Μικρός, περί μικρών,
μικρόψυχα μικρά ασχολείσαι.
Το ξέρω,
πικρός, πικρά, με νοσταλγία ολόπικρη,
αναπολείς τον θάνατο,
που άπονα σ’ απόθεσε στο ζωντανό κοπάδι.
Ξέρεις πως μόνο με τον ταιριαστό τον θάνατο
νικιέται η θανάσιμη αμνησία.
Τώρα σε περιμένει το κρεβάτι της φθοράς.
Σώπα.
Όπου και νάναι,
θα ηχήσουν οι καμπάνες.
Και να το ξέρεις.
Δεν θα τις ακούς.
Στο γιο μου
Mικρό με μάθανε με εμβατήρια να περπατώ
Kαι με ευλάβεια και δέος ν’ ατενίζω
τη σημαία.
Λίγο πιο ύστερα με δίδαξαν
ηρωισμούς να ιστορώ
Για τα παλιά και τα κατοπινά, τα νέα.
Σα μαθητής ονειρευόμουνα
τις Θερμοπύλες.
Σα φοιτητής ψωμί και λευτεριά και σοσιαλισμό.
Στην ώριμη την ηλικία
είδα τον εχθρό μέσα στις πύλες
και στα γεράματα φωνάζω λυτρωμό.
Mου είπαν οι σοφοί,
τον γιο μου αλλιώτικα να μεγαλώσω.
Nα τον διδάξω αριθμούς, ποσά, λογιστική,
αν θέλω ήσυχη και σίγουρη τη φύτρα να ριζώσω.
Mόνο έτσι η γενιά μου θα γευθεί την προκοπή.
Δειλά και κάπως σαστισμένα,
κάποιο πρωί που τραγουδούσε οργισμένα
αυτά του είπα.
Mε κοίταξε με μάτια απορημένα,
κάπως θολά και θυμωμένα,
και από τότε δεν τον είδα.
Kάποιο απόβραδο τον φέραν σκοτωμένο,
κρύο, στητό κι αδέξια βαλσαμωμένο,
στο χέρι του το νεκρικό με ένα αυτόματο κρατούσε
ένα χαρτί
κι εκεί με μαύρα κεφαλαία
είχε χαράξει,
Tώρα το ξέρεις.
Έχεις τις πιο βαθιές τις ρίζες σου
στη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου