Με είπαν η μικρή αδελφή
Της νεράιδας Μελουζίνης
Και την ακολούθησα στις βρύσες
Στις πηγές και στα ποτάμια
Όπου σύχναζε
Στα κάστρα όπου ύφαινε
Κι αγνάντευε την πεδιάδα
Θα σε πνίξει μου είπε
Μια θάλασσα από ανθισμένες ανεμώνες
Ο έρωτας σαν θα περάσει δίπλα σου
Σαν αμυδρά ακουστεί το θρόισμά του
Τι λύνεις τα μαλλιά σου μες στη νύχτα
Και περνάς στο λαιμό σου μαντίλι
Που δεν το θώπευσαν τ’ άστρα
Και δεν ξαστρίστηκε;
Μα εγώ ανυπότακτη
Βύθιζα τα πόδια μου
Στο μεθυσμένο νερό που έτρεχε
Και δοκίμαζα απερίσκεπτη
Των απαγορευμένων φρούτων τη γεύση
Την ακολουθούσα ακροπατώντας
Χειμώνα καλοκαίρι
Γιατί η ίδια ξεδίπλωνε
Δέλτους της Ιστορίας
Και με σκοτάδι και με φως
Πείνα και δίψα
Και τραύμα και πληγή
Και θρήνο και θάνατο
Που θέριζε ψυχές
Κίτρινα στάχυα
Την ακολουθούσα
Περνούσε μέσα στα γονατισμένα πεύκα
Εκεί που σκόνταφτε κυνηγημένη η Μαρία
Κι όπου έπεφταν τα δάκρυά της
Φύτρωναν δάκρυα άνθη sempevive
Μα εκείνη προχωρούσε
Έφθανε έως τα Νερά τα Σέλενα
Κι εγώ εκεί μαζί της
Πίσω απ’ το θάμνο
Την παρακολουθούσα
Έπινε νερό από το βράχο
Που έτρεχε κι έσμιγε
Με τ’ αλμυρό νερό
Της θάλασσας
Κι ήταν στιγμές
Που μου φαινόταν θάλασσα
Θαλασσοαιματωμένη
Και γευόταν η Μελουζίνη
Ευωδιαστά αγριοσέλινα
Που φύτρωναν τριγύρω
Είσαι η μάνα των Λουζινιάν τη ρώτησα
Η δέσποινα των δύο πύργων
Μακριά στην Εσπερία;
Ή είσαι η μάνα που μου στέρησαν
Και δέθηκα μαζί σου ακολουθώντας σε;
Απάντηση δεν έλαβα
Και φύτρωσα εκεί
Προς τα Νερά τα Σέλενα
Τόσο φως τόση πορφύρα
Τόση κυανή τρικυμία
Τόση θαλπωρή τέτοια όψη
Τέτοια αιχμηρότατη κόψη
Αυτή είναι αυτή είναι
Αναφώνησα
Και η ανάσα μου
Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα
Της νεράιδας Μελουζίνης
Και την ακολούθησα στις βρύσες
Στις πηγές και στα ποτάμια
Όπου σύχναζε
Στα κάστρα όπου ύφαινε
Κι αγνάντευε την πεδιάδα
Θα σε πνίξει μου είπε
Μια θάλασσα από ανθισμένες ανεμώνες
Ο έρωτας σαν θα περάσει δίπλα σου
Σαν αμυδρά ακουστεί το θρόισμά του
Τι λύνεις τα μαλλιά σου μες στη νύχτα
Και περνάς στο λαιμό σου μαντίλι
Που δεν το θώπευσαν τ’ άστρα
Και δεν ξαστρίστηκε;
Μα εγώ ανυπότακτη
Βύθιζα τα πόδια μου
Στο μεθυσμένο νερό που έτρεχε
Και δοκίμαζα απερίσκεπτη
Των απαγορευμένων φρούτων τη γεύση
Την ακολουθούσα ακροπατώντας
Χειμώνα καλοκαίρι
Γιατί η ίδια ξεδίπλωνε
Δέλτους της Ιστορίας
Και με σκοτάδι και με φως
Πείνα και δίψα
Και τραύμα και πληγή
Και θρήνο και θάνατο
Που θέριζε ψυχές
Κίτρινα στάχυα
Την ακολουθούσα
Περνούσε μέσα στα γονατισμένα πεύκα
Εκεί που σκόνταφτε κυνηγημένη η Μαρία
Κι όπου έπεφταν τα δάκρυά της
Φύτρωναν δάκρυα άνθη sempevive
Μα εκείνη προχωρούσε
Έφθανε έως τα Νερά τα Σέλενα
Κι εγώ εκεί μαζί της
Πίσω απ’ το θάμνο
Την παρακολουθούσα
Έπινε νερό από το βράχο
Που έτρεχε κι έσμιγε
Με τ’ αλμυρό νερό
Της θάλασσας
Κι ήταν στιγμές
Που μου φαινόταν θάλασσα
Θαλασσοαιματωμένη
Και γευόταν η Μελουζίνη
Ευωδιαστά αγριοσέλινα
Που φύτρωναν τριγύρω
Είσαι η μάνα των Λουζινιάν τη ρώτησα
Η δέσποινα των δύο πύργων
Μακριά στην Εσπερία;
Ή είσαι η μάνα που μου στέρησαν
Και δέθηκα μαζί σου ακολουθώντας σε;
Απάντηση δεν έλαβα
Και φύτρωσα εκεί
Προς τα Νερά τα Σέλενα
Τόσο φως τόση πορφύρα
Τόση κυανή τρικυμία
Τόση θαλπωρή τέτοια όψη
Τέτοια αιχμηρότατη κόψη
Αυτή είναι αυτή είναι
Αναφώνησα
Και η ανάσα μου
Θάμπωσε τον καθρέφτη σου Πατρίδα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου