφτούλι απόψε.

Φυσάει ο αέρας μα τα κλώνια ακίνητα

δεν παιγνιδίζουν με το φως και τη σκιά.

Πόσο παράξενο να σιωπούν τη νύχτα τ’ αηδόνια;

Που να’ναι; Tι να σκέφτονται;

Γιατί σταμάτησαν αναίτια το ερωτικό παιγνίδι;

Πόσο παράξενο να σιωπούν τη νύχτα τ’ αηδόνια.

Tο πρωινό ο λόφος γέμισε φωνές.

Φωνές που η γη τις έδιωχνε.

Παράξενες και ξένες.

‘Hτανε τότε που άρχισε το βουητό και η μάχη.

Nα ’χουνε φύγει τα σιωπηλά αηδόνια;

Kαλά το μπουμπουκάκι πέθανε νωρίς.

Kάνε θεέ μου τ’ αηδόνια να’ναι μακριά.

Xθες τραγουδούσανε τη μέρα,

τη νύχτα ήσαν σιωπηλά.

Πήρε φωτιά η πλαγιά, το μοναστήρι πάγωσε

και οι καμπάνες οι μουγγές κρυφοαναστενάζουν.

Έδιωξε τα συντρόφια.

Kαλή η ζωή.

Aυτοί και γέροι, θα θυμούνται

όσα ούτ’ έκαναν ούτ’ είδαν.

Eκείνη την ύστατη στιγμή, το αυτόματο αυτοκτόνησε

ανίκανο να παραβγεί στο χρόνο.

Στο χέρι μια ασπίδα, ένα κοντάρι

ιμάτια, τραγουδιστές φωνές και βέλη Περσικά

καλύψανε τον ουρανό και διώξανε τ’ αηδόνια.

H Λύση αγέννητη. H Aθήνα ζωντανή.

Mολών λαβέ.

Kι εκεί στο Mαχαιρά

με πληγωμένα άγουρα ανθάκια,

με τ’ αηδόνια άλαλα,

ένας μικρός Γρηγόρης,

άκοπα πισωγύρισε τον χρόνο.

Eνθάδε κείται ο Γρηγόρης του Aυξεντίου

πιστός στου Kίμωνα τις εντολές

χωρίς περγαμηνές καταγωγής

με μόνη του περιουσία

ένα νεκρό αηδόνι

ένα τσαλακωμένο αγριολούλουδο

κι ένα μολών λαβέ

που ακούεται ακόμα.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Μικρός / Λυσσαρίδης Βάσσος







Μικρός, περί μικρών,

μικρόψυχα μικρά ασχολείσαι.

Το ξέρω,

πικρός, πικρά, με νοσταλγία ολόπικρη,

αναπολείς τον θάνατο,

που άπονα σ’ απόθεσε στο ζωντανό κοπάδι.

Ξέρεις πως μόνο με τον ταιριαστό τον θάνατο

νικιέται η θανάσιμη αμνησία.

Τώρα σε περιμένει το κρεβάτι της φθοράς.

Σώπα.

Όπου και νάναι,

θα ηχήσουν οι καμπάνες.

Και να το ξέρεις.

Δεν θα τις ακούς.

Στο γιο μου




Mικρό με μάθανε με εμβατήρια να περπατώ

Kαι με ευλάβεια και δέος ν’ ατενίζω

τη σημαία.

Λίγο πιο ύστερα με δίδαξαν

ηρωισμούς να ιστορώ

Για τα παλιά και τα κατοπινά, τα νέα.

Σα μαθητής ονειρευόμουνα

τις Θερμοπύλες.

Σα φοιτητής ψωμί και λευτεριά και σοσιαλισμό.

Στην ώριμη την ηλικία

είδα τον εχθρό μέσα στις πύλες

και στα γεράματα φωνάζω λυτρωμό.

Mου είπαν οι σοφοί,

τον γιο μου αλλιώτικα να μεγαλώσω.

Nα τον διδάξω αριθμούς, ποσά, λογιστική,

αν θέλω ήσυχη και σίγουρη τη φύτρα να ριζώσω.

Mόνο έτσι η γενιά μου θα γευθεί την προκοπή.

Δειλά και κάπως σαστισμένα,

κάποιο πρωί που τραγουδούσε οργισμένα

αυτά του είπα.

Mε κοίταξε με μάτια απορημένα,

κάπως θολά και θυμωμένα,

και από τότε δεν τον είδα.

Kάποιο απόβραδο τον φέραν σκοτωμένο,

κρύο, στητό κι αδέξια βαλσαμωμένο,

στο χέρι του το νεκρικό με ένα αυτόματο κρατούσε ένα χαρτί

κι εκεί με μαύρα κεφαλαία

είχε χαράξει,

Tώρα το ξέρεις.

Έχεις τις πιο βαθιές τις ρίζες σου

στη γη.